ΑΝ ΕΚΡΙΝΕ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ μόνο από τη social γυάλα μας και από τα συνθήματα («δεν είναι αθώοι», «είναι ένοχοι», «είναι δολοφόνοι» κ.ο.κ.) με τα οποία έχουμε ενημερώσει το προφίλ μας εν όψει της δικαστικής απόφασης, ποτέ δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι τη Χρυσή Αυγή την ψήφισαν απολύτως συνειδητά και με την καρδιά τους εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας, παρότι έβλεπαν ότι λειτουργούσε ως συμμορία φονιάδων και ως αυτόκλητη πολιτοφυλακή και ως τάγματα εφόδου, και μάλιστα στο φως της ημέρας.
Επίσης, δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι την είχαν καλύψει με τον πιο κραυγαλέο τρόπο και την είχαν περάσει πλυντήριο-στεγνωτήριο-σιδέρωμα κάποιες από τις πιο δημοφιλείς ποντικομαμές των τηλεοπτικών καναλιών και ότι αρκούσε να γίνει λίγο πιο «σοβαρή» για να γίνει και επίσημα αποδεκτή από ένα σύστημα που την νταραβέριζε ποικιλοτρόπως, εκ των υστέρων όμως σύσσωμο εμφανίζεται να την καταδικάζει μετά βδελυγμίας.
Από τίποτα δεν ξεμπερδέψαμε. Το κακό είναι ριζωμένο βαθιά και απολαμβάνει την ανοχή σημαντικού ποσοστού του κοινωνικού συνόλου. Το νιώθουμε, το βλέπουμε και το ακούμε τόσα χρόνια δίπλα μας, στο μίσος που στοχεύει στους αδύναμους και στους διαφορετικούς, στους ψίθυρους και στα μισόλογα της γειτονιάς που γίνονται άναρθρες κραυγές και ζητάνε πογκρόμ και εκκαθαρίσεις, στη νοσηρή νοσταλγία για τις εποχές της παραλυτικής εσωστρέφειας, στο revival της χουντικής βαρβατίλας, στο «να τα λέμε κι αυτά», στην απενοχοποίηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, στον φασισμό που δεν είναι πλέον υφέρπων, αλλά έχει ανέβει προ πολλού στο τραπέζι και τα σπάει κανονικά.
Τη Χρυσή Αυγή την είχαν καλύψει με τον πιο κραυγαλέο τρόπο και την είχαν περάσει πλυντήριο-στεγνωτήριο-σιδέρωμα κάποιες από τις πιο δημοφιλείς ποντικομαμές των τηλεοπτικών καναλιών και αρκούσε να γίνει λίγο πιο «σοβαρή» για να γίνει και επίσημα αποδεκτή από ένα σύστημα που την νταραβέριζε ποικιλοτρόπως.
Όσο για το μάλλον αόριστο και αναιμικό σλόγκαν «σιγά μη φοβηθώ», για το οποίο πολύς λόγος έγινε σε σχέση με τη χρήση του από επιφανέστατο πολιτιστικό φορέα εν όψει της δικαστικής απόφασης, προτού συνδεθεί με μια αγέρωχη στάση απέναντι στη χρυσαυγίτικη απειλή, είχε χρησιμοποιηθεί από πολλούς και σε άλλα επεισόδια του σύγχρονου πολιτικού δράματος της χώρας, ήδη από τον Απρίλιο του 2008, όταν από το Βερολίνο ο Αλέξης Τσίπρας, αντιδρώντας στη μήνυση και αγωγή αποζημίωσης που είχε καταθέσει σε βάρος του ο Ανδρέας Βγενόπουλος, είχε δηλώσει «σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ».
Μια κουβέντα είναι όμως, και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερο σημειολογικό φορτίο, ανέμελη σαν σφύριγμα στον αέρα. Είχαμε φοβηθεί πολύ και φοβόμαστε ακόμα όταν καμιά φορά βλέπουμε στον δρόμο κάποια παρέα που αποτελείται από γομάρια με επιθετική προδιάθεση ή όταν πιάνει τ' αυτί μας δεξιά και αριστερά σχόλια μίσους εκ μέρους νοικοκύρηδων και «νοικοκυραίων» (παρότι δεν μου αρέσει η υποτιμητική χρήση του όρου που τσουβαλιάζει τόσο κόσμο, ούτε οι λυρικές γλαφυρότητες με «κυρ-Παντελήδες» κ.λπ.).
ΘΥΜΑΜΑΙ, ένα καλοκαίρι την εποχή που είχε κορυφωθεί η διείσδυση της Χ.Α. στην κοινωνία, είχα επιστρέψει μετά από χρόνια στο καλοκαιρινό σπίτι στο νησί και κατευθυνόμουν προς ένα παλιό στέκι για να δω κόσμο από τα παλιά, όταν αντίκρισα από μακριά στο κεντρικό τραπέζι τις πλάτες μιας «ύποπτης» αντροπαρέας: ευτραφή κορμιά, ξυρισμένα κεφάλια οι μισοί, μαύρες μπλούζες όλοι. «Όχι κι εδώ, γαμώ τη φρίκη μου» σκέφτηκα και άλλαξα πεζοδρόμιο, αποστρέφοντας το βλέμμα, όταν άκουσα να με καλεί μια γνώριμη φωνή: «Ρε Δημήτρη, εσύ είσαι;».
Ήταν παλιοί γνώριμοι αυτοί οι τύποι με τα μαύρα και δεν ήταν χρυσαυγίτες τελικά (οι μισοί μάλιστα τοποθετούνται στο ακριβώς αντίθετο άκρο του ιδεολογικού φάσματος), απλώς άντρες στο κατώφλι της μέσης ηλικίας που είχαν βάλει κιλά, ξύριζαν το κεφάλι επειδή είχαν χάσει μπόλικο μαλλί έτσι κι αλλιώς και κρατιόντουσαν από τα περασμένα τους νιάτα, φορώντας ακόμα τις ίδιες μαύρες μπλούζες με τα λογότυπα συγκροτημάτων. Μεγάλη ανακούφιση. Υπήρξαν όμως κάποιοι άλλοι παλιοί γνώριμοι που βρήκαν τότε στέγη για τις πικρίες και τις θολούρες τους στο ναζιστικό μόρφωμα και μπορεί να τους φανταστεί κανείς, ασχέτως του τι ακριβώς ψηφίζουν, να στάζουν ακόμα χολή και μίσος εναντίον αυτών που ποτέ δεν τους έφταιξαν σε τίποτα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.