ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, πιθανότατα, τόσο παλιά όσο και το είδος μας και η οποία είναι αφενός βαθιά ηθική και φιλοσοφική, αφετέρου και κατά πρώτο λόγο εντελώς πραγματιστική, αφού αφορά μια απόφαση που ένας άνθρωπος, ένας βαριά ασθενής στην περίπτωση αυτή, μπορεί, εφόσον αυτό του επιτρέπεται, να πάρει μία μόνο φορά και από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Εξίσου μεγάλος είναι, ταυτόχρονα, ο προβληματισμός που αφορά σε ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι σε θέση να αποφασίσουν ή/και να ενεργήσουν οι ίδιοι (διακοπή της μηχανικής υποστήριξης της ζωής) αλλά και το κατά πόσο ο γιατρός τους ή άλλο κοντινό τους πρόσωπο δικαιούται –και επιθυμεί– να τους συνδράμει.
Ειδικοί επιστήμονες και διανοητές –ο διδάκτορας Νομικής Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος, ο συγγραφέας Σταύρος Ζουμπουλάκης, η επίκουρη καθηγήτρια Γηριατρικής στην Ιατρική Σχολή Αθηνών Ευρυδίκη Κραββαρίτη, η διευθύντρια της Μονάδας Ανακουφιστικής Φροντίδας «Γαλιλαία» Αλίκη Τσερκέζογλου και η content creator Μαρία Χατζηιωάννου, με συντονίστρια τη δημοσιογράφο Μανίνα Ντάνου, αλλά και ασθενείς, καθώς επίσης συγγενείς αυτών, μοιράστηκαν τις προσωπικές τους εμπειρίες, μιλώντας ανοιχτά και με ειλικρίνεια, σε μια αίθουσα γεμάτη ακροατές όλων των ηλικιών –στην πλειοψηφία τους γυναίκες– για την ευθανασία και την υποβοηθούμενη αυτοκτονία στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Η εκδήλωση στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, στο πλαίσιο του Society Uncensored με τίτλο «Τελική έξοδος» έλαβε χώρα σε μια περίοδο που το ζήτημα αυτό βρίσκεται στην επικαιρότητα, εξ αφορμής και της εξόδου στις κινηματογραφικές αίθουσες της «Τελευταίας Πνοής» του 91χρονου, πλέον, Κώστα Γαβρά, ο οποίος διαπραγματεύεται αυτό ακριβώς το δίλημμα, κάτι που έπραξε κι ο Πέδρο Αλμοδόβαρ στο «Διπλανό Δωμάτιο», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του ’24, έναν μήνα περίπου αφότου η βρετανική Βουλή τάχθηκε με 330 ψήφους έναντι 275 υπέρ της αλλαγής του νόμου για την ευθανασία. Ιδού τι κατέγραψα από τα όσα ενδιαφέροντα ειπώθηκαν:
Οκτώ χώρες στον κόσμο συν κάποιες Πολιτείες της Αυστραλίας επιτρέπουν σήμερα υπό αυστηρές προϋποθέσεις την ενεργητική εθελοντική ευθανασία, από τις οποίες οι πέντε ευρωπαϊκές (Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ισπανία, Πορτογαλία), με τη Μεγάλη Βρετανία να είναι η αμέσως επόμενη «υποψήφια». Η Ελβετία την αποδέχεται επίσης αλλά μόνο για ξένους υπηκόους. Αρκετά περισσότερες είναι οι χώρες όπου επιτρέπεται η παθητική ευθανασία (άρνηση θεραπείας/απόσυρση υποστήριξης ζωής), ανάμεσά τους και η Ελλάδα, όπου πάντως η υποβοηθούμενη αυτοκτονία κάθε μορφής αποτελεί ποινικό αδίκημα και επισύρει πέντε χρόνια φυλάκιση ή και παραπάνω για το πρόσωπο που συνέργησε. Στον Καναδά, πάλι, που από το 2016 επιτρέπει την εθελοντική ευθανασία, ένα 7% του πληθυσμού συναινεί να εφαρμοστεί και στους ίδιους.
Ένα γενικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η επικρατούσα κουλτούρα της μη ενημέρωσης του ασθενούς για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, κάτι που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στο να μπορέσει να πάρει ο ίδιος μια τέτοια απόφαση, ακόμα και στην περίπτωση που θα άλλαζε ο νόμος.
Εκτός από την υποβοηθούμενη αυτοκτονία με τη λήψη κάποιου σκευάσματος από τον ίδιο τον ασθενή, υπάρχουν επίσης η ενεργητική ευθανασία (διακοπή της μηχανικής υποστήριξης από τον γιατρό) και η παθητική ευθανασία, που έγκειται στη μη έναρξη της διαδικασίας αποτροπής του θανάτου. Όλα αυτά, πάντα, σε περιπτώσεις ανίατων ασθενειών που βρίσκονται στο τελικό στάδιο. Απαραίτητη είναι η γραπτή συναίνεση του ασθενούς, ο οποίος πρέπει να είναι απόλυτα διαυγής πνευματικά –διαφορετικά απαιτείται η συναίνεση συγγενών α’ βαθμού–, και βέβαια η σχετική ιατρική γνωμάτευση ότι έχει εξαντληθεί κάθε πρόσφορο μέσο θεραπείας και ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Η ευθανασία ή η υποβοηθούμενη αυτοκτονία σε ανηλίκους απαγορεύονται, κατά κανόνα, στις περισσότερες χώρες όπου αυτές επιτρέπονται νομικά.
Ένα γενικότερο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η επικρατούσα κουλτούρα της μη ενημέρωσης του ασθενούς για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, κάτι που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στο να μπορέσει να πάρει ο ίδιος μια τέτοια απόφαση, ακόμα και στην περίπτωση που θα άλλαζε ο νόμος. Υπάρχει επίσης έντονη εμπλοκή της οικογένειας και των συγγενών, που επηρεάζει και τις αποφάσεις για την πορεία του ασθενούς. Παρότι όμως εκτιμάται ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι ακόμα έτοιμη να αντιμετωπίσει ψύχραιμα το ζήτημα της ευθανασίας, οι περισσότεροι ομιλητές συμφώνησαν ότι οφείλουμε να σεβόμαστε την επιθυμία ενός ασθενούς σε τελικό στάδιο για τη συνέχιση ή μη κάποιας θεραπείας, λαμβάνοντας υπόψη την τεράστια ταλαιπωρία που υφίσταται με τη διαρκή παράταση όχι της ζωής αλλά του θανάτου, όπως τονίστηκε, κάτι το οποίο είναι σήμερα πιο εφικτό από ποτέ χάρη στην πρόοδο της ιατρικής.
Τονίστηκε, επιπλέον, η ιδιαίτερη σημασία της ανακουφιστικής φροντίδας, που στη χώρα μας βρίσκεται ακόμα σε πολύ πρώιμο στάδιο. Η ανακουφιστική φροντίδα, που προηγείται της όποιας συζήτησης περί ευθανασίας, προσφέρεται και κατ’ οίκον και μπορεί να κάνει πολύ πιο βατό το «πέρασμα», σε ένα περιβάλλον σίγουρα πιο ευχάριστο από το νοσοκομειακό, ενώ δίνει τη δυνατότητα στον ασθενή ή τον υπερήλικα που έχει πλέον καταπέσει χωρίς προοπτική επανάκαμψης να έχει εκείνος τον έλεγχο στις τελευταίες του στιγμές. Στην Ελλάδα υπάρχει σήμερα μόνο μία εξειδικευμένη μονάδα ανακουφιστικής φροντίδας, η «Γαλιλαία», ενώ ελλείψεις αναφέρθηκαν και στα παρηγορητικά φάρμακα όπως η μορφίνη. «Κανείς άνθρωπος και για κανέναν λόγο δεν αξίζει να υποφέρει σε τέτοιο βαθμό», όπως είπε χαρακτηριστικά σε ζωντανή μετάδοση σύζυγος βαριά ασθενούς που απεβίωσε. «Πώς απαντάς στον άνθρωπο που απελπισμένα σε ρωτά “πόσο ακόμα θα κρατήσει όλο αυτό”»;

Διατυπώθηκε η άποψη ότι κοντά στο δικαίωμα στη ζωή οφείλουμε να εξετάσουμε και την αναγνώριση του δικαιώματος στον θάνατο, με στόχο αυτός να είναι όσο το δυνατόν πιο αξιοπρεπής. Η προστασία και η διατήρηση/παράταση της ζωής με κάθε τρόπο είναι μεν αξίωμα, υπάρχουν εντούτοις περιπτώσεις που αυτή η «εξαναγκαστική» παράταση είναι τόσο ανυπόφορη και οδυνηρή, τόσο για τον ασθενή όσο και για τους δικούς του ανθρώπους –σωστό βασανιστήριο–, ώστε το αξίωμα αυτό θα πρέπει, όπως ειπώθηκε, να επανεξεταστεί. «Όσοι αντιτίθενται απόλυτα στην ευθανασία είναι όλοι τους υγιείς», ειπώθηκε χαρακτηριστικά.
Υπάρχουν, βεβαίως, μια σειρά άλλα ζητήματα που οφείλουν να εξεταστούν σε αυτό το πλαίσιο, όπως το πόσοι γιατροί θα δέχονταν να κάνουν τη θανατηφόρο ένεση αν επρόκειτο για ενεργητική ευθανασία, ή το ποιος θα λάβει την τελική απόφαση αναφορικά με ψυχικά πάσχοντες ή ανθρώπους που δεν επικοινωνούν με το περιβάλλον, όπως, π.χ., όσοι έχουν άνοια. Υπάρχει επίσης το ενδεχόμενο να «πιεστεί» κάποιος ασθενής ώστε, εκούσια ή μη, να συναινέσει στον τερματισμό της ζωής του από κοντινά του πρόσωπα για οικονομικά ή άλλα συμφέροντα. Εκτιμάται ωστόσο ότι αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν, καθώς μάλιστα οι «κόκκινες γραμμές» απέναντι στην ευθανασία υποχωρούν παγκοσμίως.
Αναφέρθηκαν τα παραδείγματα τριών οργανισμών που ειδικεύονται στο πεδίο, της ελβετικής Dignitas, της αυστραλιανής Exit και της αμερικανικής Final Exit, ενώ υπήρξαν και ζωντανές συνδέσεις με εκπροσώπους. Οι δύο πρώτοι παρέχουν σκευάσματα που προωθούν την ευθανασία, ενώ ο τρίτος ειδικεύεται στη συμβουλευτική, χωρίς να παρέχει ο ίδιος τα μέσα. Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε, καθώς ειπώθηκε, να λειτουργήσει και στην Ελλάδα, καθώς η συμβουλευτική δεν αντιβαίνει στο ισχύον νομικό πλαίσιο.
Ο χριστιανισμός, όπως και οι άλλες μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, απορρίπτει κατηγορηματικά την ευθανασία και σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η Εκκλησία διατηρεί στενούς δεσμούς με την πολιτεία, η άποψή της είναι βαρύνουσα. Η τελευταία προκρίνει την ανακουφιστική φροντίδα, η «Γαλιλαία» εξάλλου λειτουργεί υπό την αιγίδα της Μητρόπολης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Η Καθολική Εκκλησία, πάλι, δείχνει τα τελευταία χρόνια να βλέπει πιο θετικά τη δυνατότητα της ευθανασίας, όπως αναφέρθηκε.
Σημαντικό είναι, όπως ειπώθηκε, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να έχει στη διάθεσή του κάποιο σκεύασμα για υποβοηθούμενη αυτοκτονία ώστε να νιώθει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να το χρησιμοποιήσει, ακόμα κι αν δεν το κάνει. «Το να έχεις μαζί σου, για παράδειγμα, ένα Xanax για την περίπτωση που θα πάθεις κρίση πανικού δεν σημαίνει ότι θα το πάρεις οπωσδήποτε, μπορεί, αντίθετα, η ιδέα και μόνο να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην εκδήλωση της κρίσης»· κάτι αντίστοιχο λοιπόν θα μπορούσε να γίνει και με τα σκευάσματα αυτά, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι οι τρεις στους δέκα που είχαν τη δυνατότητα δεν την αξιοποίησαν τελικά.