ΩΣ ΕΔΩ, ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΑΛΛΟ! Όλη αυτή η επαναλαμβανόμενη ιλαροτραγωδία τόσα χρόνια με τις καταλήψεις των δημόσιων σχολείων με την οποιαδήποτε αφορμή (και πιστέψτε με, δεν είναι πραγματικός λόγος σήμερα η πανδημία, αλλά μόνο πρόφαση για χαμένα μαθήματα) πρέπει, επιτέλους, να τελειώσει. Ας το πούμε ακόμη και με όρους μαρξιστικούς, αν βοηθάει. Με δεδομένο ότι τα ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν πάντοτε κανονικά, το μόνο που καταφέρνει μια κατάληψη είναι να μεγαλώνει τις μαθησιακές ανισότητες, άρα να εντείνει την ταξικότητα στην εκπαίδευση ‒ η οποία μετά αποτυπώνεται ευθέως και στις εργασιακές επιλογές ή στο κοινωνικό στάτους, στην ενήλικη ζωή. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε και στη διάρκεια της καραντίνας, την περσινή σχολική χρονιά, όταν τα δημόσια σχολεία άργησαν σκανδαλωδώς πολύ να φτάσουν στο σημείο να παρέχουν εξ αποστάσεως εκπαίδευση, την ίδια ώρα που τα ιδιωτικά είχαν προσαρμοστεί ήδη από τη δεύτερη εβδομάδα του lockdown (το ζήτημα είχα θίξει τότε και εδώ).
Πρόκειται για τον τέλειο αυτοχειριασμό, τον οποίο η κοινωνία μας, που κατά τα άλλα είναι έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή ακόμη και για ελάσσονα δικαιώματά της, παραδόξως ανέχεται ή και υποδαυλίζει σε κάποιες περιπτώσεις. Αλλά υπάρχει, αλήθεια, στον σύγχρονο κόσμο της γνώσης μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο δικαίωμα από αυτό της εκπαίδευσης, και μάλιστα για όλους; Υπάρχει, άραγε, σε μια δημοκρατική κοινωνία αποτελεσματικότερο εργαλείο για να βελτιώσει ένας φτωχός ή κοινωνικά περιθωριοποιημένος τη θέση του και τη ζωή του από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να λειτουργεί ως μηχανισμός ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας; Και υπάρχει, εν τέλει, εκπαιδευτικό σύστημα που να σέβεται τον εαυτό του, με σχολεία που υπολειτουργούν ή είναι κλειστά; Παραλλάσσοντας το γνωστό παλιό προοδευτικό ρητό, θα λέγαμε ότι κάθε κατάληψη ενός σχολείου φέρνει πιο κοντά στη φυλακή της κοινωνικής τους τάξης όσους παλεύουν πραγματικά να ξεχωρίσουν από αυτή.
Είναι ευθύνη όλων μας να σταματήσει αυτή η ψευτοεπαναστατική ρουτίνα πέντε δεκαετιών τώρα, κατά την οποία μια ολόκληρη εκπαιδευτική κοινότητα γίνεται όμηρος 10-15 νεαρών μαθητών.
Είναι, συνεπώς, ευθύνη όλων μας να σταματήσει αυτή η ψευτοεπαναστατική ρουτίνα πέντε δεκαετιών τώρα, κατά την οποία μια ολόκληρη εκπαιδευτική κοινότητα γίνεται όμηρος 10-15 νεαρών μαθητών. Είναι ώρα να πούμε όλοι, αριστεροί ή δεξιοί, συντηρητικοί ή προοδευτικοί (και ακόμα πιο πολύ αυτοί οι τελευταίοι), «φτάνει, αρκετά πια». Πρόκειται για μια κοινωνική ντροπή όσο συνεχίζεται, για ένα συνειδητό έγκλημα κατά του μέλλοντος των παιδιών μας. Το πρόβλημα είναι αλήθεια ότι ήταν έντονο μέχρι πριν από κάποια χρόνια και στα ελληνικά ΑΕΙ, αλλά από τη μια η απαξίωση των φοιτητικών παρατάξεων και από την άλλη η ενίσχυση της αντίληψης στην τεράστια σιωπηλή πλειοψηφία των φοιτητών, ιδίως εν μέσω κρίσης, ότι πρέπει επιτέλους το πτυχίο τους να έχει κάποιο αντίκρισμα στο ανταγωνιστικότατο εργασιακό περιβάλλον, οδήγησαν στον περιορισμό ή και στην εξάλειψη του φαινομένου. Με την πρόσφατη εμπέδωση στα πανεπιστήμια της τηλεκπαίδευσης, μάλιστα, οι μελλοντικές ενδεχόμενες απόπειρες επιστροφής του φαινομένου είναι βέβαιο ότι θα πέφτουν πλέον στο κενό. Απλώς, οι καταλήψεις δεν θα έχουν πρακτικά καμία επίπτωση στην ακαδημαϊκή λειτουργία των ιδρυμάτων.
Αλλά η κατακαημένη μέση εκπαίδευση πώς θα μπορέσει, επιτέλους, να απαλλαγεί από αυτό το χρόνιο καρκίνωμα; Αντιλαμβάνομαι ότι το να μεταθέσουμε την ευθύνη στους καθηγητές δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα στην πράξη, καθώς, με την εξαίρεση των πιο ευσυνείδητων εξ αυτών, που αντιλαμβάνονται πλήρως τη ζημιά που γίνεται, οι υπόλοιποι βρίσκουν στις καταλήψεις μια θαυμάσια ευκαιρία για (πληρωμένη) ξεκούραση. Δεν έχουν συνεπώς άμεσο συμφέρον να τις αποτρέψουν. Ούτε και η πολιτική βούληση θα αρκούσε από μόνη της εδώ, καθώς κανένας υπουργός ή πρωθυπουργός δεν θα ήθελε να συνδέσει το όνομά του με τη θέα εισαγγελέων και αστυνομικών δυνάμεων που εκκενώνουν βιαίως σχολεία ή και συλλαμβάνουν ανήλικους μαθητές. Κάθε κοινωνία έχει τα ταμπού της, άλλωστε. Τι απομένει, άραγε;
Κατά την άποψή μου, ο μόνος τρόπος για να πάψει κάποτε το φαινόμενο είναι η ενεργοποίηση του θεσμού των συλλόγων των γονέων. Όχι ότι δεν υπάρχει ήδη τυπικά, αλλά τις περισσότερες φορές είναι ανενεργός ή διακοσμητικός. Ωστόσο, αν αποφασίζαμε να δώσουμε εκ του νόμου μεγαλύτερη αυτονομία στις σχολικές μονάδες, και ταυτόχρονα κάναμε υποχρεωτική τη συμμετοχή και των γονέων στην αυτοδιοίκησή τους, σε ένα σοβαρό ποσοστό, παράλληλα φυσικά με τους εκπαιδευτικούς, τότε ίσως να καταφέρναμε να ενισχύσουμε και τη λογοδοσία τους. Θα αντιλαμβάνονταν τότε και οι ίδιοι ότι δεν έχουν μόνο μια ανίσχυρη γνώμη για όσα συμβαίνουν αλλά ένα μέρος της κύριας ευθύνης, αν μη τι άλλο για το σχολείο της γειτονιάς τους. Στο κάτω-κάτω, πρόκειται για τα ίδια τα παιδιά τους, για τα οποία, σε αυτή την ηλικία τουλάχιστον, είναι ακόμα οι μόνοι υπόλογοι. Δεν είναι μόνο γονείς, είναι και κηδεμόνες, ας μην ξεχνούν. Επίσης, πιθανόν να μαθαίναμε έτσι ποιοι είναι οι πολιτικοί εκείνοι παράγοντες που υποδαυλίζουν τέτοιες καταλήψεις και υπαγορεύουν ενίοτε τα αιτήματά τους – διότι, μεταξύ μας, το αίτημα που ακούστηκε από 15χρονους αυτές τις ήμερες ότι, αντί για πανάκριβα πολεμικά αεροσκάφη Ραφάλ, πρέπει να γίνουν προσλήψεις εκπαιδευτικών, δύσκολο να είναι δικό τους. Είναι προφανές ότι δεν χαρακτηρίζονται όλοι οι γονείς από υπευθυνότητα και ότι ορισμένοι εξ αυτών είναι π.χ. σήμερα απολύτως υποστηρικτικοί με τις καταλήψεις των βλασταριών τους, θεωρώντας ότι ο κορωνοϊός είναι απλώς ένα πρόσχημα για να μας ελέγχει η κυβέρνηση ή ο Μπιλ Γκέιτς. Αλλά ακόμη κι έτσι, εφόσον κάθε αυτόνομη σχολική μονάδα θα ήταν υποχρεωμένη να λογοδοτεί στην κοινωνία και το κράτος σε μια ενδεχόμενη κατάληψη στην οποία θα είχαν συναινέσει και οι γονείς, θα διασφαλιζόταν τουλάχιστον η διαφάνεια στις αποφάσεις. Και θα γνωρίζαμε έτσι σε ποια σχολεία έχουμε να κάνουμε με ψεκασμένους και συνωμοσιολόγους ή αρνητές της επιστήμης. Και η πολιτεία με τη σειρά της θα μπορούσε να κάνει την απαραίτητη διαχείριση τέτοιων περιστατικών, που θα ήταν τότε μεμονωμένα.
Ζούμε σε μια χώρα όπου συχνότατα οι δύσκολες αποφάσεις μετατίθενται για το μέλλον ή επιλύονται λόγω τυχαίων συγκυριών, κάποτε όμως με πολύ δραματικές συνέπειες. Είναι, επίσης, αληθές ότι αυτή η γερασμένη κοινωνία, που έχει αναγάγει δήθεν τη νεότητα σε ύψιστο αντικείμενο λατρείας, δεν επιθυμεί να ξεβολεύεται ποτέ για τους νεότερους, ούτε καν για τα ίδια τα παιδιά της, ασχέτως του τι λέει δημοσίως (θα είχε λύσει το ασφαλιστικό, αν ήταν αλλιώς). Ευτυχώς, όμως, έχουμε εδώ ένα πρόβλημα που είναι ευθύνη της πολιτείας να επιλύσει, κάνοντας και την κοινωνία, εκτός από τα δικαιώματα, να αναλάβει και τις υποχρεώσεις της. Και ποτέ αυτό το αίτημα δεν ήταν ωριμότερο από τώρα.
σχόλια