Πρόκειται για ντοκιμαντέρ του 2017 (και τρία χρόνια μπορούν να μοιάζουν με δεκαετία στους διεσταλμένους καιρούς μας) που υπήρχε διαθέσιμο και σε ελληνική streaming πλατφόρμα, είναι φανερό όμως από τις ποικίλες αντιδράσεις στα social media ότι ο περισσότερος κόσμος το παρακολουθεί από χθες μόλις (και για 48 ώρες ακόμα) που προσφέρεται «ελεύθερο» και δωρεάν από ελληνικό μιντιακό site.
Ο λόγος βέβαια για την «περιβόητη» ταινία του Νορβηγού Χόβαρντ Μπούστνες με τίτλο «Τα κορίτσια της Χρυσής Αυγής». Τίτλος μάλλον παραπλανητικός, αφού δεν πρόκειται για κάποια αναλυτική προσέγγιση της προσωπικότητας, της ψυχοσύνθεσης και των κινήτρων των νεαρών γυναικών που στήριξαν με οπαδική θέρμη την οργάνωση, αλλά για το «ιμπρεσιονιστικό» προφίλ τριών γυναικών ευρέως ηλικιακού φάσματος που έχουν συγγένεια πρώτου βαθμού (ή «σχέση αίματος») με ηγετικά της στελέχη, και αναφέρονται στο ντοκιμαντέρ με τα μικρά τους ονόματα: την Ουρανία (κόρη του Νίκου Μιχαλολιάκου) την Τζένη (σύζυγος του Γιώργου Γερμενή ή «Καιάδα») και της Δάφνης (μητέρα του Παναγιώτη Ηλιόπουλου).
Tο έρεβος αποκαλύπτεται στις σκηνές που την δείχνουν κατά τη διάρκεια ζυμώσεων με άλλα μέλη της οργάνωσης («αυτόν μωρέ που πέθανε και μας τα 'χουν κάνει τσουρέκια» ακούγεται να λέει για τον Παύλο Φύσσα, ενώ όσον αφορά στον Κασιδιάρη, αναρωτιέται: «τι έκανε δηλαδή, επειδή έχωσε το χαστούκι στη λεσβία;»)
Ξεκινώντας τις επαφές για την έρευνά του από την «σύζυγο» Τζένη (η οποία ανακοινώνει στις υπόλοιπες, «μου είπε ότι θέλουμε να κάνουμε μια ταινία που να δείχνει ότι είμαστε άνθρωποι κανονικοί»), η ταινία διατυπώνει την υπόθεση ότι αυτές οι γυναίκες ανέλαβαν ενεργότερο ρόλο, όσο η διευθυντική ομάδα της εγκληματικής οργάνωσης ήταν προφυλακισμένη στις φυλακές Κορυδαλλού, συντελώντας μάλιστα σημαντικά στην εκτόξευση των ποσοστών της Χ.Α. στις εκλογές του 2015. Συζητήσιμη η θεωρία του – η δυναμική της οργάνωσης ήταν δεδομένη εκείνο τον καιρό που πολλοί από μας παρακολουθούσαμε μουδιασμένοι να επαληθεύονται οι χειρότεροι φόβοι μας για τις στροφές που μπορούν να πάρουν και τα ένστικτα που μπορούν να εκδηλώσουν οι «κανονικοί άνθρωποι».
«Τι συνέβη στην Ελλάδα;», ακούγεται να αναρωτιέται ο Νορβηγός σκηνοθέτης στην αρχή μιας ταινίας που σε κάποια στιγμιότυπά της εκθέτει μεταξύ άλλων και τα ανώδυνα ρεπορτάζ χλιαρού lifestyle που είχαν επιφυλάξει στην εγκληματική οργάνωση τα επίσημα ελληνικά media. Μιάμιση ώρα μετά, δεν προκύπτει καμία απάντηση στις «τουριστικές», όπως εμμέσως παραδέχεται, απορίες του. Μόνο κάποια σπαράγματα επιφανειακής ψυχοπαθολογίας, μέσα από τα λόγια και τις συμπεριφορές των πρωταγωνιστριών, ειδικά όταν χάνουν την υπομονή τους με το πλαίσιο στο οποίο επιχειρεί (μάλλον αμήχανα) να τις καλουπώσει ο σκηνοθέτης.
«Ποιοι Ναζί; Στην Γερμανία είναι Ναζί, στην Ελλάδα είναι εθνικιστές, τι άλλο να σου πω γ' αυτή την μαλακία που με ρωτάς;», λέει η Τζένη Γερμενή, απηχώντας μια αντίληψη πλήρους αποενοχοποίσης («έλα μωρέ, Ναζί και Ναζί, σιγά...») που μόνο περιθωριακή δεν ήταν εκείνο τον καιρό, παρότι η Χ.Α. αναδείχθηκε στο πιο λαοφιλές από τα ξεκάθαρα νεοναζιστικά μορφώματα στην Ευρώπη, σερβίροντας στους νεόκοπους οπαδούς της εκτός από εθνικιστικό μίσος και μια έξτρα εσάνς ερμητικής αίρεσης και τελετουργικού αποκρυφισμού.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ της Δάφνης Ηλιοπούλου έχει επίσης κάποιο (θλιβερό) ενδιαφέρον ως προειδοποιητική ιστορία για το πού μπορεί να σε πάει η ζωή (και η ηλικία), αναμφισβήτητη σταρ της ταινίας όμως, φύσει και θέσει, είναι η νεαρή «μοναχοκόρη του αρχηγού» Ουρανία Μιχαλολιάκου. Όπως και οι δύο συμπρωταγωνίστριές της, το έρεβος αποκαλύπτεται στις σκηνές που την δείχνουν κατά τη διάρκεια ζυμώσεων με άλλα μέλη της οργάνωσης («αυτόν μωρέ που πέθανε και μας τα 'χουν κάνει τσουρέκια» ακούγεται να λέει για τον Παύλο Φύσσα, ενώ όσον αφορά στον Κασιδιάρη, αναρωτιέται: «τι έκανε δηλαδή, επειδή έχωσε το χαστούκι στη λεσβία;»), τα πιο παράξενα και σκοτεινά και ανατριχιαστικά στοιχεία της προσωπικότητάς της – κάτι σαν απόπειρα φιλμικής σπουδής στον διπολισμό – εντοπίζονται στα «ανθρώπινα» επεισόδια που έχει στήσει ο σκηνοθέτης για τις ηρωίδες του.
Τη μία μιλάει χαδιάρικα για την συλλογή της με ταινίες της Disney (αγνοώντας, ή και όχι, ότι ο θείος Γουόλτ ήταν εκ των επιφανέστερων υποστηρικτών του ναζισμού) και αμέσως μετά εκδηλώνει την αγάπη της σε (ποικιλοτρόπως) εμβληματικά γκρουπ του λεγόμενου «ακραίου» μέταλ όπως οι Cannibal Corpse και ο Burzum. Ακολούθως, δείχνει στην κάμερα την φωτογραφία των δύο μαρτύρων της οργάνωσης που έχει στο δωμάτιό της, μαρσάροντας απότομα την φωνή της: «Τα αδέλφια μας που δολοφονήθηκαν άνανδρα από παρακρατικά σκουπίδια!». Μια στιγμή μόνο αργότερα, ο τόνος πέφτει εξίσου απότομα και οι ακκισμοί επιστρέφουν καθώς παρουσιάζει ένα κάδρο με την ίδια και το αγαπημένο της κατοικίδιο: «Στο πατρικό μου έχω έναν γατούλη...». Το όλο εγχείρημα μοιάζει κατά τόπους σα να αφηγείται με όρους μυθοπλασίας την εκδίκηση εκείνης της περίεργης, απομονωμένης συμμαθήτριας με την ανεξήγητη αυτοπεποίθηση που είχαμε στο σχολείο.