Στην ιδιοφυή σειρά κόμικς «Καλή ιδέα, αφεντικό» του Αντώνη Βαβαγιάννη το σενάριο είναι απλό: ένας προϊστάμενος καταθέτει με αυτοπεποίθηση μια εμφανώς δυσλειτουργική πρόταση ‒για παράδειγμα, οι πόντοι του τένις να μην μετράνε ένας-ένας, αλλά με τον τρόπο που ξέρουμε‒, κάποιος στο δωμάτιο διατυπώνει μια εύλογη ένσταση και στο τέλος, υπό την απειλή της ιεραρχίας, αναφωνεί με ενθουσιασμό «καλή ιδέα, αφεντικό!».
Φαντάζομαι ότι κάπως έτσι θα ήταν το κλίμα στο υπουργείο Άμυνας στη σύσκεψη του Ιανουαρίου που αποφάσισε την παραγγελία του πλωτού φράγματος για τον περιορισμό των μεταναστευτικών ροών. Μερικούς μήνες μετά, μαθαίνουμε ότι το περίφημο φράγμα θα χρησιμοποιηθεί τελικά «σε ασκήσεις αντιρρύπανσης» («Καθημερινή», 20.8.2020). Καλή ιδέα, αφεντικό! Από αυτές που κοστίζουν στο δημόσιο ταμείο μισό εκατομμύριο ευρώ και μετά ψάχνουμε να δούμε τι θα τις κάνουμε. «Να το δώσουμε στο Λιμενικό για ασκήσεις αντιρρύπανσης» - «Ακόμα καλύτερη ιδέα, αφεντικό!».
Η υπόθεση του πλωτού φράγματος θα μπορούσε να είναι μία ακόμα μικρή ιστορία καθημερινού παραλογισμού. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Είναι μια υπόθεση που συμπυκνώνει το αδιέξοδο της αναζήτησης μιας ριζικής λύσης σε αυτό που θεωρούμε πρόβλημα: τη διέλευση του Αιγαίου από ανθρώπους που αναζητούν στη χώρα μας, και στην Ευρώπη ευρύτερα, καταφύγιο. Εγγράφεται στην εντεινόμενη προσπάθεια κυβερνήσεων σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη που επενδύουν στην αντίληψη ότι ένας φράχτης, ένα φράγμα, ένα τείχος, θα είναι ικανά να αποτρέψουν την κίνηση των ανθρώπων και την ίδια στιγμή να ηρεμήσουν πρόσκαιρα εκείνους που ανησυχούν για το γνωστό ξέφραγο αμπέλι της εθνικής επικράτειας. Είναι μια αντίληψη που φθείρει τη δημοκρατία· τη φθείρει μέσα από τη διάψευση που φέρει μαζί της κάθε υπόσχεση μαγικής λύσης σε σύνθετες προκλήσεις.
Η ελληνική πολιτεία τον τελευταίο χρόνο προσπαθεί, αλλά δεν μπορεί: έχει καταφέρει, όμως, να μετατρέψει τη χώρα μας σε διεθνές σημείο αναφοράς για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τις πολιτικές των pushbacks και να κατασπαταλά ενέργεια και χρήματα σε ατελέσφορες ιδέες που εκκινούν από το μεγαλεπήβολο του φράχτη και απολήγουν στο γελοίο της πλατείας Βικτωρίας δίχως παγκάκια.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχει εύκολη λύση. Αν υπήρχε κάπου στην ανθρώπινη ιστορία του 19ου και του 20ού αιώνα, θα είχε εμφανιστεί ένα πετυχημένο παράδειγμα μιας αεροστεγώς απομονωμένης κοινωνίας που επί μακρόν θα έμενε απρόσβλητη από την παρουσία εκείνων που έρχονταν από μακριά. Αυτό το οποίο υπήρξε ‒και στο οποίο οδηγεί, εν τέλει, η πεισματάρικη αναζήτησα της μαγικής λύσης‒ είναι διαδοχικά παραδείγματα εκδίωξης, ανθρωποσφαγής και εθνοκάθαρσης στο όνομα της διατήρησης της εθνικής ομοιογένειας μέσα από την απομάκρυνση κάθε λογής επικίνδυνων άλλων.
Ειδικά ο τελευταίος αιώνας και η γεωγραφική γειτονιά μας κατέβάλε πολύ βαρύ φορτίο αίματος όταν οι φράχτες διαχωρισμού των πληθυσμών άρχισαν να χαράσσονται εντός των κοινωνιών. Αυτή, ναι, είναι η μία λύση στο πρόβλημα ότι οι άνθρωποι, σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές, με διαφορετικούς τρόπους και διαφορετική ένταση, μετακινούνται στον χώρο, αλλάζουν δυναμικά τις κοινωνικές και οικονομικές ορίζουσες, συγκροτούν πολυεθνοτικές, πολυγλωσσικές και πολυθρησκευτικές κοινότητες. Είναι μια ολοκληρωτική λύση που παραπέμπει στον φασισμό, τον φυλετισμό, τον πολιτικό αυταρχισμό και τον εθνικιστικό παροξυσμό. Για τις σύγχρονες δημοκρατίες δεν αποτελεί επιλογή. Αλλά είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει όταν οι σύγχρονες δημοκρατίες αναζητούν μια ριζική λύση σε ένα φαινόμενο που δεν επιδέχεται επίλυση.
Αυτή είναι η ανησυχία που διατρέχει το βιβλίο του Δημήτρη Χριστοπούλου «Αν το προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση» (Πόλις, 2020). Η έκδοσή του συνέπεσε με την επιβολή των μέτρων περιορισμού λόγω πανδημίας κι έτσι θα μπορούσε άνετα να διεκδικήσει κάποιο βραβείο «ατυχούς εκδοτικής στιγμής». Ακόμα κι αυτό, όμως, μας επιτρέπει να σκεφτούμε πόσο γρήγορα μεταβάλλεται η αντίληψή μας για το τι συνιστά κάθε φορά «πρόβλημα».
Υπενθυμίζω ότι από τα τέλη του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020 η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε κατάσταση έντασης γύρω από το προσφυγικό, με τοπικές διαμαρτυρίες, βίαια επεισόδια και την αίσθηση ότι στα νησιά του βορείου Αιγαίου η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Ήταν η περίοδος που οι προεκλογικές δεσμεύσεις της Νέας Δημοκρατίας για την άμεση επίλυση του προσφυγικού αποδεικνύονταν τζούφιες, όπως κάθε υπόσχεση που δεν στηρίζεται σε τεκμηρίωση, επίγνωση των παραμέτρων και παραδοχή των ορίων μιας εθνικής στρατηγικής έναντι διεθνικών φαινομένων.
Αυτό είναι το τίμημα του λαϊκισμού: σε ανεβάζει ψηλά, όπως έλεγε μια αρχαία καμπάνια για τα ναρκωτικά, αλλά μετά σε ρίχνει πολύ χαμηλά. Η διάψευση της υπόσχεσης οδηγεί σε αντιφάσεις και στη συνέχεια σε απώλεια στήριξης. Εκεί όπου όλα τα ενδεχόμενα είναι πια ανοιχτά.
Το βιβλίο αυτό είναι προϊόν αυτής της συγκυρίας. Και ως εκ τούτου είναι, ένα κείμενο πολεμικής που χαρακτηρίζεται αφενός από την αίσθηση του κατεπείγοντος και αφετέρου από τη θεωρητική και εμπειρική γνώση. Είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός που εγγυάται μια άνετη ανάγνωση η οποία κινητοποιεί τη σκέψη, ανατρέπει στερεότυπα και θέτει ερωτήματα.
Ο συγγραφέας δεν γράφει για το προσφυγικό από την άνεση του μακρινού παρατηρητή αλλά του δημόσιου διανοούμενου που ξέρει για ποιο πράγμα μιλάμε. Έχει γνωρίσει από κοντά ‒μέσα από μια διαδρομή που εκκινεί από τη Βοσνία στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και φτάνει μέχρι την πρόσφατη θητεία του στη Διεθνή Ομοσπονδία για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου‒ το τίμημα της προσπάθειας διαχωρισμού, εγκλεισμού και περιθωριοποίησης των προσφύγων. Και είναι αυτή η εμπειρία, σε συνδυασμό με την έγνοια του για το πού μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια πολιτική τη χώρα μας, που καθορίζει τον τόνο του βιβλίου: ένα βιβλίο που επιχειρεί να απαντήσει στο γνωστό ερώτημα «τι να κάνουμε;».
Και εδώ ο Χριστόπουλος ξεκινά από κάτι πρωτότυπο. Λέει ότι το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να ξανασκεφτούμε τους όρους του προβλήματος.
Η κύρια πρόταση, λοιπόν, του βιβλίου, όπως αποτυπώνεται στον τίτλο, είναι να σκεφτούμε το προσφυγικό αποσυνδεδεμένο από τη λέξη «πρόβλημα». Είναι μια πρόταση που ανατινάζει τα θεμέλια των αυτόματων συνειρμών μας. Τα τελευταία χρόνια η λέξη «πρόσφυγας» είναι συνδεδεμένη τόσο άρρηκτα με τη λέξη «πρόβλημα», που δημιουργεί μια αυτόματη συζυγία, συνήθως στη φράση «προσφυγικό πρόβλημα». Και εκεί βρίσκεται η ρίζα του πραγματικού προβλήματος: η εμπεδωμένη αντίληψη ότι έχουμε μπροστά μας ένα «πρόβλημα» μας οδηγεί σε μια διαρκή αναζήτηση της μαγικής λύσης, που με τη σειρά της δεν έρχεται ποτέ και αυτό μας βυθίζει στην επικράτεια του αδιεξόδου.
Ο συγγραφέας αντιτάσσει εδώ κάτι πολύ απλό και ταυτόχρονα πολύ σύνθετο: ότι η ανθρώπινη μετακίνηση δεν σταμάτησε ποτέ και ποτέ κάποιος δεν κατάφερε να τη σταματήσει. Άρα είναι μάταιο να την αντιμετωπίζουμε ως πρόβλημα, ας την αντιμετωπίσουμε ως αυτό που είναι: μια πραγματικότητα.
Δεν είναι ένα νοητικό παιχνίδι με τις λέξεις αλλά μια πρόταση χειραφέτησης από έναν τρόπο σκέψης που εμφανώς δεν οδηγεί κάπου. Η πρόταση αυτή βρίσκεται σε άρρητο διάλογο με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο με έναν υπέροχα μακροσκελή τίτλο: The Age of Questions: Or, A First Attempt at an Aggregate History of the Eastern, Social, Woman, American, Jewish, Polish, Bullion, Tuberculosis, and Many Other Questions over the Nineteenth Century, and Beyond (Princeton University Press, 2018- στα ελληνικά προσεχώς από τις εκδόσεις Αντίποδες). Σε αυτό η Holly Case, ιστορικός στο Brown University, συζητά την ανάδυση και κατασκευή των διάφορων μεγάλων ερωτημάτων ή ζητημάτων ή προβλημάτων στον 19ο αιώνα και την εξέλιξή τους μέσα στον χρόνο.
Το εβραϊκό ζήτημα, το μακεδονικό ζήτημα, το κοινωνικό ζήτημα, υπάκουαν σε μια σταθερή τυπολογία, όπου, εφόσον υπάρχει «πρόβλημα», κάπου πρέπει να υπάρχει και μια ανάλογη, μαθηματικά προσδιορισμένη, «λύση». Το συναρπαστικό αυτό διανοητικό ταξίδι μάς επιτρέπει να σκεφτούμε εκ νέου το πώς προσεγγίζουμε τα πράγματα· το πώς η σκέψη μας αναζητεί λύσεις σαν αυτές στις ιδιαίτερα χρήσιμες «how to...» σελίδες του Ίντερνετ: βήματα απλά, καθορισμένα, που εγγυώνται το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ο Χριστόπουλος δεν ισχυρίζεται αφελώς ότι οι πληθυσμιακές μετακινήσεις δεν δημιουργούν προβλήματα. Αλλά η μετάβαση από τον ενικό στον πληθυντικό επιτρέπει τη μετάβαση από την αναζήτηση της μαγικής λύσης στην αναζήτηση επιμέρους ρυθμίσεων και πολιτικών διαχείρισης αυτών.
Στο σημείο αυτό νομίζω πως είναι αναγκαία μια παρένθεση. Στην Ελλάδα, συχνά, η υποστήριξη των μεταναστών και των προσφύγων, ειδικά από την αριστερά, συνδέεται με έναν λόγο που παραπέμπει σε μια ρητορική ή και πρακτική της αλληλεγγύης μακριά από κάθε προσπάθεια ρύθμισης. Το είχαμε δει και τη δεκαετία του 1990, όταν η συγκινητική, δεδομένου του διάχυτου ρατσισμού, προσπάθεια κινηματικής υπεράσπισης των Αλβανών μεταναστών και μεταναστριών πολύ σπάνια συνδεόταν με προτάσεις και πρωτοβουλίες για τη θεσμική μεταρρύθμιση του status των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που ζούσαν και εργάζονταν στη χώρα μας.
Εκκινώντας από το στρατόπεδο της αλληλεγγύης, ο Χριστόπουλος καταδεικνύει τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα η γενική υπεράσπιση του αδύναμου να μετατραπεί σε πρακτικά μέτρα για τη διαχείριση και ρύθμιση των πληθυσμιακών μετακινήσεων. Αυτός είναι ο όρος ώστε ο «αδύναμος» του χτες να σταθεί στα πόδια του, να μην εξαρτάται από κρατικές ή αντικρατικές πολιτικές της αλληλεγγύης, να σταματήσουμε να τον αντιμετωπίζουμε ως ένα αξιοθέατο που είτε αξίζει την καταφρόνια μας είτε τον θαυμασμό μας.
Αν πατήσουμε το pause, θα μπορέσουμε να δούμε την εικόνα στην ολότητά της: αυτήν τη στιγμή εκατομμύρια άνθρωποι μετακινούνται στον χώρο και καμία δύναμη δεν φαίνεται αρκετά ισχυρή για να το σταματήσει αυτό. Η ελληνική πολιτεία τον τελευταίο χρόνο προσπαθεί, αλλά δεν μπορεί: έχει καταφέρει, όμως, να μετατρέψει τη χώρα μας σε διεθνές σημείο αναφοράς για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τις πολιτικές των pushbacks και να κατασπαταλά ενέργεια και χρήματα σε ατελέσφορες ιδέες που εκκινούν από το μεγαλεπήβολο του φράχτη και απολήγουν στο γελοίο της πλατείας Βικτωρίας δίχως παγκάκια.
Αυτό που δεν έχει κάνει, και δυστυχώς το έκανε λιγότερο απ' όσο θα μπορούσε και η προηγούμενη κυβέρνηση, είναι να ομολογήσει ότι οι πρόσφυγες που βρίσκονται στην Ελλάδα θα μείνουν στην Ελλάδα, άρα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να συμβιώνουμε, δίχως εξωραϊσμούς και δαιμονοποιήσεις.
Αυτό που προτείνει ο Χριστόπουλος είναι εξαιρετικά προκλητικό και ταυτόχρονα εξαιρετικά αυτονόητο. Είναι προκλητικό διότι στον ελληνικό δημόσιο λόγο όλα είναι ανεκτά ‒από τη φλύαρη αλληλεγγύη έως την ξενοφοβική ρητορική‒, εκτός από την αναγνώριση της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε: ότι οι πρόσφυγες είναι εδώ, θα μείνουν εδώ, η ένταξή τους είναι μονόδρομος και αυτό που θα έπρεπε να μας προβληματίζει είναι το πώς η παρουσία τους θα μπορούσε να συνδεθεί με την ανανέωση και ενδυνάμωση του κοινωνικού συνόλου.
Το πιο ειρωνικό είναι ότι αυτό ήδη συμβαίνει. Συμβαίνει, και αυτό είναι όντως πρόβλημα, δίχως σχέδιο, δίχως ρύθμιση, δίχως κανόνες, καθώς η καθημερινή παρουσία των προσφύγων μεταβάλλει τις κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες. Εδώ, κρίσιμες πρωτοβουλίες ‒όπως στο παράδειγμα της ένταξης των παιδιών στα σχολεία‒ δείχνουν ότι η πολιτική έχει σημασία. Και έχει σημασία για έναν ακόμα λόγο. Γιατί η πράξη αδυνατίζει την προκατάληψη. Θυμόμαστε όλοι τις σκηνές μπροστά στα σχολεία με τους αγανακτισμένους γονείς και ακροδεξιούς να δηλώνουν ότι δεν θα δεχτούν παιδιά προσφύγων στις τάξεις. Τι έχει μείνει απ' όλη αυτή την ιερή οργή;
Θα κλείσω με κάτι πιο προσωπικό. Το προηγούμενο εξάμηνο δίδασκα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ένα μάθημα γύρω από τις ευρωπαϊκές μεταναστεύσεις. Θεώρησα χρήσιμο, λίγο πριν κλείσουμε το εξάμηνο, να μιλήσουμε για την αλβανική μετανάστευση στην Ελλάδα. Υπήρξε μια παράξενη σιωπή.
Μια φοιτήτρια σήκωσε το χέρι και είπε «με τους Αλβανούς δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα», αναφέροντας το χωριό της, όπου η οικογένειά της συνδέεται συγγενικά με μια αλβανική οικογένεια. Για μένα, που μεγάλωσα έξω από τα Γιάννενα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και θυμάμαι τους εξαθλιωμένους μετανάστες να διασχίζουν τα σύνορα, να υφίστανται διακρίσεις κάθε είδους, να αντιμετωπίζονται ως τέρατα από έναν απόκοσμο και μακρινό κόσμο, ήταν μια αποκαλυπτική στιγμή.
Ακολούθησε κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Φοιτητές και φοιτήτριες μεταναστευτικής καταγωγής ξεκίνησαν να μιλάνε για τις εμπειρίες και τις εμπειρίες των γονιών τους με εκείνο τον τόνο της αξιοπρέπειας του ανθρώπου που έμεινε για καιρό σιωπηλός και τώρα μπορεί να μιλήσει. Είναι η πρώτη μεταναστευτική γενιά που φοιτά στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο· μια στιγμή περηφάνειας για τη χώρα μας.
Και ήταν εκείνη η στιγμή που υπενθυμίζει κάτι χρήσιμο: ότι αυτό που μέχρι χτες φάνταζε αδιανόητο, σήμερα είναι απόλυτα φυσικό. Η μετάβαση αυτή δεν είναι απλή: θέλει αγώνα και ρύθμιση, θέλει τομές, έχει πόνο και δυσκολίες. Αλλά συμβαίνει και είναι γύρω μας. Η ενσωμάτωση δεν είναι η μαγική λύση στο πρόβλημα. Είναι ο δρόμος της ζωής.
ΥΓ.: Έγραφα τις τελευταίες λέξεις αυτού του κειμένου όταν άρχισαν να κυκλοφορούν οι εικόνες και η είδηση της μεγάλης πυρκαγιάς στη Μόρια. Είναι ο ορισμός της αυτοεκπληρούμενης προφητείας: στοιβάζουμε χιλιάδες ανθρώπους σε αφόρητες συνθήκες, μετατρέπουμε την περιοχή σε αβίωτο τόπο, τις μέρες της πανδημίας λέμε «stay in the camps» και το ονομάζουμε όλο αυτό «διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος» μέχρι ένα τυχαίο περιστατικό να οδηγήσει την κατάσταση εκτός ελέγχου. Πραγματικά, «καλή ιδέα, αφεντικό»...