Το φάντασμα ενός πολιτισμικού πολέμου κυκλώνει τη χώρα και πολλές άλλες που πέρασαν δύσκολα το πρώτο, φονικό κύμα της επιδημίας. Μπορεί μερικές λέξεις να τρομάζουν δυσκολεύομαι όμως να προτείνω άλλη για αυτό που συμβαίνει με τις δοξασίες και τη στάση πολλών συμπολιτών μας. Κανείς φυσικά δεν μπορεί να ξέρει τον αριθμό των αρνητών, ούτε την αναλογία των εχθρών της μάσκας σε επιμέρους κοινωνικές κατηγορίες, ηλικιακές κλίμακες και επίπεδα εκπαίδευσης. Σε μεγάλο βαθμό οι εικασίες μας για αυτά τα μεγέθη είναι επηρεασμένες από το καθημερινό βίωμα και τις (αναπόφευκτες) προκαταλήψεις του. Και έπειτα είναι το μεγάλο κάτοπτρο των social media που διαθλά τις τελικές εντυπώσεις και τους όρους της αντιπαράθεσης.
Σε αυτόν πάντως τον πολιτισμικό πόλεμο η παρουσία του ιού και οι συνέπειές του είναι μόνο η αφορμή. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί διάφορα σενάρια για αυτή τη νέα φάση εχθροπάθειας στην κοινωνική μας ζωή: πως έχουμε να κάνουμε με μια καινούρια ενσάρκωση της Αγανάκτησης ή με μια ακόμα ένδειξη της χρόνιας κρίσης εμπιστοσύνης στις «ελίτ». Κάτι όμως που είχε φανεί και στην οικονομική κρίση του 2010 μοιάζει σήμερα να γίνεται όλο και πιο ακραίο: η απουσία εμπιστοσύνης σε οτιδήποτε προβάλλει ως «επίσημη», κυρίαρχη ή εγκεκριμένη αλήθεια. Τότε όμως, στις απαρχές της οικονομικής κρίσης, μπορούσε να πει κανείς πως αμφισβητούνταν μια ερμηνεία της χρεοκοπίας και των αντίστοιχων πολιτικών αποφάσεων. Τώρα συμβαίνει κάτι διαφορετικό: η διασπορά της καχυποψίας για τα ίδια τα πρωτόκολλα της επιστήμης και για τα σκληρά ιατρικά δεδομένα. Ακόμα και αν στο ιδεολογικό μίξερ του αντιμνημονίου μπορούσε να συναντήσει κανείς και όσους αρνούνταν το ίδιο το συμβάν της χρεοκοπίας (κάποιοι έλεγαν ότι η δημοσιονομική κρίση είναι μια φούσκα για να «πουληθεί η χώρα στους ξένους» κλπ), τώρα έχουμε την άρνηση της πραγματικότητας του ιού και των αποτελεσμάτων του: ένα τμήμα της κοινωνίας που υποθέτω πως είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο εκδηλώνεται, «δεν πιστεύει». Για την ακρίβεια, κινείται με την ιδέα πως όλο αυτό είναι μια κατασκευή των media και κάποιων κέντρων εξουσίας ώστε να πειθαρχήσουν τις ανήσυχες ψυχές και να επιτύχουν διάφορα χρηματικά και ιδεολογικά οφέλη. Στη σκιά του covid και αυτού του παράξενου ελληνικού καλοκαιριού ζούμε μια ανατροπή: έχει διαμορφωθεί ένα στρατόπεδο εναντίωσης στην πραγματικότητα της υγειονομικής απειλής στο όνομα κάποιας βαθύτερης και αυθεντικής αλήθειας. Η μυθολογία διεκδικεί την αλήθεια και μάλιστα ισχυρίζεται πως μόνο αυτή ξεσκεπάζει τα επίσημα ψέματα. Όπως και σε άλλα ζητήματα, υφάνθηκε ένα πλεκτό δοξασιών που συνδυάζει τον παραδοσιακό συντηρητισμό με τον μικροαστικό αντικρατισμό.
Στη σκιά του covid και αυτού του παράξενου ελληνικού καλοκαιριού ζούμε μια ανατροπή: έχει διαμορφωθεί ένα στρατόπεδο εναντίωσης στην πραγματικότητα της υγειονομικής απειλής στο όνομα κάποιας βαθύτερης και αυθεντικής αλήθειας. Η μυθολογία διεκδικεί την αλήθεια και μάλιστα ισχυρίζεται πως μόνο αυτή ξεσκεπάζει τα επίσημα ψέματα. Όπως και σε άλλα ζητήματα, υφάνθηκε ένα πλεκτό δοξασιών που συνδυάζει τον παραδοσιακό συντηρητισμό με τον μικροαστικό αντικρατισμό.
Επίκεντρο αυτής της στάσης είναι η επίκληση της ζωής ως αντίστασης στους άχαρους και διαβολικούς (ανάλογα με το κοινό) νόμους και τις αποφάσεις «εκείνων». Ο χώρος της ανυπακοής έχει πλαστεί με ετερόκλητες συμμαχίες υπερμοντέρνων διασκεδαστών (διασκέδαση μέχρι θανάτου) και προπαγανδιστών της «αυθεντικής» λαϊκής σοφίας που είναι πιο φωτισμένη από τους εξωνημένους επιστήμονες της νέας τάξης πραγμάτων. Στο πεδίο αυτό συναντάς ανθρώπους των πέντε βιβλίων (και ζήτημα ) στη ζωή τους που καταγγέλλουν ως αδαείς τους επιστήμονες και τους ερευνητές. Σαν να έχουν αποστηθίσει τον Ζακ Ρανσιέρ, δασκαλεύουν και αποκαλύπτουν, απειλούν και ορκίζονται εκδίκηση στο όνομα της δικής τους «κριτικής σκέψης».
Εδώ βρίσκεται και το παράδοξο αυτού του πολιτισμικού πολέμου. Το στρατόπεδο των αρνητών (αυτό που αποκαλούμε κοινώς «οι ψεκασμένοι») σφετερίζεται το ρόλο του υπερ-ορθολογιστή και του καχύποπτου απέναντι στις αυθεντίες. Δεν εμφανίζεται ως αντιδιαφωτισμός αλλά ως ένας παράδοξος ριζοσπαστικός και αντικαθεστωτικός διαφωτισμός με τα δικά του μυθολογικά σύμβολα και τη δική του μάχη κατά της Απολυταρχίας (όπου Απολυταρχία είναι η κυρίαρχη θεσμικά εκτίμηση για τον κορωνοϊό και τους τρόπους ανάσχεσής του). Το ειρωνικό βλέμμα στα «πρόβατα» έχει γίνει σήμα κατατεθέν μιας επεκτεινόμενης αναρχο-δεξιάς και αντισυστημικής επικράτειας όπου στοιχίζονται οικογένειες, νεανικά κοινά, καλλιτέχνες και διάφορες περσόνες.
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ να αντιταχθεί σε αυτόν τον ιό του μηδενιστικού κυνισμού και της παντογνώστριας ημιμάθειας; Δεν μπορώ να σκεφτώ παρά την επιμονή στην αλήθεια αναλυτικά, με αποδεικτική τεκμηρίωση και αυστηρότητα απέναντι στον ανορθολογισμό και στην ψευδοπροφητεία. Και αυτή η αυστηρότητα χρειάζεται όλα τα μέσα, και την κρατική καταστολή και τον διάλογο, όπου όμως αυτός είναι δυνατός. Υπάρχει φυσικά η άποψη πως ο «στιγματισμός» θα ενισχύσει την ναρκισσιστική πεποίθηση των αρνητών πως αποτελούν τον ανθό της απελευθερωτικής συνείδησης της εποχής. Όμως σε έναν πολιτισμικό πόλεμο σαν αυτόν δεν έχουμε μια συνηθισμένη διαμάχη διαφορετικών απόψεων και αξιών. Σε αντίθεση με άλλους πολιτισμικούς πολέμους του παρελθόντος όπου η μία πλευρά φανέρωνε την οπτική της δίχως να περνάει το όριο (όπως, για παράδειγμα, στη διαμάχη για το θρήσκευμα στις ταυτότητες), ο χώρος των σημερινών αρνητών ενθαρρύνει επικίνδυνες στάσεις και συμμετέχει, κατά πάσα πιθανότητα, στην όξυνση του προβλήματος της επιδημίας. Η διεκδίκηση, για παράδειγμα, από ομάδες γονέων και κηδεμόνων μιας δικής τους κοπής ιατρικής και επιστημονικής «σοφίας» σε αντιπαράθεση με τις υποδείξεις των επιστημόνων και τον ίδιο τον νόμο δεν είναι απλώς μια ανορθόδοξη ή εναλλακτική πεποίθηση: έχει μέσα της μια άμεση προτροπή για στάσεις που απειλούν τη σωματική ακεραιότητα των άλλων και υγεία μιας κοινότητας (όπως θα ήταν μια σχολική τάξη όπου κάποια παιδιά ή και καθηγητές θα εμφανιζόταν δίχως μάσκα για να δείξουν το ανυπότακτο του φρονήματός τους).
Όπως είναι γνωστό στους πολιτισμικούς πολέμους γίνεται άβολη η θέση της κυβέρνησης και των πολιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Ιδίως στις πλουραλιστικές κοινωνίες όπου επικρατεί ο πολυθεϊσμός των αξιών είναι δύσκολη η πολιτική παρέμβαση στο λεπτό πεδίο των ανταγωνιζόμενων αξιών και οραμάτων. Η κυβέρνηση φοβάται το πολιτικό κόστος μιας δυσφορίας όπου οι οικονομικές ζημιές ανακατεύονται με πολιτισμικούς φόβους και ανασφάλειες. Η αντιπολίτευση και ιδίως η αριστερή, δεν θέλει να ασκήσει κριτική σε κοινωνικές στάσεις ή να αναγνωρίσει ευθύνες που μπορεί να έχουν πολίτες και ιδίως από τις λαϊκές τάξεις γιατί πιστεύει πως όλα τα δεινά ανάγονται στις διαβολικές νεοφιλελεύθερες ελίτ.
Ίσως όμως αυτό που ζούμε να λειτουργήσει σαν προειδοποιητικό σήμα. Αν τα κρούσματα πολλαπλασιαστούν – και μαζί τους οι θάνατοι – μπορεί ο χώρος της άρνησης και των παρανοϊκών μυθολογιών να ξεφουσκώσει σαν μια άλλη εποχιακή Αγανάκτηση. Μπορεί όμως να δούμε και χειρότερες στάσεις, για παράδειγμα συγκρούσεις στα σχολεία ή σε άλλους κοινωνικούς χώρους της καθημερινότητας. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αφήσουμε πίσω την αυταπάτη πως μπορούμε να μείνουμε ουδέτεροι περιμένοντας πως στο τέλος θα βασιλεύσει η αρμονική αλληλοκατανόηση και ο αμοιβαίος σεβασμός. Ας πούμε πως ανάμεσα σε αυτόν που σέβεται την αλήθεια και σε εκείνον που θαυμάζεται στον καθρέφτη της «άποψής του» δεν χωρούν ίσες αποστάσεις κι ούτε καν η σύγκριση. Υπάρχουν περιστάσεις όπου ο μοναδικός τρόπος να τερματιστεί ένας πολιτισμικός πόλεμος είναι μια ξεκάθαρη νίκη στις ιδέες και στο πρακτικό αποτέλεσμα. Υποθέτω πως αυτό ισχύει και στη σημερινή περίπτωση των αρνητών και μυθολόγων του κορονοϊού.
σχόλια