Στις 28 Ιουλίου 1914, πριν από 107 χρόνια, ένας νεαρός Σέρβος σπουδαστής, ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ, οπαδός της πανσλαβικής κίνησης, δολοφόνησε στο Σεράγεβο, που ήταν τότε μέρος της Αυστροουγγαρίας, τον αρχιδούκα, διάδοχο της Αυστρίας Φερδινάνδο και τη σύζυγό του Σοφία Φον Τσότεκ. Η Αυστροουγγαρία με την υποστήριξη της Γερμανίας διέταξε γενική επιστράτευση, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας και βομβάρδισε το Βελιγράδι στις 28 Ιουλίου.
Πολύ γρήγορα ο πόλεμος γενικεύτηκε. Ο πόλεμος εναντίον της Γαλλίας κηρύχτηκε στις 3 Αυγούστου. Οι κεντρικές δυνάμεις, η Αυστρία και η Γερμανία βρέθηκαν σε σύγκρουση με την Αντάντ, δηλαδή την Γαλλία, την Αγγλία και τους συμμάχους. Στις 6 Απριλίου του 1917 μπαίνει και η Αμερική στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Ο Μεγάλος Πόλεμος –όπως τον έλεγαν τότε– κράτησε έως τις 11 Νοεμβρίου του 1918, πάνω από 4 χρόνια και κόστισε τις ζωές 8,5 εκατομμυρίων στρατιωτών και 14,5 εκατομμυρίων αμάχων.
Το Ιούνιο του 1937 στο Παρίσι παρουσιάστηκε ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του κινηματογράφου, ίσως η πιο ενδιαφέρουσα αντιπολεμική ταινία που έγινε ποτέ για τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, La Grande Illusion, Η Μεγάλη Χίμαιρα. Απίστευτο αλλά αληθινό: η ταινία δεν είχε καμιά σκηνή μάχης ή πολέμου. Ο Orson Welles έλεγε πως αν ήταν να πάρει μαζί του μια ταινία για πάντα αυτή θα ήταν Η Μεγάλη Χίμαιρα.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας ήταν ο Jean Renoir, ο γιός του γνωστού ιμπρεσιονιστή ζωγράφου August Renoir. Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το βιβλίο του 1908, The Great Illusion του Άγγλου δημοσιογράφου Norman Angel, που πίστευε ότι ο Α' Παγκόσμιος δεν είχε κανένα νόημα γιατί τα ευρωπαϊκα κράτη είχαν κοινά οικονομικά συμφέροντα και ο πόλεμος δεν θα ωφελούσε κανέναν νικητή.
Ο Jean Renoir που υπήρξε μέλος του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος παρουσιάζοντας την ταινία είχε πει ξεκάθαρα πως ήθελε να είναι αντιπολεμική. Ήδη το 1937 όχι μόνο ο Jean Renoir αλλά και πολλοί άλλοι φοβόντουσαν πως ένας νέος παγκόσμιος πόλεμος πλησίαζε. Αν και αναφέρεται στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ταινία είναι σαν να μιλάει για κάθε πόλεμο, σα να λέει «ο πόλεμος είναι η μεγάλη αυταπάτη, Η Μεγάλη Χίμαιρα». Και πράγματι όταν αυτή η αντιπολεμική ταινία προβλήθηκε στη Γερμανία, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Goebbels την κήρυξε θανάσιμο εχθρό του Γ' Ράιχ, απαγορεύτηκε η προβολή της και οι κόπιες καταστράφηκε από τους ναζί.
Το αρνητικό της ταινίας για πολλά χρόνια είχε θεωρηθεί χαμένο. Πίστευαν πως είχε καταστραφεί σε έναν βομβαρδισμό του 1942 και οι προβολές της ταινίας ως πρόσφατα δεν είχαν καλή εικόνα γιατί ήταν από αντίγραφα. Όμως το πρωτότυπο αρνητικό είχε σταλεί πριν από τον βομβαρδισμό κρυφά στο Βερολίνο, στο Reichsfilmarchiv.
Η Μεγάλη Χίμαιρα είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία, όχι μόνο καλλιτεχνική αλλά και εμπορική. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, ενώ την είδαν 12.000.000 θεατές.
Η ταινία διηγείται πως μια ομάδα αιχμαλώτων Γάλλων αξιωματικών και λοχαγών δραπετεύει από διάφορα στρατόπεδα του γερμανικού στρατού. Η διαφορά ανάμεσα στους Γάλλους στρατιώτες και τους Γερμανούς είναι ξεκάθαρη από την πρώτη στιγμή. Στην αρχή της ταινίας οι Γάλλοι ακούνε το γνωστό ερωτικό τραγουδάκι Φρου Φρου, ενώ οι Γερμανοί στην επόμενη σκηνή ακούνε πολεμικά εμβατήρια.
Οι Γάλλοι αξιωματικοί λίγο πριν δραπετεύσουν από ένα από τα στρατόπεδα, ανεβάζουν μια παράσταση που θυμίζει vaudeville, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες αλλά μόλις μάθουν πως ο γαλλικός στρατός κατέλαβε το γειτονικό οχυρό Douaumont, βγάζουν τις γυναικείες περούκες, διακόπτουν την παράσταση και σε στάση προσοχής τραγουδούν τον γαλλικό εθνικό ύμνο της Γαλλίας, τη Marseillaise.
Ένα από τα κεντρικά μοτίβα της ταινίας είναι η αντίθεση ανάμεσα στον παλιό κόσμο που φεύγει με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον νέο κόσμο που δημιουργείται. Ο παλιός κόσμος που φεύγει είναι εκείνος που απολάμβαναν, που μοιράζονταν οι Γερμανοί και Γάλλοι αριστοκράτες. Εμπιστευόντουσαν ο ένας τον άλλο, είχαν κοινές εμπειρίες, σύχναζαν στα ίδια μέρη στο Βερολίνο ή το Παρίσι, είχαν τον ίδιο κύκλο γνωστών και κοινούς φίλους.
Είχαν επίσης ένας δικό τους τρόπο να τιμούν ο ένας τον άλλο. Ο Γερμανός αξιωματικός Rittmeister von Rauffen, που τον υποδύεται ο καταπληκτικός Erich von Stroheim, στην αρχή της ταινίας θα ζητήσει από τους λοχαγούς του να καταθέσουν στεφάνι για τον Γάλλο πιλότο που έχασε τη ζωή του ηρωικά στο εχθρικό γερμανικό έδαφος. Αργότερα, θα κόψει το μοναδικό λουλούδι, ένα αναιμικό γεράνι, στο κάστρο-φυλακή προς τιμήν του νεκρού «εχθρού» αλλά και φίλου Γάλλου αριστοκράτη, του αξιωματικού Capitain de Boeldieu (Pierre Fresnay).
Ο θάνατος του Boeldieu έρχεται γιατί ο ίδιος ο Rittmeister von Rauffen αναγκάστηκε να τον πυροβολήσει από μακριά. Ο Boeldieu το έσκασε από το κελί του, ανέβηκε στη στέγη της φυλακής και παίζοντας φλάουτο περνούσε γρήγορα από τη μια στέγη στην άλλη για να αποσπάσει την προσοχή των Γερμανών στρατιωτών και να αποδράσουν οι δυο σύντροφοί του. Λίγο πριν φύγει ο Boeldieu από τη ζωή, ο Rittmeister von Rauffen του ζητάει συγγνώμη, ενώ προσπάθησε να τον τραυματίσει στα πόδια, αστόχησε και τον χτύπησε θανάσιμα.
Οι δυο αξιωματικοί, ο Γάλλος και ο Γερμανός, που αποτελούν μέρος της ίδιας ευρωπαϊκής αριστοκρατικής κοινότητας, ομολογούν ο ένας στον άλλον πως ο δικός τους κόσμος δεν θα υπάρχει πια μετά τη λήξη του πολέμου. «Ίσως να με εξυπηρετήσατε» λέει ο Boeldieu φεύγοντας από τη ζωή. «Δεν θα υπάρχει θέση πια για μας μετά τον πόλεμο».
Η ανθρωπιά, οι δεσμοί που αναπτύσσονται αντί για το μίσος ανάμεσα στους «εχθρούς», δεν έχουν να κάνουν μόνο με τους αριστοκράτες αλλά και με τους αστούς. Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, οι δυο αστοί Γάλλοι λοχαγοί καταφέρνουν χάρη στη θυσία του Boeldieu να ξεφύγουν.
Ο Maréchal, ο αστός μηχανικός (Jean Gabin) και ο Resental, ο εβραίος έμπορος (Marcel Dario), εξαθλιωμένοι από τη στέρηση και τον φόβο, προχωρούν για μέρες στα γερμανικά βουνά και μετά από μεγάλη περιπλάνηση φτάνουν μπροστά σ’ ένα σπιτάκι, σε μια ερημική τοποθεσία της Γερμανίας, κοντά στα σύνορα με την Ελβετία. Εκεί μένει η Elsa με την οχτάχρονη κόρη της Lotte. H Elsa έχει χάσει τον άντρα της και τα αδέρφια της στον πόλεμο από τους Γάλλους στρατιώτες αλλά δεν θα διστάσει, όταν Γερμανοί στρατιώτες χτυπήσουν την πόρτα της για πληροφορίες, να κρύψει τους δυο φυγάδες.
Η παρουσία τους στο σπίτι της θα γεμίσει χαρά και εκείνη και την κόρη της αλλά και τους ίδιους. Στο μεγάλο οικογενειακό τραπέζι όπου κάποτε η Elsa γευμάτιζε με τον Γερμανό σύζυγό της και τα αδέρφια της που έφυγαν για να πολεμήσουν τους Γάλλους και δεν επέστρεψα ποτέ, τώρα η Elsa και η Lotte δειπνούν με τους δυο Γάλλους στρατιώτες-φυγάδες. Ένας έρωτας αναπτύσσεται ανάμεσα στην Elsa και τον Maréchal.
Η Μεγάλη Χίμαιρα - τρέιλερ
Πραγματικά αξίζει να δείτε αυτή την ταινία μια βραδιά που θα μείνετε σπίτι. Θα χαρείτε κάτι διαφορετικό. Η Μεγάλη Χίμαιρα δημιουργεί ευφορία και φέρνει ελπίδα στις ζωές μας. Μπορείτε να τη δείτε πολύ εύκολα στο Ίντερνετ, μέσα από διάφορες ηλεκτρονικές πλατφόρμες, και να συνδέσετε τον υπολογιστή με την τηλεόρασή σας.
Μια ενδιαφέρουσα ιστορία από μόνη της είναι η περιπέτεια του πρωτότυπου εύφλεκτου αρνητικού της ταινίας που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, τη δεκαετία του 1990. Το αρνητικό της ταινίας για πολλά χρόνια είχε θεωρηθεί χαμένο. Πίστευαν πως είχε καταστραφεί σε έναν βομβαρδισμό του 1942 και οι προβολές της ταινίας ως πρόσφατα δεν είχαν καλή εικόνα γιατί ήταν από αντίγραφα. Όμως το πρωτότυπο αρνητικό είχε σταλεί πριν από τον βομβαρδισμό κρυφά στο Βερολίνο, στο Reichsfilmarchiv.
To 1945 οι Ρώσοι μπήκαν πρώτοι στο Βερολίνο και άδειασαν στα καμιόνια τους τις ταινίες του Reichsfilmarchiv και τις πήραν στη Μόσχα, στα κρατικά αρχεία, στην Gosfilmofond. Εκεί το αρνητικό έμεινε ξεχασμένο για πολλές δεκαετίες. Αργότερα επεστράφη με όλες τις γαλλικές ταινίες στη Cinemateque στην Τουλούζη και έμεινε εκεί για άλλα 30 χρόνια, μέσα σε έναν σωρό αρνητικών, χωρίς να έχει κανείς ανακαλύψει ότι βρισκόταν εκεί.
Μόνο στη δεκαετία του 1990, όταν τα εύφλεκτα αρνητικά όλων των ταινιών στάλθηκαν στα κρατικά γαλλικά αρχεία στο Bois d’Arcy, ανακαλύφθηκε το πρωτότυπο αρνητικό, ταυτοποιήθηκε, διασώθηκε και τώρα μετά από προσεκτική συντήρηση μπορούμε να δούμε την ταινία σε καλή ποιότητα.
Η ΑΛΛΗ ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ που θα είχε ενδιαφέρον να δείτε (και αυτή διαθέσιμη σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες) είναι η αμερικανική ταινία του King Vidor, The Big Parade, Η Μεγάλη Παρέλαση, ταινία του βωβού κινηματογράφου του 1925, που γυρίστηκε 12 χρόνια πριν από τη Μεγάλη Χίμαιρα του Renoir.
H αφήγηση στη Μεγάλη Παρέλαση ξεκινάει από τη Νέα Υόρκη, όταν φτάνει η είδηση της συμμετοχής της Αμερικής στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Jim Apperson (John Gilbert), γιος γνωστού βιομήχανου, bon viveur, που δεν έχει καμιά διάθεση να καταταγεί στον στρατό, αναγκάζεται από τον πατέρα του να πάει στον πόλεμο και να αφήσει την αρραβωνιαστικιά του.
Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης στο στρατόπεδο, θα γνωριστεί και θα γίνει φίλος με τον Slim, εργάτη σε οικοδομές της Νέας Υόρκης, και τον Bull, μπάρμαν από το Μπρονξ. Μετά τη βασική εκπαίδευση, στέλνουν τους τρεις φίλους στο μέτωπο, στη Γαλλία, στο χωριό Champillon στη Μάρνη, όπου ο Jim ερωτεύεται την κόρη ενός αγρότη, τη Melissande (Renee Adoree).
Το πρώτο μισό της ταινίας μοιάζει μ’ ένα αγροτικό δράμα που εστιάζει στον έρωτα ανάμεσα στον Jim και τη Melissande. Η σκηνή του αποχωρισμού –οι άμαξες με τους στρατιώτες περνούν μπροστά από τη Melissande που γυρεύει τον αγαπημένο της που φεύγει για το μέτωπο– είναι εντυπωσιακά μοντέρνα στην κινηματογράφησή της. Η μηχανή κινείται ασταμάτητα, όπως η Melissande και η όλο αγωνία ματιά της προσπαθεί να βρει τον αγαπημένο της στο στράτευμα, μπαίνοντας συχνά ανάμεσα στα κάρα που προχωρούν γρήγορα για την πρώτη γραμμή του πολέμου.
Το δεύτερο μέρος, στο μέτωπο, μας δίνει εικόνες της φρίκης του πολέμου στο πεδίο της μάχης. Όταν ο Jim συνειδητοποιήσει πως οι Γερμανοί πλήγωσαν τον φίλο του Slim, παρ' όλο που ο λοχαγός του το απαγορεύει, προχωρεί ακάλυπτος στη μάχη για να τον σώσει. Όταν φτάνει κοντά του είναι όμως αργά. Ο Slim έχει πεθάνει και ο Jim πληγωμένος στο πόδι καταφέρνει να πυροβολήσει τον Γερμανό στρατιώτη που σκότωσε τον Slim.
O Γερμανός του ξεφεύγει στο γερμανικό χαράκωμα αλλά ο Jim οργισμένος, πέφτει μέσα στο χαράκωμα και όπως πάει να τον σκοτώσει με τη ξιφολόγχη του, βλέπει ότι ο Γερμανός στρατιώτης, που έχει πολύ άσκημα πληγωθεί, είναι τόσο μα τόσο νέος, σχεδόν παιδί. Ο Jim χαμηλώνει το όπλο του και ρωτάει τον εχθρό με νοήματα αν θέλει τσιγάρο. Το ανάβει, του το βάζει στο στόμα, και μένει δίπλα του σιωπηλός ενώ ο Γερμανός αφήνει την τελευταία του πνοή.
Ο σκηνοθέτης είχε πει: «Ο Jim δεν είναι ένας ήρωας. Είναι απλώς ένας άνθρωπος που πήγε, είδε, παρατήρησε και αντέδρασε».
Η ταινία στάθηκε η δεύτερη πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία του βωβού κινηματογράφου στην Αμερική και πρότυπο για τις επόμενες αντιπολεμικές ταινίες που ακολούθησαν. Επίσης, το 1924 κέρδισε το Photoplay Magazine Medal, το πιο σημαντικό βραβείο πριν δημιουργηθούν τα Όσκαρ.
Αν και κατηγορήθηκε από αρκετούς κριτικούς –και μάλλον δίκαια– ότι δεν απέδωσε αρκετά ρεαλιστικά τη φρίκη του πολέμου, η ταινία πέτυχε το αντιπολεμικό της μήνυμα μέσα από την ωρίμανση, την ενσυναίσθηση, την ανθρωπιά του πρωταγωνιστή της.
Η Μεγάλη Παρέλαση - τρέιλερ
Η Μαρία Ηλιού είναι σεναριογράφος και σκηνοθέτης.
Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες της είναι η ταινία μυθοπλασίας «Αλεξάνδρεια, μια ερωτική ιστορία» και τα ιστορικά ντοκιμαντέρ «Σμύρνη, η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922» και «Η Αθήνα ανάμεσα σε ανατολή και δύση, 1821-1896».