Η πανδημία του SARS-CoV-2 ανέτρεψε σε πολύ μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα και τις συνήθειές μας και οι πρακτικές που αφορούν τη φροντίδα της υγείας μας δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Ο φόβος που προκάλεσε ο νέος κορωνοϊός γενικά και η αποφυγή κλειστών χώρων ειδικότερα οδήγησαν πολλούς ανθρώπους στην αναβολή των επισκέψεών τους στον γιατρό ή ακόμα και των εξετάσεων, των ίδιων αλλά και των παιδιών τους.
Οι παιδίατροι στη χώρα μας δηλώνουν ότι το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε και στον τομέα της Παιδιατρικής. Όπως ανέφερε πρόσφατα και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων, κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι γονείς δεν τηρούν τα ραντεβού για τον εμβολιασμό των παιδιών τους στο ποσοστό που θα έπρεπε, ενώ η Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία διαπιστώνει την ύπαρξη ανησυχητικού κενού στα εμβόλια ρουτίνας παιδιών και εφήβων που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επανεμφάνιση παλιών λοιμωδών νοσημάτων.
Σημειώνεται ότι στο πρώτο lockdown (Μάρτιος - Απρίλιος 2020) ο βασικός εμβολιασμός ρουτίνας (διφθερίτιδα, τέτανος, κοκίτης, ηπατίτιδα Β, Hib, πολιομυελίτιδα, πνευμονιόκοκκος, ιλαρά, ερυθρά, παρωτίτιδα) ελαττώθηκε σημαντικά. Στα παιδιά ηλικίας μικρότερης των δεκαοκτώ μηνών μόνο ποσοστό 20% εμβολιάστηκε, ενώ στα παιδιά ηλικίας άνω των τεσσάρων ετών και στους εφήβους δυστυχώς τα ποσοστά εμβολιασμού σχεδόν μηδενίστηκαν.
Όσοι εμβολιάζονται, λοιπόν, ή πρόκειται να εμβολιαστούν κατά του νέου κορωνοϊού δεν πρέπει να ξεχνούν την ύπαρξη δεκάδων σοβαρών και δυνητικά θανατηφόρων λοιμωδών νοσημάτων που απειλούν τα παιδιά μας, έναντι των οποίων υπάρχει δυνατότητα προστασίας.
Επίσης, σύμφωνα με την Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία, μετά το πρώτο lockdown και μέχρι τον Οκτώβριο 2020, με την προτροπή των παιδιάτρων, οι εμβολιασμοί αυξήθηκαν σημαντικά σε όλες τις ηλικίες, φτάνοντας σε ποσοστό 80%, αλλά με το δεύτερο lockdown, τον Νοέμβριο, τα ποσοστά των βασικών εμβολιασμών ρουτίνας στα παιδιά κάτω των δεκαοκτώ μηνών μειώθηκαν και πάλι κατά 17-20%, ενώ στα μεγαλύτερα παιδιά και στους εφήβους μειώθηκαν κατά 40%. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι έχει δημιουργηθεί ένα ανησυχητικό εμβολιαστικό κενό, το οποίο έχει ως συνέπεια τη σημαντική ελάττωση του τείχους προστασίας-ανοσίας της αγέλης έναντι κάποιων λοιμωδών νοσημάτων σε παιδιά και εφήβους.
Είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο να καλυφθεί το ταχύτερο δυνατό το εμβολιαστικό κενό που έχει δημιουργηθεί στον πληθυσμό και να μην επιτρέψουμε, ειδικά εν μέσω των υγειονομικών συνθηκών που επικρατούν, να κινδυνεύσει η υγεία των παιδιών από νοσήματα, για τα οποία έχουμε ήδη στη διάθεσή μας αποδεδειγμένα αποτελεσματικά και ασφαλή εμβόλια.
Άλλωστε, η σημασία και η αξία του εμβολιασμού είναι ένα από τα πολύ σημαντικά μαθήματα που μας έδωσε η πανδημία. Ας αναλογιστούμε την τεράστια επίπτωση που είχε μέχρι πριν από μερικούς μήνες στη ζωή μας η απουσία εμβολίου για μία και μόνο νόσο.
Όσοι εμβολιάζονται, λοιπόν, ή πρόκειται να εμβολιαστούν κατά του νέου κορωνοϊού δεν πρέπει να ξεχνούν την ύπαρξη δεκάδων σοβαρών και δυνητικά θανατηφόρων λοιμωδών νοσημάτων που απειλούν τα παιδιά μας, έναντι των οποίων υπάρχει δυνατότητα προστασίας. Επομένως, οι γονείς, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, πρέπει να ελέγξουν το βιβλιάριο υγείας των παιδιών τους και να βεβαιωθούν ότι ο εμβολιασμός τους γίνεται κανονικά βάσει του ενδεδειγμένου προγραμματισμού. Εάν αυτό δεν έχει συμβεί, τότε θα πρέπει να προχωρήσουν άμεσα στα εμβόλια που έχουν παραλειφθεί.
Κατά την επίσκεψή τους στον παιδίατρο, προτείνεται να ζητήσουν να ενημερωθούν αναφορικά με τους κινδύνους της μηνιγγίτιδας Β. Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Επιδημιολογικής Επιτήρησης για Λοιμώδη Νοσήματα, στη χώρα μας, κατά την περίοδο 2004-2020 το 77,4% (666/861) των περιπτώσεων μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας, όπου έγινε προσδιορισμός της ορο-ομάδας, οφείλεται στην οροομάδα Β, ενώ δεύτερη σε συχνότητα ταυτοποιήσιμη οροομάδα είναι η C. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας, μάλιστα, διαπιστώθηκε ένα πολύ σημαντικό εμβολιαστικό κενό ειδικά ως προς τη συγκεκριμένη νόσο, η οποία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Προσβάλλει κυρίως βρέφη, νήπια και νεαρούς ενήλικες, εξελίσσεται ταχύτατα μέσα σε είκοσι τέσσερις μόλις ώρες και μπορεί να προκαλέσει μόνιμες αναπηρίες ή να οδηγήσει ακόμα και σε θάνατο. Περίπου ένα στα πέντε περιστατικά μηνιγγίτιδας μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, π.χ. μόνιμες αναπηρίες.
Τον μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα διατρέχουν βρέφη ηλικίας κάτω του ενός έτους και ακολουθούν τα νήπια ηλικίας ενός έως τεσσάρων ετών. Οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες διατρέχουν, επίσης, αυξημένο κίνδυνο προσβολής από τη νόσο. Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, καθώς μπορεί να εξελιχθεί ραγδαία και να οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο. Στα αρχικά στάδια της νόσου, όμως, τα συμπτώματα μοιάζουν με αυτά της απλής γρίπης, κρυολογήματος ή κάποιων άλλων ιώσεων που έχουν ξανάρθει στην επιφάνεια λόγω της επιστροφής των παιδιών στα σχολεία: υψηλός πυρετός, πονοκέφαλος, έμετος, φωτοφοβία, ανορεξία. Έτσι, δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για ένα απλό κρυολόγημα που «θα περάσει γρήγορα», δυστυχώς όμως εξελίσσεται ραγδαία.
Ο μοναδικός τρόπος για την αποτελεσματική και ασφαλή πρόληψη της μηνιγγίτιδας Β είναι η έγκαιρη έναρξη και ολοκλήρωση του εμβολιασμού των παιδιών, ο οποίος δύναται να ξεκινήσει από την ηλικία των δύο μηνών. Ο εμβολιασμός κατά των υπόλοιπων τύπων μηνιγγίτιδας είναι επίσης απαραίτητος, ωστόσο δεν προστατεύει τα παιδιά από τη μηνιγγίτιδα Β. Οι γονείς δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι ο μόνος αρμόδιος υπεύθυνος για την ενημέρωσή τους ως προς τα οφέλη των εμβολίων αλλά και τους κινδύνους που υπάρχουν αν νοσήσει το παιδί τους είναι ο παιδίατρος. Εκείνος είναι που διαθέτει την επιστημονική κατάρτιση για να επιλύσει τυχόν απορίες τους σχετικά με τις παρενέργειες των εμβολίων. Ας συνεργαστούμε ώστε να επανέλθει η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού στα προηγούμενα υψηλά επίπεδα και ας μην ξεχνάμε ότι τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά, ασφαλή και σώζουν ζωές, καθώς και το ότι οι παιδίατροι, τηρώντας όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα στα ιατρεία τους, φροντίζουν για τον ασφαλή εμβολιασμό όλων των μικρών ασθενών τους