ΟΣΟΙ ΚΑΙ ΟΣΕΣ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑΝ, λόγω ηλικίας, το μακρύ ζεϊμπέκικο του '90s lifestyle που τράβηξε μέχρι το «επικό» 2004, ασφαλώς θα γέμισαν ερωτηματικά και απορίες παρακολουθώντας τον ηθικό πανικό και τις έντονες αντιδράσεις που σημειώθηκαν με αφορμή το περιβόητο πάρτι της «ελίτ» ή της «αφρόκρεμας των επωνύμων» ή της «κοσμικής Αθήνας» στο Ντουμπάι, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Εκεί που πιάστηκαν να τα σπάνε (σα να είναι παραμονή του 2000), ανάμεσα σε άλλους ομοεθνείς μας, «εμβληματικές» φιγούρες της εποχής του αχαλίνωτου ευδαιμονισμού, όπως ο Πέτρος Κωστόπουλος ή η Σίλια Κριθαριώτη. Στα πλατό ο Βασίλης Τσιλιχρήστος. Στο πιάνο ο Στέφανος Κορκολής.
«Ποιοι είναι όλοι αυτοί;» αναρωτήθηκαν πολλοί νεότεροι συμπολίτες μας που μόνο από αφηγήσεις μπορούν να γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα (άντε να γνωρίζουν τον Κωστόπουλο, κυρίως λόγω των ασαφών συμβολικών διαστάσεων που έχει λάβει το όνομά του, ως συνθέτη/ενορχηστρωτή μιας πολιτισμικής κατάπτωσης που συνέβη από το πουθενά στον αθώο και αγνό λαό μας).
Σίγουρα όμως κι αυτοί γνωρίζουν τον Στέφανο Τσιτσιπά, ο οποίος βρέθηκε κι εκείνος στο μάτι του κυκλώνα (βοήθησε και το γεγονός ότι ήταν υπότροπος λόγω κάποιων ατυχών και παρεξηγήσιμων κατά καιρούς αναρτήσεων του στα social media) παρότι ήταν έτσι κι αλλιώς στο Ντουμπάι για προετοιμασία και επίσης δεν ήταν καν ανάμεσα στους δικούς μας που άλλαξαν πανηγυρικά τη χρονιά στο υποκατάστημα που έχει ανοίξει το Nammos στην παραλιακή του Ντουμπάι, αλλά στο Cipriani, που βρίσκεται, όπως διαβάζω, στο downtown της πόλης.
Σαν ήρωες στρεβλής παραβολής: Ο καλός Γιάννης κι ο κακός Στέφανος. Δύο υπεραθλητές διεθνούς φήμης άγαρμπα εργαλειοποιημένοι από ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται ούτε για το τένις ούτε για το μπάσκετ, απλώς αναζητούν διαρκώς γκεστ σταρ προκειμένου να συντηρείται το μίζερο παιχνίδι ενός εγχώριου διχασμού.
Αυτά όμως είναι ασήμαντες λεπτομέρειες που εμφανίστηκαν αργότερα και δεν μπορούσαν να επηρεάσουν την ορμή του αρχικού κύματος καταγγελιών ενάντια στους ανάλγητους και αμετανόητους παρτάκηδες που εμφανίστηκαν να βουτάνε χωρίς μάσκα στην exclusive καλοπέραση ενός χλιδάτου πρωτοχρονιάτικου πάρτι (και μάλιστα στο ποικιλοτρόπως «νοσηρό» και «αμαρτωλό» Ντουμπάι), την ώρα που εμείς, πίσω στη χειμαζόμενη πατρίδα, βλέπαμε από την τηλεόραση τα πυροτεχνήματα στον ουρανό της βουβής Αθήνας.
Κάτι το άθλημα που εκπροσωπεί και το ευρύτερο κύκλωμα γύρω από αυτό, κάτι η προσωπικότητα που κάποιες φορές εκπέμπει, έχουν ενισχύσει μια αντίληψη που έχει στηθεί και τον παρουσιάζει ως αυθεντικό επίγονο της εποχής της αβάσταχτης επιπολαιότητας και της «επίπλαστης ευδαιμονίας» (λες και οι σημερινοί νέοι θα ήταν σεμνοί και ταπεινοί, αν βρίσκονταν στη θέση του). Συχνά δε, σε αντιπαράθεση με τον Γιάννη Αντετονκούμπο.
Σαν ήρωες στρεβλής παραβολής: Ο καλός Γιάννης κι ο κακός Στέφανος. Δύο υπεραθλητές διεθνούς φήμης άγαρμπα εργαλειοποιημένοι από ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται ούτε για το τένις ούτε για το μπάσκετ, απλώς αναζητούν διαρκώς γκεστ σταρ προκειμένου να συντηρείται το μίζερο παιχνίδι ενός εγχώριου διχασμού.
Ούτε τους απασχολεί το γεγονός ότι ο Στέφανος Τσιτσιπάς είναι εξίσου σημαντικός με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, ως υπερσπάνια περίπτωση σούπερ σταρ του διεθνούς πρωταθλητισμού που προέρχεται από αυτήν εδώ τη χώρα, που είναι ακόμα χωριό όσον αφορά τέτοια μεγέθη. Μιλάμε για πρωτοφανή σε εμάς επίπεδα επιτυχίας και διασημότητας. Ίσως να είναι και περισσότερο σημαντικός από τον Γιάννη, αν κριτήριο είναι (όπως θα έπρεπε να είναι, αφού μιλάμε για αθλητές) η διάδοση του αθλήματος που εκπροσωπεί στις μικρές ηλικίες.
Ποτέ των ποτών δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα έφτανε μια μέρα που θα προέρχονταν από εδώ κορυφαίοι σταρ του NBA και των μεγάλων τουρνουά του τένις, ενός αθλήματος που στην πραγματικότητα έχει πολλούς φίλους και φίλες στη χώρα μας, και δεν είναι όλοι Βου-Που ή Γλυφαδιώτες ή δεν ξέρω και γω τι μπορεί να νομίζει κανείς, στο πλαίσιο μιας όλο και πιο στεγνά μανιχαϊστικής αντίληψης που μοιάζει να κυριαρχεί στον δημόσιο «διάλογο», ειδικά όπως αυτός εκφράζεται στα social media.