ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΙΣΩΣ το νέο έκτακτο μέτρο για την «αναψοκοκκινισμένη» Αττική να είναι λίγο πιο αόριστο και πιο κινηματογραφικό όσον αφορά την ώρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Αντί για τις έξι μετά μεσημβρίας (απίστευτο μοιάζει το νούμερο, ακόμα και για τις πιο σκοτεινές μέρες του χειμώνα), να σου λέει η πολιτική προστασία ότι πρέπει να έχεις εξαφανιστεί από τους δρόμους «με τη δύση του ήλιου», σαν αναμέτρηση σε γουέστερν ή σαν την ώρα που κλείνουν οι κάλπες στις εκλογές, κι ό,τι έγινε, έγινε.
Όλα τελειώνουν με το που πέφτει το σούρουπο (και ξεκινά «η ζωή εν μπάφω», που λέει κι ένας φίλος, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, αν πιστέψουμε την ποσότητα των ναρκωτικών και ψυχοδραστικών ουσιών που ανιχνεύεται εσχάτως στα λύματα της Αττικής).
Αυτές τις μέρες μάλιστα συμπίπτει απόλυτα σχεδόν η «επίσημη» δύση του ήλιου με την ώρα που η πόλη γίνεται φάντασμα. 17:55 έδυσε χθες ο ήλιος, 17:56 θα δύσει σήμερα, και ούτω καθεξής. Αν, παρά την εντελώς αμφίβολη χρησιμότητά του και την επιβάρυνση που επιφέρει στην ήδη εξαιρετικά ευάλωτη νευροψυχολογική κατάσταση των πολιτών, εξακολουθήσει να ισχύει το μέτρο και τα επόμενα Σαββατοκύριακα, πάει και το δειλινό, που είναι μια μεγάλη παρηγοριά να το βλέπεις από κάποιο ύψωμα της πόλης (μας έχουν σώσει οι λόφοι μέσα σ' αυτή την παρανοϊκή συνθήκη).
Μόνο έγκλειστος πλέον και με όσο ορίζοντα έχει κανείς στην διάθεσή του, θα μπορεί να κοιτάζει από το παράθυρο τις αποχρώσεις που σβήνουν την ώρα που φεύγει το φως το Σάββατο ή την Κυριακή (μόνο αυτό της έλειπε της κυριακίλας, η απαγόρευση κυκλοφορίας στις έξι). Πολύ ρομαντικός είσαι, ρε φίλε, θα μου πεις, οι άνθρωποι τρέχουν και δεν φτάνουν χειρότερα από πριν, πού καιρός για ηλιοβασιλέματα...
Αν εξακολουθήσει να ισχύει το μέτρο και τα επόμενα σαββατοκύριακα, πάει και το δειλινό, που είναι μια μεγάλη παρηγοριά να το βλέπεις από κάποιο ύψωμα της πόλης (μας έχουν σώσει οι λόφοι μέσα σ' αυτή την παρανοϊκή συνθήκη).
Κι όμως, είναι σημαντικό να βλέπεις και το δειλινό κάθε τόσο, σε συνεφέρει από το παραλυτικό μούδιασμα της κλεισούρας (το Μέσα έχει γίνει δεύτερη φύση, μπορεί και πρώτη, τα πάντα μοιάζουν να είναι περί εσωτερίκευσης, περί σωματοποίησης της απομόνωσης). Ειδικά αν δεν πετυχαίνεις σχεδόν ποτέ το ξημέρωμα, παρά μόνο σπανίως και για εξαιρετικούς λόγους, είτε πολύ καλούς (εκδρομή, επικό ξενύχτι) είτε πολύ κακούς (φυσική συναλλαγή με δημόσια υπηρεσία).
Ίσως το επιχειρήσω τώρα. Σωματική άσκηση στον Λυκαβηττό επτά το πρωί (ή όποια ακριβώς ώρα είναι η ανατολή). Το ξημέρωμα θα είναι το νέο δειλινό. Ιδού ένα ελπιδοφόρο σλόγκαν.
Προς το παρόν, και μέχρι να καταφέρω να πετύχω κι εγώ κάποιου είδους προσωπική υπέρβαση (είτε το ξύπνημα αχάραγα είτε κάτι άλλο εξίσου συνταρακτικό για τη φύση μου) εξ αφορμής ή εξ αντανακλάσεως των συνθηκών της πανδημίας, όπως με ζήλια ακούω να ισχυρίζονται ότι έχουν καταφέρει κάποιοι γνωστοί, νιώθω να με ζώνουν όλο και πιο έντονα τα λόγια του Παπαγιώργη από το «Γεια σου, Ασημάκη» (αστείρευτο πάντα), κι ας προέρχονται από άλλη εποχή, από άλλη ζωή και από άλλο πλαίσιο:
«Με κάθε νέα φέτα που προστίθεται στο μέγα ακορντεόν των παρωχημένων ημερών η μουσική βελτιώνεται, αλλά πάντα προς το λυπητερότερο... Σε αντίθεση με το ολημέριον της πολυκατοικίας, όπου ἡ μέσα φωνή του φύλακα-ρουφιάνου αποθρασύνεται και με το λέγε-λέγε σε αναγορεύει σε κατά φαντασίαν αυθεντία, το έξω έχει το καλό ότι ασκεί βία. Σου δείχνει το μπόι σου... Στους δημόσιους χώρους καθένας πού σε ζυγώνει κρατάει ψαλίδα. Και μάλιστα κοφτερή. Με το κόψε – κόψε γυρνάς σπίτι με ό,τι απόμεινε. Αυτός είσαι, κι ας είσαι λίγος. Το καθόλου μόνο είναι κακό...».
σχόλια