ΕΠΕΣΕ ΛΙΓΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΧΙΟΝΙ και γίναμε όλοι αλοιφή από τη συγκίνηση. Ήταν ο πιο καλοδεχούμενος αντιπερισπασμός, παρά τα τρομοκρατικά δελτία της προηγούμενης εβδομάδας που κραύγαζαν για την επικείμενη κακοκαιρία-«τέρας» και παρά την ονομασία που της έδωσαν νοσηρά και προβλέψιμα μυαλά.
Ποιος είναι κάθε φορά αυτός που βαπτίζει τα ακραία καιρικά φαινόμενα λίγο πριν από την επέλασή τους στην ήπια και αθώα (κλιματολογικά) χώρα μας; Είναι πάντα το ίδιο πρόσωπο; Μήδεια!;! Έλεος. Ό,τι πιο θρίλερ, αιμοβόρικο και μισογυνικό θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, και μάλιστα στο χειρότερο δυνατό timing, την ώρα που αποκαλύπτεται επιτέλους η συστηματική σεξουαλική κακοποίηση που έχουν υποστεί τόσες γυναίκες (και άντρες) στα χέρια σκατόψυχων εξουσιαστών. Ας ονόμαζαν τον χιονιά Οιδίποδα. Ή, ξέρω γω, Βαγγέλη, δεν είναι απαραίτητο να παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία ή σε ενδοοικογενειακό μακελειό ψυχοσεξουαλικού τύπου.
Όποιο κι αν ήταν πάντως το όνομα του φαινομένου, δεν θα άλλαζε το γεγονός ότι το χιόνι έπεσε περίπου ως θεόσταλτο στην Αθήνα της επιβεβλημένης εσωστρέφειας που κατεβάζει ρολά (μεταφορικά πάντα, τα ρολά στα μαγαζιά είναι έτσι κι αλλιώς κατεβασμένα) μόλις πέσει το βράδυ. Και πολλοί ταλαίπωροι Αθηναίοι –νομοταγείς πολίτες κατά τ' άλλα και ουδόλως ψέκες ή αρνητές– τόλμησαν να ξεκολλήσουν τη μύτη από το τζάμι και να βγουν έξω μέσα στη νύχτα για να χαρούν δια ζώσης το φαινόμενο, αψηφώντας την απαγόρευση. Σαν τους χαρακτήρες του «Σνούπι» (παρότι ο ίδιος ο Σνούπι ήταν σκληρός κι αμετανόητος καλοκαιράκιας) τα Χριστούγεννα.
Η χαρά ήταν μεταδοτική και απλωνόταν ψηφιακά στην ησυχία της νύχτας μέσα από αναρτήσεις στα social media και ανταλλαγή αναμνήσεων από αθηναϊκά χιόνια του παρελθόντος, κοντινού και απώτερου (μιλάμε για πολύ απώτερου – μια παλιά συμμαθήτρια θυμήθηκε τότε στα '80s, που όποτε χιόνιζε για τα καλά την κοπανάγαμε από το σχολείο και φτάναμε μέχρι το «Roller» στο Κεφαλάρι, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα τα μισά σχεδόν σχολεία της Αθήνας).
Oι νέοι δεν έχω ιδέα πώς ακριβώς την παλεύουν. Μπορεί αυτή η γενιά που μεγάλωσε και μεγαλώνει μέσα σε κρίσεις να είναι από άλλο μέταλλο, από άλλο ύφασμα, πιο ενισχυμένο.
Από το ξεκίνημα αυτής της συνθήκης που τόσο καθοριστικά (απορ)ρυθμίζει την ύπαρξή μας εδώ κι έναν χρόνο, διεξάγεται μια συζήτηση με το εξής, μονότονο ίσως αλλά επίμονο και ενδεχομένως καίριο ερώτημα: Σε τι είδους άτομα θα έχουμε εξελιχθεί μετά την πανδημία; Και τι είδους μεταλλάξεις θα έχουν επέλθει, όχι στον ιό, αλλά στη δική μας νοοτροπία και συμπεριφορά;
Ιδέα δεν έχω στην πραγματικότητα, αν και είναι περίπου βέβαιο ότι είναι πολλά και απρόβλεπτα τα κουσούρια, νέα και παλιά, που θα μας μείνουν μετά απ' όλο αυτό. Αυτό που θα έλεγα ως διαπίστωση είναι ότι, ασχέτως του τι θα γίνει «μετά», τώρα, εν μέσω της πανδημίας και των διαδοχικών lockdowns, οι περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζονται μάλλον πιο δοτικοί, πιο ταπεινόφρονες, πιο ευάλωτοι, πιο σεντιμεντάλ, αλλά και πιο ειλικρινείς ίσως. Και πιο ψύχραιμοι και συγκαταβατικοί. Μάστορες –αναγκαστικά– στην οικονομία λόγων και έργων, εξπέρ στη θυμόσοφη μοιρολατρία. Όχι παραιτημένοι ακριβώς, αλλά κατασταλαγμένοι, έστω και μ' έναν αποτραβηγμένο, υπνωτικό τρόπο. Και σίγουρα φαίνονται να σκέφτονται και να νιώθουν περισσότερο τους άλλους. Κι αυτό είναι καύσιμο ζωής, είναι μέσο για να την βγάλεις καθαρή.
Μιλάω για τους μεγαλύτερους κυρίως, οι νέοι δεν έχω ιδέα πώς ακριβώς την παλεύουν. Μπορεί αυτή η γενιά που μεγάλωσε και μεγαλώνει μέσα σε κρίσεις να είναι από άλλο μέταλλο, από άλλο ύφασμα, πιο ενισχυμένο. Από την άλλη, λόγω ηλικίας, φρεσκάδας και μακρινού ορίζοντα μπροστά τους, μπορεί και να εξακολουθούν να απολαμβάνουν τη μοναδικότητα και τον «νεωτερισμό» αυτής της αφύσικης κατάστασης.
Το παίξαμε κι εμείς αυτό το παιχνίδι την περασμένη άνοιξη όταν πιστεύαμε ότι παρακολουθούμε ένα συνταρακτικό μονόπρακτο που όμως εξελίχθηκε δυστυχώς σε αργόσυρτη δραματική σειρά με κάποιες κωμικοτραγικές μικροανατροπές –έτσι για να συντηρείται το ενδιαφέρον του θεατή–, που την ανέχεσαι μόνο και μόνο επειδή τη βλέπουν όλοι και αισθάνεσαι υποχρεωμένος να έχεις κι εσύ μια άποψη.