ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ, σε μία κάποια ακριβά σκιερή πλαζ, μία βακτηρία από τα δεξιά και ο πληρωμένα υπομονετικός βραχίονας ενός νεαρού από τα αριστερά, στηρίζουν ένα βήμα ανά 5 λεπτά και κάτι που μοιάζει με παραμιλητό.
Στην είσοδο της ρεσεψιόν, οι λίγοι που γνωρίζουν δεν μιλούν, τι λόγος τους πέφτει, άλλοι τριγύρω άσχετοι μουρμουρίζουν με γνήσια λαϊκή απορία ή ελαφρά δυσαρέσκεια. Ελαφρά, όχι γιατί τα χρόνια περνάνε για όλους. Άλλωστε, εδώ, λίγοι από τους αυτόπτες σ' αυτόν τον βαρύ περίπατο μπορούν να γνωρίζουν τι εξίσωση πικρή φτιάχνει ο χρόνος με το σώμα. Ελαφρά, λόγω αυτής της ακατανόητης συμπόνοιας που πάντα η συντριβή του γήρατος προκαλεί.
Σχεδόν 20 χρόνια πίσω, στο γραφείο ενός πολιτικού περιοδικού στο Κολωνάκι, μια νεαρή απόφοιτος σχολής δημοσιογραφίας, μπαίνει μέσα κλαμένη. Δεν ξέρω τι να την κάνω ακριβώς, όσο μου εξιστορεί ντροπιασμένη και έξαλλη μαζί το πάθημά της.
Είχε κανονισμένη μια συνέντευξη στο γραφείο του (ποιος ηλίθιος την είχε εγκρίνει;) και το ραντεβού έλαβε τέλος, πριν καν αρχίσει. Της άρπαξε, μου εξηγούσε με αναφιλητά, το χαρτί με τις ερωτήσεις απ' το χέρι, το διάβασε, το τσαλάκωσε και της είπε την επόμενη φορά να πάει διαβασμένη. Και μια δημοσιογραφική επιτυχία, έσβησε πριν καν συμβεί...
Aπό τη Μεταπολίτευση και μετά, ο σημερινός γέροντας της πλαζ, άρεσε δεν άρεσε, εθεωρείτο σπουδαίος πολύ. Πληθωρικός. Μυθιστορηματικός. Ακόμη και μ' αυτούς που με υψωμένο τον λιχανό πήγαιναν γυρεύοντας για τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές σούζες.
Η αλήθεια είναι ότι όντως απεχθανόταν τους αδιάβαστους γενικώς, όμως και οι δικοί του ωκεανοί γνώσης ούτε τόσο δα δεν βοήθησαν με λίγο γάρμπος τους τρόπους του. Για την ακρίβεια, του «χρωστάμε» την παρακμή του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα, με τη μόνη διαφορά ότι αυτός εξύβριζε αγοραία μεν, αναμειγνύοντας ωστόσο μαζί με τις αθυροστομίες του, δυο δόσεις ιντελιγκένσιας και μία δόση βιτριολικής πλάκας. Η συνταγή δεν τηρήθηκε από κανέναν από τους κατοπινούς μιμητές του, γι' αυτό και η ελληνική βουλή κατέληξε ορνιθώνας – στην καλύτερη περίπτωση.
Δυο χρόνια πριν από αυτό το σχετικά φαιδρό επεισόδιο, σε μια απερίγραπτα μακριά νύχτα, ο ηγέτης ενός Εργατικού Κόμματος μάς ζητά άσυλο και αντ' αυτού παραδίδεται πακέτο στην χώρα από την οποία επιχειρούσε να διαφύγει. Η κοινή γνώμη οργίζεται, ντρέπεται, ξημεροβραδιάζεται στα τηλεοπτικά παράθυρα, που τότε είναι πολύ της μόδας, κατηγορεί συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα, ανάμεσα σ' αυτά και το δικό του, και μετά, όπως πάντα συμβαίνει, τρώει κάτι καθόλου ελαφρύ για βράδυ, πέφτει κοιμάται και το πρωί έχει ξεχάσει.
Άλλωστε, από το Καστελόριζο και μετά, θα αποδειχθεί ότι αυτό ήταν το μικρότερο πρόβλημα και το μικρότερο σκάνδαλο που ζήσαμε μεταπολιτευτικώς και από τότε ήδη, από τη Μεταπολίτευση και μετά, ο σημερινός γέροντας της πλαζ, άρεσε δεν άρεσε, εθεωρείτο σπουδαίος πολύ. Πληθωρικός. Μυθιστορηματικός. Ακόμη και μ' αυτούς που με υψωμένο τον λιχανό πήγαιναν γυρεύοντας για τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές σούζες.
Δεν περνούσε μέρα που κάτι να μην έλεγε (στη Βουλή, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση), κάτι να μην έγραφε (στα Μέσα της αυτοκρατρίας Λαμπράκη, τότε), κάποιο επεισόδιο στο περιστύλιο ή και στα Εξάρχεια. Όταν έχεις κάνει στην ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) και στη ΔΑΣ 114 (Δημοκρατική Αντίσταση Σπουδαστών) δεν μασάς.
Και του λιμανιού και του σαλονιού μια ζωή, τα παλιά τα ορθόδοξα κινήματα διακρίνονταν γι' αυτούς τους ελιγμούς, καθώς και για την αδυναμία τους σ' ανθρώπους καλλιεργημένους, αλλά και χύμα, χωρίς κόμπλεξ, χωρίς αναστολές «από εδώ η Ακαδημία, από εκεί το καπηλειό». Από τα μπουζούκια στις Πρεσβείες κι από τις διαλέξεις στη Νομική Θεσσαλονίκης, στους πρωινούς καφέδες, τα λάθη πολλά, όμως, το μυαλό κατά πολλούς παρέμενε σπουδαίο. Μία διαρκής κίνηση, μία διαρκής φασαρία, μία τσουχτερή γλώσσα που πληρώθηκε ακριβά.
Και τώρα αυτό... Πόσοι «χάρτες» σ' αυτό το κεφάλι, πόσες διαδρομές και πόσες διακλαδώσεις στις δομές που κάποτε συντηρούσαν εξουσία, κράτος και media σε ένα χρέπι που έχει από καιρό ξηλωθεί (και πλέκεται καινούριο);
Τώρα που το '80 φάνηκε τι σκελετούς έκρυβε κάτω από τους καναπέδες και το '90 αποδείχθηκε παρεό για θείτσες που είχαν το ακαταλόγιστο, τώρα οι κύριοι Τίποτα και η καταμέτρηση των κεφαλών που τα φάγανε μαζί ή χώρια, φαντάζουν μαδημένο πανεράκι του Επιτάφιου.
Γιατί όταν η ερώτηση είναι ποιοι είμαστε, όταν μας κάνουν σαχ τα χρόνια, απάντηση δεν υπάρχει. Respice finem κι αηδίες. Εδώ συμβαίνουν όλα και συνήθως εξαναγκαζόμαστε να τα παρακολουθήσουμε κιόλας και σε 100 χρόνια από τώρα κανείς δεν θα μάς θυμάται. Ό,τι παράγουν οι φάμπρικες της πολιτικής και της δημοσιογραφίας θα είναι τρεις φορές κατώτερο και αυτή τη φορά χωρίς τη δικαιολογία κανενός αριστερού παρελθόντος.
*Σαχ ματ: κίνηση νίκης στο σκάκι. Σημαίνει «ο βασιλιάς είναι αβοήθητος, αλλά όχι νεκρός»
σχόλια