Παρακολουθώντας την προηγούμενη Παρασκευή το γύρισμα σκηνών από το δέκατο επεισόδιο του «Σχεδόν Ενήλικες» της Μυρτώς Κοντοβά, που εκτυλίσσεται καταμεσής της Αιόλου, σκέφτομαι ότι η συνθήκη της πανδημίας με τα εντελώς κλειστά καταστήματα και τους λιγοστούς περαστικούς τούς ευνοεί πολύ. Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο πιο δύσκολη θα ήταν η ζωή τους αν έπρεπε να τραβήξουν τα ίδια πλάνα ένα απόγευμα «κανονικής» Παρασκευής, σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της Αθήνας.
Καθόμαστε με τη Μυρτώ παραδίπλα και ξεκινάμε να μιλάμε γι' αυτό το νέο της πρότζεκτ, που το χαρακτηρίζει ως «ντραμεντί» και που σηματοδοτεί την επιστροφή της στα τηλεοπτικά δρώμενα μετά από πολλά χρόνια. Η σειρά ακολουθεί τη σχέση τριών 40something Αθηναίων φίλων «μεσαίας τάξης, με χρέη, αυτοάνοσα και ωραίες στιγμές» (και νευρώσεις, σίγουρα), του Αποστόλη (Γιάννης Στάνκογλου), της Νικόλ (Θεοδώρα Τζήμου) και του Θωμά (Μάκης Παπαδημητρίου), και του νεότερου, του τριαντάρη Αλέξη (Γιώργος Παπαγεωργίου). Σχεδόν τρεις ώρες μετά σταματάμε, μόνο και μόνο επειδή έπρεπε να το λήξουμε. Θα μπορούσαμε να συνεχίζουμε για ώρες.
— «Σχεδόν Ενήλικες», λοιπόν.
«Σχεδόν Ανήλικες», που λέει και ο Μάκης (Παπαδημητρίου). Ακούγεται πιο βιτσιόζικο, πιο κίνκι!
— Πότε άρχισες να γράφεις αυτό το σενάριο;
Άρχισα να το φαντάζομαι το '16, όταν μπήκα ξανά στη διαδικασία να σκέφτομαι τον εαυτό μου να κάνει κάτι στην τηλεόραση.
— To '16 ήμασταν σε αρκετά κακή κατάσταση στην Ελλάδα.
Ενώ τώρα... Το '16 ήμασταν στα πολύ φορτσάτα μας με τις πολιτικές ζυμώσεις, ήταν ζωντανά τα θέματα ακόμα: το δημοψήφισμα, οι αλλεπάλληλες πολιτικές συγκρούσεις που δημιουργούσαν πόλωση.
Σε αυτή την ντραμεντί περνά η «πραγματική πραγματικότητα», τα χρέη, οι ρυθμίσεις των οφειλών, οι τρόποι που βρίσκει ο καθένας για να τα καταφέρει, ο χύμα καπνός, ο αγρινιώτικος, από την μπίζνα του Αποστόλη, που καπνίζει όλη η Αθήνα... Είναι ό,τι βλέπω γύρω μου. Είδα τη θεία μου μια φορά να καπνίζει και το τσίμπησα. Η ιστορία της Νικόλ, που είναι μια περιπέτεια με πολύ σασπένς, μέχρι κάποιο σημείο είναι αληθινή, μου την είπε ο λογιστής μου!
— Κι εσένα σού σκάει μια ιδέα που περιλάμβανε τι ακριβώς;
Αμέσως μετά την αλλαγή της όψης της Αθήνας, λόγω των χρυσαυγιτών που αλώνιζαν εκείνη την εποχή και δεν ξέραμε πώς θα συμμαζευόταν η κατάσταση, και με την παύση που έκανε το μυαλό μου όλη εκείνη την περίοδο, άρχισα σιγά-σιγά να τοποθετώ τα κομμάτια του παζλ πάνω στο τραπέζι και να αναγνωρίζω την καινούργια μορφή της Αθήνας, δηλαδή αυτό που έμεινε μετά τον κουρνιαχτό. Η σκόνη δεν είχε καταλαγιάσει ακόμη, όμως σταδιακά συνειδητοποιούσαμε όλοι μας με τι έχουμε να κάνουμε, ό,τι κι αν ήταν αυτό για τον καθένα. Τότε υπήρξε χώρος μέσα στο κεφάλι μου να δω πια την πόλη και τον κόσμο της πιο καθαρά. Οπότε εκεί μου σκάει αυτή η ιδέα, που είχε φουλ ΣΥΡΙΖΑ και χοντρό χιούμορ με το θέμα της Αριστεράς και νομίζω μας αφορούσε – μας αφορά; Δεν ξέρω τι να πω. Και κείμενα, ατάκες σχετικά με την κρίση και το πώς και αν βγήκαμε από αυτήν. Το μέσον ήταν πάντα ο κόσμος της πόλης. Ήθελα να μιλήσω μέσω ανθρώπων που ζουν και περπατάνε στην πόλη – ή στις πόλεις. Σκεφτόμουν δηλαδή ότι αυτούς τους τύπους, όλους, θα μπορούσα να τους συναντήσω και στην Ισπανία. Είχε, επίσης, μεγάλη σημασία η νοσταλγία, να έχουν στοιχεία από τον παλιό κόσμο, να έχουν ζήσει τον παλιό κόσμο.
— Τα 'χεις βάλει ήδη στο πρώτο επεισόδιο: «Το πάρτι του Trainspotting, το '96». Είναι πράγματα που τα έχεις ζήσει κι εσύ, πολύ δικά σου.
Ναι, όλα όσα μοιράζεται η γενιά στην οποία αναφέρεται η σειρά, τότε που ήμασταν ακόμη στη ρέμβη μας. Νομίζω ότι το ορόσημο ήταν η δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Από 'κει το πράγμα πήρε μια πολύ άγρια τροπή. Άρα, αυτοί οι τύποι έχουν ζήσει τα ωραία κλαμπ, τις ωραίες βραδιές, έναν τρόπο ζωής που εγώ θα τον πω lifestyle, ακόμα κι αν τον θεωρήσαμε εναλλακτικό. Όμως δεν ήθελα να σταθώ εκεί, γι' αυτό δεν έχω πολλές αναφορές στην καθημερινότητά τους. Δεν ήθελα να είναι μια σειρά ανάμνησης.
— Η αλήθεια είναι πως δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι της γενιάς σου τα νοσταλγούν όλα αυτά πια σε καθημερινό επίπεδο.
Καθόλου! Γι' αυτό κι εγώ χρησιμοποιώ μόνο ως όχημα την παρέα και τον βαθύ δεσμό τους, αφού πιστεύω κι εγώ στους βαθείς δεσμούς που εξελίσσονται και παραμένουν ζωντανοί συν τω χρόνω. Ήθελα όμως να μιλήσω γι' αυτά που ακούω σε παρέες φίλων από 20 μέχρι 72 χρόνων, που είναι οι ηλικίες των δικών μου φίλων. Μπορεί πολύ εύκολα η συνθήκη και η εποχή να ενώσουν έναν άνθρωπο 20 χρονών με έναν άνθρωπο 72, που φοβούνται το ίδιο πράγμα, τον κορωνοϊό (που μας ήρθε μετά και τον προσάρμοσα), που δεν έχουν λεφτά, γιατί η κρίση δεν τελείωσε.
— Γι' αυτό έφτιαξες αυτήν τη σύμβαση μιας τριάδας που θα μπορούσαμε να πούμε ότι παραπέμπει στα «Υπέροχα Πλάσματα», αλλά περιλαμβάνει plus one από μια άλλη γενιά, ένα νεότερο άτομο;
Ξέρεις, αυτό έχει να κάνει και με τη γενικότερη κουβέντα για την τηλεοπτική γλώσσα σε σχέση με τη γλώσσα τη δική μας. Ας πούμε, αν ρίξεις μια ματιά σε αυτό το σετ, δημιουργούνται πυρήνες και παρέες που δεν έχουν συγκεκριμένη γλώσσα λόγω ηλικίας. Το αντίθετο το θεωρώ πολύ ανόητο και πολύ στερεοτυπικό τηλεοπτικά. Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι η δική μου ζωή διαφέρει από των άλλων. Όλοι έχουμε γύρω μας ανθρώπους που γουστάρουμε και που ανήκουν σε διαφορετικές ηλικίες, που φέρνουν τις κουλτούρες τους και προκύπτει μια πολύ ωραία ροκ μπάντα. Έτσι, σ' αυτή την ντραμεντί περνά η «πραγματική πραγματικότητα», τα χρέη, οι ρυθμίσεις των οφειλών, οι τρόποι που βρίσκει ο καθένας για να τα καταφέρει, ο χύμα καπνός, ο αγρινιώτικος, από την μπίζνα του Αποστόλη, που καπνίζει όλη η Αθήνα... Είναι ό,τι βλέπω γύρω μου. Είδα τη θεία μου μια φορά να καπνίζει και το τσίμπησα. Η ιστορία της Νικόλ, που είναι μια περιπέτεια με πολύ σασπένς, μέχρι κάποιο σημείο είναι αληθινή, μου την είπε ο λογιστής μου!
— Με βάση αυτό που είδα στο πρώτο επεισόδιο, είναι σκληρός ο ρόλος της Νικόλ, μιας γυναίκας που εξαπατάται από τον σύντροφό της. Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί, αλλά δεν φοβήθηκες μη σου βγει στερεοτυπικά η χαζή γκόμενα που πέφτει θύμα;
Δεν το σκέφτηκα καθόλου, ακριβώς επειδή ήταν αληθινή ιστορία. Η Νικόλ υπήρξε ένα πολύ χύμα κορίτσι μέσα στην αίσθηση της ασφάλειας, προερχόμενη από μια οικογένεια που της επέτρεπε οικονομικά –χωρίς να είναι αστική η καταγωγή της– να κάνει την τρέλα της, να πάει να σπουδάσει και να τα παρατήσει. Η Νικόλ σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να είναι Νίκος ή οποιοδήποτε χαρακτήρας θα ήταν ικανός να ξεχάσει τα κλειδιά του στην κατάψυξη. Με αυτή την προσωπικότητα, όπως θα ακολουθούσε κάποιον σε ένα ταξίδι με ένα ιστιοπλοϊκό, έτσι εύκολα, έχοντας βέβαια και τις προσωπικές της σκέψεις για το μέλλον, είπε «ναι, πάμε». Επίσης, όταν αποφάσισε να κάνει αυτό το βήμα, δεν σκεφτόταν κορωνοϊούς και καραντίνες.
— Μια και το λες αυτό, είναι η πρώτη σειρά στην Ελλάδα που ενσωματώνει την πανδημία. Πόσο δύσκολο είναι να έχεις ολοκληρώσει ένα σενάριο και να πρέπει ξαφνικά να συμπεριλάβεις ένα στοιχείο που είναι ξεκάθαρα εν εξελίξει; Έβλεπα, ας πούμε, το πρώτο επεισόδιο και σκεφτόμουν ότι αναφέρεται περίπου στον Σεπτέμβριο. Τίθεται πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο.
Το αρχικό πλάνο για τη σειρά ήταν να βγει το φθινόπωρο. Επειδή πάντα θέλω να ακολουθώ την επικαιρότητα, το επεισόδιο γυρίστηκε τον Οκτώβριο, τότε που ήμασταν ανάμεσα στις δύο καραντίνες. Γι' αυτό αναφέρεται κάπου ότι «τα μπαρ κλείνουν στις 12». Ακόμα κι αν έκανα μια σειρά που δεν θα είχε καμία σχέση με την πανδημία, κάπως, εμβόλιμα, θα την έβαζα.
— Είναι μια νέα μυθοπλασία, η «μυθοπλασία της πανδημίας», σωστά;
Κανονικά! Άσε δε τις μάσκες, βάλε-βγάλε. Κάναμε μεγάλες συζητήσεις και τελικά φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι όντως περιγράφουμε την εποχή που κυκλοφορούσαμε χωρίς μάσκα, όταν μπαίναμε σε έναν χώρο τη βάζαμε και μόλις καθόμασταν τη βγάζαμε. Το πιο περίεργο απ' όλα όμως είναι ότι δεν είχα προλάβει να έχω χιούμορ με το θέμα όταν άρχισα να γράφω, είχα αμηχανία. Τα 'χα χαμένα. Επίσης, δεν περίμενα ότι θα έχει και τόσο μεγάλη διάρκεια, να σου πω την αλήθεια. Είχαμε κάνει διακοπές το καλοκαίρι, είχαμε βγάλει τις μάσκες, είχαμε ξεχαστεί. Αυτά όλα ήταν ένα πολύ μεγάλο task γιατί ήθελα να κάνω την τηλεόραση που μου αρέσει να βλέπω κι επίσης να δω κατά πόσο μπορεί η σημερινή τηλεοπτική πραγματικότητα, που είναι αυτό που είναι, να αφομοιώσει αυτό το πρότζεκτ.
— Τι είναι η σημερινή τηλεοπτική πραγματικότητα;
Νομίζω ότι είναι ένα απόνερο της ιστορίας της κρίσης, η οποία ανάγκασε, ώθησε –και πολλές φορές βόλεψε– τους ιθύνοντες να συμμαζέψουν πολύ το οικονομικό κομμάτι, να έχουν προϊόν σε χαμηλό κόστος που να δίνει πολύ υλικό.
— Επ' ευκαιρία, γιατί επέλεξες εβδομαδιαίο φορμά, που επίσης έχουμε πολύ καιρό να δούμε σε μυθοπλασία στην Ελλάδα;
Εβδομαδιαία είναι τα μονοκάμερα σίριαλ! Εμείς γυρίζουμε με μία κάμερα, που σημαίνει ότι ο χρόνος που έχουμε είναι πάντα λίγος.
— Το μονοκάμερο ήταν επιλογή;
Ναι! Ήθελα να το κάνω έτσι, με γοητευτική εικόνα, φωτισμό, πλάνα που σχεδιάσαμε προσεκτικά με τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Παπανδρικόπουλο, που είναι βασικός μου συνεργάτης εδώ και πολλά χρόνια. Πόσο φωτεινοί ή νουάρ θα είμαστε, εδώ κι εκεί.
— Επίσης, η σειρά έχει το πολύ κοφτό μοντάζ, που σε χαρακτηρίζει.
Να ξυπνάνε τα μυαλά.
— Και πρωτότυπο sound design, με εναλλαγές που κάνουν κάποιες σκηνές ονειρώδεις, άλλες λίγο πιο spooky...
Μα, είναι spooky η ίδια η σειρά!
— Πλασαρίστηκε ως αμιγώς κωμική, όμως από το τέλος του πρώτου επεισοδίου καταλαβαίνουμε ότι δεν θα είναι αποκλειστικά κωμική, ότι θα μαυρίσει αρκετά.
Ξέρεις τι γίνεται με την ελληνική τηλεόραση; Όλους αυτούς τους αιώνες έχουμε συνηθίσει δύο κατηγορίες: κωμωδία ή δράμα. Υπάρχει μια συζήτηση, που θα ανοίξει κάποια στιγμή, και στην οποία θα ήθελα βέβαια να συμμετάσχω, και αφορά τις υποκατηγορίες. Το «Σχεδόν Ενήλικες» είναι μια αστεία κωμωδία με τα σκοτεινά της σημεία, που μας κάνουν να γελάμε.
— Από αμηχανία, από ταύτιση...;
... από ξάφνιασμα, επίσης. Οι σκηνές, ας πούμε, ενός ξύλου ή ενός καβγά αποδίδονται όπως είναι κανονικά.
— Μέσα στη γελοιότητά τους;
Είναι πράγματα που ζούμε και θα μπορούσαν να συμβούν.
— Είναι σημαντικό για σένα να είναι ρεαλιστικές οι ατάκες; Νισάφι πια με την ελληνική τηλεόραση, όπου δεν μιλάνε σαν πραγματικοί άνθρωποι.
Πολύ σημαντικό! Αλλιώς βαριέμαι. Απλώς σε αυτή την ιστορία αντιμετώπισα ό,τι και στα «Υπέροχα Πλάσματα», τότε όμως ήταν 2007 και υπήρχε λόγος να τα συζητάμε αυτά. Από το «Μίλα μου βρόμικα» και μετά, που σταμάτησα τη μυθοπλασία, νόμιζα ότι δεν θα χρειαζόταν πια να ξανασυζητήσουμε για την –κακώς εννοούμενη– τηλεοπτική γλώσσα. Πιστεύω ότι η ίδια η τηλεόραση θα πρέπει να πάρει πιο σοβαρά τον εαυτό της. Όταν ακούμε πλέον από πολλούς ότι δεν έχουν τηλεόραση στο σπίτι, σημαίνει ότι το μέσο για κάποιο λόγο έπαψε να αφορά.
— Είναι πολύ άσχημο, επίσης, όποτε μιλάμε για ελληνική τηλεόραση το μυαλό μας να πηγαίνει αυτόματα και αποκλειστικά σε ένα μεγάλο ηλικιακά κοινό. Είναι δυσοίωνο.
Και άδικο γι' αυτό που θα μπορούσε να κάνει η τηλεόραση σήμερα. Όμως πιστεύω ότι η παθογένεια προκύπτει από την ατολμία.
— Από την πλευρά αυτών που δίνουν εντολές; Ή και των δημιουργών;
Όχι, ένας δημιουργός, μέχρι να φτάσει ο έρμος στο σημείο να βγάλει τη δουλειά του προς τα έξω με τον τρόπο που θέλει, έχει πάθει διάτρηση στομάχου.
— Αν το λες εσύ αυτό, φαντάσου τι συμβαίνει σε κάποιον εντελώς άγνωστο.
Δεν νομίζω ότι μπορεί να ξεμυτίσει κάποιος καινούργιος πια. Είναι πολύ στερεοτυπική η κατεύθυνση και η αγκύλωση της τηλεόρασης. Επίσης, αν ο Έλληνας τηλεθεατής άρχιζε να σκέφτεται σοβαρά γιατί η τηλεόραση τού προτείνει αυτό το προϊόν, θα τα 'παιρνε στο κρανίο. Θα πήγαινε για ψάρεμα.
— Δέκα χρόνια πριν, να το καταλάβω, δεν ήθελαν να πάρουν ρίσκα, δεν ήξεραν την ανταπόκριση. Τώρα που γνωρίζουν ότι το δυναμικό κοινό σε μεγάλο βαθμό βλέπει καθημερινά Netflix και «κατασπαράζει» τα προϊόντα του, που δεν είναι πάντα καλά, αλλά, τέλος πάντων, έχουν διαφορετικούς κώδικες, γιατί δεν δίνουν το ελεύθερο στο όραμα νέων δημιουργών;
Νομίζω ότι η προσπάθεια των καναλιών εξαντλείται στο να διατηρήσουν το κοινό που έχουν. Μπορεί να καταρρέει το σύμπαν και οι στατιστικές να λένε ότι ένας νέος κάτω από τα 30 πρέπει να ακούει τραπ. Αυτό είναι στο μυαλό τους. Έχω μια γειτόνισσα 72 χρονών, χακερού, ουρσουλίνα, συριζαία. Η τύπισσα, όταν μετακόμισε στην πολυκατοικία, με έμαθε από το να τρυπάω τον τοίχο για να κρεμάσω ένα κάδρο μέχρι ό,τι μπορείς να φανταστείς. «Ρε μαλάκα, να μαγειρέψω; Θα 'ρθετε;». Μιλάμε όπως μιλάει με τον ανιψιό της, που δεν είναι ανιψιός της αλλά ανιψιός του γκέι κολλητού της. Αυτό δεν είναι καθόλου γκροτέσκο. Είναι η ζωή μας. Γι' αυτό θέλω να μιλάω για τη νιότη που είναι μέσα μας, για τους τρόπους να διακωμωδούμε τα τραγικά που μας συμβαίνουν. Είχα έναν φίλο που είχε καρκίνο –έχει φύγει πια–, του τηλεφώνησαν για μια σχετική ενημέρωση και τους απάντησε «α, έχουμε, πήραμε!». Νομίζω ότι σε αυτήν τη στιγμή που με πετυχαίνεις είμαι σε μεγάλη κόντρα με την κουλτούρα της τηλεόρασης, που στήνει τον κόσμο να βλέπει δέκα γκόμενες να διεκδικούν έναν γκόμενο.
Ένιωσα σαν να τραβάω μια σχέση από τα μαλλιά, επειδή φοβάμαι να χωρίσω. Εγώ όλα αυτά τα χρόνια ζούσα με το σύμπαν του «Μίλα μου βρόμικα». Αργότερα, με την κρίση, άλλαξε ο κόσμος ή τα ερωτήματα που τον απασχολούσαν, όπως άλλαξαν και για μένα. Σιγά-σιγά έπιασα τον εαυτό μου να απαντά σε γράμματα χωρίς κέφι, έχοντας εγώ η ίδια άλλα θέματα στο τραπέζι και θεωρώντας ότι η υπόθεση του γκομενικού στην Αθήνα, ειδικά την περίοδο του μεγάλου αναβρασμού, δεν ήταν κάτι που με απασχολούσε ούτε κάτι που απασχολούσε πια το ζωντανό κύτταρο της πόλης.
— Η σειρά πώς κατέληξε στο Mega;
Όπως το είπες, κατέληξε, γιατί πριν είχε μια περιπέτεια. Ξανασυνάντησα την τηλεόραση μετά από δέκα χρόνια, ακόμα πιο αγκυλωμένη απ' όταν την άφησα. Νεο-συντηρητική ατμόσφαιρα, με κακώς εννοούμενο political correctness.
— Όπως και να 'χει, σημειολογικά, εσύ έζησες την κατάρρευση του καναλιού και τώρα τη νεκρανάστασή του, που γίνεται και μέσω της νέας σου δουλειάς. Πώς νιώθεις γι' αυτό;
Κοίταξε, γύρισα με χαρά στην ιδέα του Mega Channel. Δούλευα εκεί από πολύ μικρή, έχω κάνει και πράγματα εκτός μυθοπλασίας, όπως το «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος». Τώρα βρισκόμαστε στα πρώτα του βήματα, με το νέο του προφίλ. Αυτό που βλέπω είναι η επιθυμία για μια καινούργια εικόνα, ένα νέο τοπίο, μια νέα τηλεόραση, που με χαροποιεί πολύ, γι' αυτό έχει θέση εδώ αυτή η δουλειά. Είδαμε ότι συγκλίνουν οι προσδοκίες.
— Σε αγχώνουν οι αυξημένες προσδοκίες του καναλιού και του κοινού;
Δεν προλαβαίνω! Ξέρει ο άλλος ότι θα δει συγκεκριμένα πράγματα όταν ανοίγει μια δική μου δουλειά. Την αγωνία για το τι θα συναντήσει ο κόσμος δεν την είχα: Αθήνα του σήμερα, συν μια μεγάλη περιπέτεια. Το σασπένς είναι η καινούργια μου αγάπη. Την πόλη την ξέρω.
— Γράφεις το σενάριο, σκηνοθετείς, κάνεις το μοντάζ. Με τον (συν-σκηνοθέτη) Νίκο Labôt πώς ακριβώς συνεργάζεστε;
Φροντίζω όλες τις δουλειές μου να τις αντιμετωπίζω ως κόνσεπτ και όχι ως σενάριο. Τον Νίκο μού τον πρότειναν, δεν τον ήξερα. Κάναμε ένα ραντεβού και το πιο σημαντικό ήταν ότι μπόρεσα να του δώσω να καταλάβει πώς ακριβώς θέλω να είναι αυτή η δουλειά. Σχεδίασα αυτό που ήθελα: την κάμερα πιο χαμηλά, όχι ευθεία και καταπάνω, λίγο πιο διαγώνια, στο χέρι. Συγκρούσεις υπάρχουν πάντα, έχουμε διαφορετική οπτική στον τρόπο, αλλά έχουμε κοινή γλώσσα, μοιραζόμαστε την ίδια αισθητική. Ήξερε, όταν ήρθε για να συνεργαστούμε, ότι θα γίνει έτσι.
— Πόσα επεισόδια προβλέπονται;
Η αρχική μας συμφωνία είναι για 12 επεισόδια και βλέπουμε. Η ιδέα που πρότεινα εγώ ήταν μικροί κύκλοι, ώστε να μην αρρωσταίνουμε στη δουλειά και να μη φλυαρούμε, να μην αναγκαζόμαστε να τραβάμε ιστορίες από τα μαλλιά.
— Το διεθνές μοντέλο, δηλαδή. Έχουμε ξεφύγει από τη σειρά των 26 επεισοδίων στο εξωτερικό.
Στην Ελλάδα όχι.
— Το πρώτο επεισόδιο προβλήθηκε την προηγούμενη Δευτέρα και είχες να αντιμετωπίσεις ένα δημοφιλές ριάλιτι («Survivor») και μια άλλη πετυχημένη σειρά, πολύ διαφορετική από τη δική σου («Άγριες Μέλισσες»), με σταθερό κοινό και τα δύο. Τα νούμερα δεν ήταν υψηλά και τελικά αλλάξατε μέρα και ώρα, πήγατε Πέμπτη στις 21:00.
Κι εγώ προσπαθώ να δω πού είναι ο χώρος αυτού του πρότζεκτ στην ελληνική τηλεόραση. Έτσι κι αλλιώς, δεν πιστεύω πια ότι υπάρχουν τηλεοπτικές ζώνες, όπως δεν υπάρχουν γλώσσες που απευθύνονται σε συγκεκριμένο κοινό.
— Εγώ έχω την αίσθηση ότι μεγάλο κομμάτι του κοινού του «Σχεδόν Ενήλικες» δεν θα το βλέπει κάθε Πέμπτη στις 21:00 αλλά οποιαδήποτε άλλη στιγμή, μέσω web tv, γιατί έτσι έχουν μάθει πια.
Έτσι είναι, αλλά σαφέστατα η προσδοκία είναι να μιλήσουμε στο κοινό που βλέπει τηλεόραση εκείνη την ώρα. Δεν έχω κόλλημα με τις ώρες, όταν μου προτάθηκε η αλλαγή μέρας και ώρας χάρηκα, γιατί δεν πιστεύω ότι μπορεί να σκάσει ξαφνικά μια βόμβα στο τηλεοπτικό τοπίο. Νομίζω ότι είναι συνετή κίνηση να βρεθεί χώρος γι' αυτήν τη δουλειά, να προστατευτεί και να μπορέσει να κάνει τον δρόμο της.
— Να μην αδικηθεί.
Ακριβώς. Την αλήθεια μας λέμε. Μας αρέσει πολύ αυτό που κάνουμε, αν αρέσει και στους άλλους, ακόμα καλύτερα!
— Αναφορικά με το κάστινγκ, για μένα αποκάλυψη είναι η Θεοδώρα Τζήμου σε κωμικό ρόλο. Tην εκτιμώ πάρα πολύ, είναι απόλαυση να βλέπω το φιζίκ της σε κάτι τόσο διαφορετικό.
Στα «Υπέροχα Πλάσματα» ο ρόλος του Μητσακίου ήταν γραμμένος για τη Θεοδώρα, που εκείνη την εποχή έκανε Μαρμαρινό. Θαυμάζοντάς την ως ηθοποιό, και πέρα από αυτό, ήξερα πόσο καραγκιοζίνα είναι. Είναι πολύ αστεία και πολύ δουλευταρού. Βλέποντας τη Θεοδώρα και τον Γιάννη (Στάνκογλου), που είναι και κολλητοί φίλοι, στις πρόβες του «Βίκτορ / Βικτόρια» που ανεβάσαμε πριν από μερικά χρόνια, τους είπα «θα γράψω μια κωμωδία για εσάς». Πήγα την πρόταση μαζί με το κάστινγκ, ήταν δεδομένο ότι θα παίξουν αυτοί.
— Αφού είναι κολλητοί, η χημεία τους μάλλον ήταν δεδομένη.
Θα ήθελα να μπορώ να σου δείξω τα μηνύματα από τις κοινές μας συνομιλίες στο Viber. Ο απίθανος Γιάννης έχει μανία να διαλύει την εικόνα του – κι αυτό είναι δείγμα ενός πολύ καλού ηθοποιού. Δεν χρειάζεται να παίξουν εδώ για να καταλάβουμε ότι ο καλός ηθοποιός έχει αντίληψη και προσωπική σκέψη γι' αυτό που κάνει. Τους ενώνουν οι ίδιες ιδεολογίες, τα ίδια «σουσούμια». Όλοι τους είναι ένας κι ένας. Νιώθω τόσο ευτυχισμένη όταν δεν υπάρχουν εμπόδια και είναι τόσο καθαρό το υλικό – όχι αυτό που έχεις να μοντάρεις, αυτό που έχεις να ζήσεις.
— Με τόση εμπλοκή που έχεις, η σειρά είναι η ζωή σου αυτή την περίοδο.
Φυσικά. Νομίζω ότι με κλειστά τα θέατρα είναι όλων μας η ζωή αυτή η δουλειά.
— Ένα άλλο θέμα που σκεφτόμουν είναι ότι σε αυτή την παρέα υπάρχει ερωτικό παρελθόν μεταξύ του Θωμά (Μάκη Παπαδημητρίου) και της Νικόλ (Θεοδώρας Τζήμου). Ποια είναι η άποψή σου για το προαιώνιο ερώτημα περί φιλίας ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα;
Είναι αληθινή η ιστορία. Κρίνοντας απ' όσα διάβαζα τόσα χρόνια στη στήλη μου, το «Μίλα μου βρόμικα», υπάρχουν στη ζωή μας φίλοι και φίλες χωρίς σεξ. Είτε γιατί δεν μας αρέσει ο άλλος είτε γιατί μπορεί να έτυχε να δοκιμάσουμε και να μη μας βγήκε, και να συνεχίσαμε να είμαστε φίλοι, αφού περάσαμε από αυτό το στάδιο.
— Σε ρωτάω γιατί αυτό που περιγράφεις, ενώ το συναντάμε συνεχώς, π.χ. στους γκέι άνδρες, που ο κύκλος τους μπορεί να περιλαμβάνει συχνά φίλους με τους οποίους υπήρχε ερωτικό ή σεξουαλικό παρελθόν, στη μυθοπλασία γύρω από τα στρέιτ άτομα δεν το βλέπουμε συχνά. Το ετεροκανονικό στερεότυπο στους στρέιτ αναφέρεται στις πρώην σχέσεις ή επαφές με συγκεκριμένο τρόπο.
Ξέρεις τι γίνεται; Οι στρέιτ άνθρωποι ακολουθούν –ακολουθούμε, για να μη βγάζω τον εαυτό μου απέξω, αλλά θα τον βγάλω!– τον «δρόμο της μοίρας τους»: οικογένεια, παιδιά. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο κύκλος που δημιουργείται στη συνέχεια, ο πυρήνας (εξού και η περιβόητη ελληνική πυρηνική οικογένεια), δεν περιλαμβάνει ιστορίες παρελθόντος. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, συμβαίνει γιατί έχει τελειώσει τόσο πολύ αυτό το πάρε-δώσε και η όποια εκκρεμότητα με τον άλλο, που ανακαλύπτεις αυτό που θα πει η Νικόλ στη συνέχεια, ότι «ο Θωμάς ήταν ο μόνος συγγενής που είχα ποτέ». Και τη ρωτάνε «τότε γιατί χώρισες;» και απαντά «γιατί ήταν ο μόνος συγγενής που είχα ποτέ». Στη ζωή του δικού μου γκέι κολλητού, κάθε φορά που εμφανιζόταν καινούργιος γκόμενος, εμείς λέγαμε «α, ο καινούργιος αδερφός του». Με όλα αυτά τα αγόρια έχει σήμερα ένα είδος οικογένειας. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές συνήθειες αγοριών και κοριτσιών, βρίσκω στη ζωή μου πολλές ομοιότητες. Ο «δεν θα τον πω πρώην μου, γιατί έχουμε χωρίσει από το 1821», που είναι άνθρωπος της ζωής μου και πίνουμε κάθε μέρα καφέ και είναι φίλος, κολλητός με τον σύντροφό μου, είναι συγγενής μου. Έχω πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στη ζωή. Οτιδήποτε είναι «ζωισμένο» είναι αλήθεια – και η πιο γοητευτική μυθοπλασία.
— Τι θα γίνει στη συνέχεια στη σειρά; Δώσε μου μερικά hints.
Α, χαμός! Έχουμε μια πολύ αστεία ποινική, δικαστική, αστυνομική ίντριγκα. Συζητούσαμε μόλις σήμερα με το κανάλι κατά πόσο πρέπει να φωτίσουμε το σασπένς μέσα από τα τρέιλερ, να δείξουμε ότι σε λίγο όλα θα γίνουν μύλος. Η Νικόλ παρακολουθείται, βλέπουμε μια εισβολή στο σπίτι του Θωμά, εμφανίζεται ψάχνοντας κάτι ο αμαρτωλός Δημοσθένης, που τον υποδύεται ο Αντώνης Μυριαγκός, ο έξοχος θεατρικός ηθοποιός του Θόδωρου Τερζόπουλου στην πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση.
«Σχεδόν Ενήλικες» - Το τρέιλερ του 2ου επεισοδίου
— Όταν γκουγκλάρει κανείς το όνομά σου, το πρώτο αποτέλεσμα είναι η στήλη που διατηρούσες για πολλά χρόνια στην «Athens Voice», το «Μίλα μου βρόμικα». Ήσασταν, θεωρώ, ενδεχομένως μαζί με τον Γιώργο Πανόπουλο, δύο trademarks της AV. Πώς ήταν να απαντάς όλα αυτά τα χρόνια στα γράμματα των αναγνωστών;
Πολύ ωραία! Τα τελευταία χρόνια του ΚΛΙΚ, που είχε αναλάβει ο Φώτης Γεωργελές και ήμασταν με τον Σταύρο Θεοδωράκη, τη Μαργαρίτα Μιχελάκου, τη Μελίτα Κάραλη, μας οδήγησαν στα πρώτα χρόνια της «Athens Voice», που ήταν μαγικά. Στηνόταν μια εφημερίδα στον αέρα και συμμετείχαμε σε αυτό το όνειρο του Φώτη με όλη μας την καρδιά.
— Γιατί έληξε;
Γιατί πέρασαν πολλά χρόνια.
— Σου τελείωσε;
Ναι. Μπορεί και να μου είχε τελειώσει και αρκετά νωρίτερα, δεν ξέρω. Ένιωσα σαν να τραβάω μια σχέση από τα μαλλιά, επειδή φοβάμαι να χωρίσω. Εγώ όλα αυτά τα χρόνια ζούσα με το σύμπαν του «Μίλα μου βρόμικα». Θυμάμαι ακόμα έναν-έναν πολλά από τα παιδιά που μου έγραφαν, που ήταν τότε φοιτητές. Θυμάμαι ακόμα την «Πασχαλίτσα Τιμωρό», ήταν η αγαπημένη μου – είχα ψάξει και να τη βρω, απίθανη πένα και σκέψη, πανέξυπνη. Όλοι τους ήταν ένα ζωντανό σύμπαν που πειραματιζόταν σεξουαλικά, μουσικά, με την ίδια την πόλη. Είχαμε κοινή πορεία, κάναμε κλάμπινγκ μαζί... Αργότερα, με την κρίση, άλλαξε ο κόσμος ή τα ερωτήματα που τον απασχολούσαν, όπως άλλαξαν και για μένα. Σιγά-σιγά έπιασα τον εαυτό μου να απαντά σε γράμματα χωρίς κέφι, έχοντας εγώ η ίδια άλλα θέματα στο τραπέζι και θεωρώντας ότι η υπόθεση του γκομενικού στην Αθήνα, ειδικά την περίοδο του μεγάλου αναβρασμού, δεν ήταν κάτι που με απασχολούσε ούτε κάτι που απασχολούσε πια το ζωντανό κύτταρο της πόλης. Δεν έβρισκα τον κόσμο που νοιαζόταν για το τι θα κάνει το βράδυ. Όχι πως έπαψαν να είναι ζητήματα το γκομενικό, το αίσθημα, η φιλία – για τις ανθρώπινες σχέσεις μιλούσαμε. Αλλά πιστεύω ότι την ξεπέρασε αυτήν τη στήλη η εποχή της κι έτσι αποφάσισα να σταματήσω.
— Μετά το «Απαγορευμένο» της Άννας Βίσση, που έκανε τόσο μεγάλο μπαμ, γιατί περιόρισες τις στιχουργικές σου δουλειές τόσο πολύ; Γιατί δεν το δούλεψες;
Πάντα έγραφα όταν ήθελα να γράψω. Με την Άννα ήταν μια περίοδος που χαιρόμουν και γούσταρα να το κάνω. Ήταν ωραία εκείνη η συνάντηση, με πέτυχε σε μια περίοδο που δεν έγραφα και βαριόμουν. Φουσκώνω ακόμα από χαρά όταν θυμάμαι το «Δώδεκα» στο Ρεξ, με τους Wedding Singers και τη Μαίρη Λίντα. Είχαμε περάσει υπέροχα. Το '13, που τελειώσαμε τη συνεργασία μας με την Άννα, είχαν αρχίσει να συμβαίνουν όλα τα κακά, ήμουν στη φάση που έκλεινε η ΕΡΤ, μετά έγινε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα... Η ζωή και η σκέψη μου με πήγαν αλλού. Πέρασε μια περίοδος που αισθανόμουν άσχημα ακόμα και για τον εαυτό μου, να γράψω το παραμικρό ποστ, θεωρώντας ότι απλώς θα εκτονώσω τον ναρκισσισμό μου. Πέρασα τεράστια κρίση, κατάθλιψη, αναρωτιόμουν αν αυτήν τη δουλειά την έχουμε επινοήσει ή υπάρχει στ' αλήθεια. Τι μπορείς να γράψεις από τη στιγμή που περπατάς στον δρόμο και κάποιος ανοίγει το κεφάλι ενός ανθρώπου, πώς μπορείς να κάνεις κωμωδία για το οτιδήποτε;
— Πώς θα μπορούσες να κάνεις κωμωδία, να γράφεις ερωτικά τραγούδια, να βαυκαλίζεσαι στο Facebook, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά;
Είμαι παιδί αριστερής οικογένειας, είμαι πολύ ενοχική, την πέρασα δύσκολα εκείνη την περίοδο, φιλοσοφικά, σε σχέση με το τι κάνω, τι μπορώ να κάνω, ποια είμαι στ' αλήθεια, κατά πόσο ενστερνίζομαι αυτά που διαλαλώ, κατά πόσο είμαι άνθρωπος του εναλλακτικού lifestyle, από τι βιοπορίζομαι – μου σκάσανε όλα μαζί στο κεφάλι.
— Πώς βιώνεις την πανδημία;
Έχει μπει στη ζωή μας σαν κλουβί που μας φορέθηκε στο κεφάλι και ζούμε με αυτό. Δεν ξέρω πώς θα ήμουν αν δεν δούλευα. Το καταλαβαίνω όταν δεν μπορώ να πάρω τον υπολογιστή μου και να πάω να γράψω στο Naif, που είναι το αγαπημένο μου μαγαζί. Πάντα έγραφα έξω, σε κλαμπάκια κ.λπ., τώρα είμαι αναγκασμένη να γράφω μέσα. Το πώς επέδρασαν η πανδημία και η καραντίνα και το τι ακριβώς σημαίνει αυτό που ζούμε τώρα νομίζω ότι θα το καταλάβουμε κάνοντας μισό βήμα έξω. Η ζωή μάς έχει ξεπεράσει κι εμείς καθόμαστε και συζητάμε για το στούντιο, τα φώτα, το γύρισμα, ενώ γύρω μας συμβαίνει το «Black Mirror». Σκέψου το. Έρχεσαι για τη συνέντευξη με μάσκα, περνάνε άνθρωποι που δεν τους αναγνωρίζουμε κι εμείς μιλάμε για το μονοκάμερο, αν είναι η γλώσσα του σήμερα. Μα, η γλώσσα του σήμερα είναι το «πόσα κρούσματα», το «πού έγινε κορωνοπάρτι», το «πότε θα κάνεις το εμβόλιο».
— Θα μας μείνουν κατάλοιπα;
Πιστεύω, ναι. Αν με ρωτούσες το καλοκαίρι, που έγινε μια παρένθεση, θα σου έλεγα όχι. Βέβαια, η ανθρώπινη φύση έχει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και αυτήν τη χρυσοψαρίσια μνήμη για να επιβιώνουμε. Δεν ξέρω τι να σου πω για το '20, ούτε για τα τελευταία χρόνια.
— Κάνε μου μια ευχή για το μέλλον της ελληνικής τηλεοπτικής μυθοπλασίας και κλείσαμε.
Τώρα το τερμάτισες!
Το «Σχεδόν Ενήλικες» της Μυρτώς Κοντοβά προβάλλεται κάθε Πέμπτη στις 21:00 στο Mega.
σχόλια