Μη φοβάστε τα φιλμ του βωβού: δεν είναι όλα μουσειακά αντικείμενα και τη δεκαετία του '20 γυρίστηκαν θαύματα στην Ευρώπη και στην Αμερική, που «βλέπονται» και σήμερα.
Με προϋπηρεσία σε αναρίθμητες μικρού μήκους για τα πλήθη που συνέρρεαν να χαζέψουν τη νέα εφεύρεση, ο αγέλαστος κλόουν του παραλογισμού, Μπάστερ Κίτον, με το κινηματογραφικό τρίπτυχο Ο Θαλασσοπόρος - Ο Στρατηγός - Ο Κινηματογραφιστής, και φυσικά ο ερωτύλος αλήτης του Τσάρλι Τσάπλιν, με αριστουργήματα όπως το Χαμίνι, το Τσίρκο και ο Χρυσοθήρας, τελειοποίησαν την ακραία τραγικωμωδία, ένα πάντρεμα μελαγχολικού μελοδράματος και τρελής πλάκας.
Το αντίπαλο δέος δεν έμεινε άπραγο. Ο Σεργκέι Αϊζενστάιν προχώρησε αλματωδώς το μοντάζ από κει που το άφησε ο Ντ. Γ. Γκρίφιθ (Η γέννηση ενός έθνους, Μισαλλοδοξία) με τον Οκτώβρη και κυρίως με το εμβληματικό Θωρηκτό Ποτέμκιν, που για πολλά χρόνια βρισκόταν στην κορυφή της λίστας των κριτικών ως η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, ο Τζίγκα Βερτόφ πειραματίστηκε με τις κινηματογραφικές δυνατότητες στον Άνθρωπο με την κινηματογραφική μηχανή, ενώ αμέσως μετά το Οπλοστάσιο ο Αλεξάντερ Ντοβτσένκο εκπροσώπησε ποιητικά τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό με τη Γη.
Με την οριστική κατάρρευση της παλιάς λογικής των στούντιο, κάτι που φαίνεται ανάγλυφα στην αισθητική και αφηγηματική αναζήτηση του Μπόνι και Κλάιντ του Άρθουρ Πεν και του 2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, αύρα αμφισβήτησης και ανασύνθεσης χαρακτηρίζει τα αμερικανικά '70s.
Η συβαριτική Δημοκρατία της Βαϊμάρης ενέπνευσε το χρονικά πυκνότερο σερί αριστουργημάτων στην ιστορία του σινεμά. Ξεκινώντας με το Εργαστήρι του Δόκτορα Καλιγκάρι του Ρόμπερτ Βίνε, οι Γερμανοί σκηνοθέτες παρέδωσαν σεμινάριο εξπρεσιονιστικής φόρμας και κινηματογραφικού είδους, με τον Φριτς Λανγκ (Μετρόπολις, ο Δράκος του Ντίσελντορφ), τον Γκέοργκ Παμπστ με το Κουτί της Πανδώρας και κυρίως με τον Φρίντριχ Βίλελμ Μουρνάου στο Νοσφεράτου, στον Τελευταίο Άνθρωπο και στον Φάουστ, πριν φύγει στην Αμερική και ολοκληρώσει τη σύντομη καριέρα του με τη λυρική Αυγή και το εξωτικό Ταμπού.
Στο μεταξύ, μία από τις κορυφαίες ταινίες της περιόδου ήρθε από τη Δανία και τον Καρλ Ντράγιερ, το Πάθος της Ζαν ντ' Αρκ, με τη Γαλλίδα Ρενέ Φαλκονετί να δίνει ίσως τη μεγαλύτερη προπολεμική ερμηνεία.
Ένα μικρό διάλειμμα ευθυμίας τη δεκαετία του '30, με τον Φρεντ Αστέρ να δηλώνει «ή θα χορεύει η κάμερα ή εγώ», διαπρέποντας στα αιθέρια art deco μιούζικαλ (προπομπούς των ζωηρόχρωμων κομφετί της MGM, του Τζιν Κέλι, του Ντόνεν και του Μινέλι) Swing Time, Top Hat και Shall we dance με την Τζίντζερ Ρότζερς, την ίδια περίοδο που ο Γερμανός εμιγκρές Ερνστ Λιούμπιτς αλλάζει το πρόσωπο της σοφιστικέ κομεντί με το Trouble in Paradise και τις Ερωτικές Καντρίλιες, πριν από τη Νινότσκα με τη σούπερσταρ της δεκαετίας Γκρέτα Γκάρμπο και το Να ζει κανείς ή να μη ζει. Επηρέασε τους πάντες, από τον Τζορτζ Κιούκορ, με τα Κοινωνικά Σκάνδαλα του 1940, μέχρι τις σύγχρονες αναβιώσεις του κινηματογραφικού ρομάντζου.
Το 1939 θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έτη της αμερικανικής κινηματογραφικής παραγωγής, με το Όσα παίρνει ο άνεμος, το Stagecoach του Τζον Φορντ, τον Μάγο του Οζ με την Τζούντι Γκάρλαντ, το ιδεαλιστικό Mr Smith goes to Washington του Φρανκ Κάπρα και το Destry rides again, ένα απολαυστικό κωμικό γουέστερν του Τζορτζ Μάρσαλ με τη Μάρλεν Ντίτριχ, που προσγειώθηκε από τις εξωτικές αποδράσεις του Morocco και του Κήπου του Αλλάχ.
Πριν πάψει η κινηματογραφική παραγωγή στην Ευρώπη λόγω του πολέμου, ο Ζαν Ρενουάρ προλαβαίνει να γυρίσει τον Κανόνα του παιχνιδιού το 1939 – η νοσταλγική αυλαία της Κατοχής θα έρθει και πάλι από τη Γαλλία, με τα Παιδιά του Παραδείσου του Μαρσέλ Καρνέ, το 1945.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, που δεν βίωσε ακριβώς το Χόλιγουντ, γεννήθηκε αυτό που οι Γάλλοι θεωρητικοί βάφτισαν μεταγενέστερα «film noir». Από το Detour του Έντγκαρ Άλμερ, τη μαριόλα Γκίλντα της Ρίτα Χέιγουορθ και το Murder my sweet του Έντουαρντ Ντμίτρικ, με τον Ντικ Πάουελ ως Φίλιπ Μάρλοου, ως τον Μεγάλο Ύπνο με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ, το Γεράκι της Μάλτας του Τζον Χιούστον, το υπέροχο Nightmare Alley του Έντμουντ Γκούλντινγκ, τη στοιχειωτικά εμμονική Laura του Ότο Πρέμιντζερ με την Τζιν Τίρνεϊ και το μουσικό μοτίβο του Ντέιβιντ Ράκσιν, και το κορυφαίο όλων Με διπλή ταυτότητα του Μπίλι Γουάιλντερ με την Μπάρμπαρα Στάνγουικ, το είδος με την ασπρόμαυρη στιλπνότητα και τους στυλιζαρισμένους διαλόγους συνεχίστηκε και στις αρχές των '50s, με τη Λεωφόρο της Δύσης και το Άγγιγμα του Κακού του Όρσον Γουέλς, που έγινε το δεύτερο ολοκληρωμένο του αριστούργημα, μετά τον κολοσσιαίο Πολίτη Κέιν, την ταινία που ενηλικίωσε τον αμερικανικό κινηματογράφο, το 1941.
Ας μην ξεχνάμε την επιρροή του νουάρ σε άλλες χώρες, από τα μινιμαλιστικά κοψοτεχνήματα του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, όπως το Bob le Flambeur και το Σαμουράι, μέχρι τη Μόνα Λίζα του Νιλ Τζόρνταν και τη Μητέρα του Μπονγκ Τζουν Χο, ως ενδεικτική αναφορά. Ο Γουίλιαμ Γουάιλερ τελειοποίησε το ψυχολογικό δράμα αποχρώσεων (Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας, Το Γράμμα), ο Ελία Καζάν μετέτρεψε τη στατικότητα του θεάτρου σε κινηματογραφική δυναμική στο Λεωφορείο ο Πόθος, ενώ ο Άλφρεντ Χίτσκοκ διήνυσε μια απίστευτη δημιουργική εικοσαετία, που ξεκίνησε με τη Ρεβέκκα, πέρασε στην έγχρωμη μεγαλοπρέπεια του Σιωπηλού Μάρτυρα και του Δεσμώτη του Ιλίγγου και ολοκληρώθηκε με τον αξεπέραστο τρόμο του Ψυχώ και του Birds.
Στα συντρίμμια της μεταπολεμικής Ευρώπης φύτρωσε ο ιταλικός νεορεαλισμός, με εκφραστές τον Ρομπέρτο Ροσελίνι στην τριλογία του Ρώμη Ανοιχτή Πόλη - Paisa - Γερμανία Έτος Μηδέν και τον Βιτόριο ντε Σίκα, με το Λούστρο Παπουτσιών και τον Κλέφτη Ποδηλάτων, τις δύο πρώτες ταινίες που απέσπασαν Όσκαρ Ξενόγλωσσου Φιλμ. Είναι αυτοί που άνοιξαν τον δρόμο στους γνωστότερους συμπατριώτες τους ώστε να αναπτύξουν τη δική τους, μοναδική φωνή. Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, με την τριλογία της αποξένωσης (Νύχτα - Έκλειψη - Περιπέτεια), και ο Φεντερίκο Φελίνι με την Dolce Vita και το Οκτώμισι, έκαναν ποδαρικό στην πιο μεστή δεκαετία του world cinema.
Η Γαλλία εξερράγη με τη νουβέλ βαγκ, με τον Φρανσουά Τριφό (400 Χτυπήματα, Ζιλ και Τζιμ, Αμαρτωλές σχέσεις) και τον Ζαν Λικ Γκοντάρ (Με κομμένη την ανάσα, Ο τρελός Πιερό, Περιφρόνηση, Bande à part) στην εμπροσθοφυλακή, και εμβόλιμες εκπλήξεις, όπως ο ημίωρος εφιάλτης του Κρις Μαρκέρ στο La Jetée του 1962. Το κύμα διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Στην Τσεχία, με το Φωτιά... πυροσβέστες και τους Έρωτες μιας ξανθιάς του Μίλος Φόρμαν, το Ο ανθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν του Γίρι Μένζελ και το καταπληκτικό, παραγνωρισμένο Διαμάντια της νύχτας του Γιαν Νέμετς. Ήδη από το ντεμπούτο του, με το Μαχαίρι στο νερό, ο Ρόμαν Πολάνσκι έδειξε τις τρομερές δυνατότητές του, αλλά «μετανάστευσε» νωρίς, για να πραγματοποιήσει τα αγγλόφωνα όνειρά του (Το μωρό της Ρόζμαρι, Τσάινατουν), αφήνοντας στην Πολωνία τον Αντρέι Βάιντα να ξεθάβει τη φρίκη του πολέμου στο Kanal, αλλά και να παλεύει με το καθεστώς στον Άνθρωπο από μάρμαρο.
Τα μεγάλα φεστιβάλ ανακάλυψαν και παρέδωσαν στο κοινό το έργο της νεότερης γενιάς δημιουργών, τιμώντας σκηνοθέτες όπως ο Ιταλός Λουκίνο Βισκόντι (Ο Γατόπαρδος), ο Σουηδός Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Άγριες Φράουλες, ενώ είχε προηγηθεί το αριστούργημά του, η Έβδομη Σφραγίδα) και ο Λιουίς Μπουνιουέλ με την Ωραία της Ημέρας. Είχε προηγηθεί η αναγνώριση του σημαντικότατου ιαπωνικού κινηματογράφου: πατριάρχης, ο Κέντζι Μιζογκούτσι με το φαντασματικό Ουγκέτσου Μονογκατάρι και συνεχιστές ο Ακίρα Κουροσάβα (Ρασομόν), ο Μίκιο Ναρούσε (Μια γυναίκα ανεβαίνει τη σκάλα), ο Γιαζουχίρο Όζου (Tokyo Story) και ο Χιρόσι Τεσιγκαχάρα (Γυναίκα στους αμμόλοφους).
Με την οριστική κατάρρευση της παλιάς λογικής των στούντιο, κάτι που φαίνεται ανάγλυφα στην αισθητική και αφηγηματική αναζήτηση του Μπόνι και Κλάιντ του Άρθουρ Πεν και του 2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, αύρα αμφισβήτησης και ανασύνθεσης χαρακτηρίζει τα αμερικανικά '70s. Ο Νονός και η Συνομιλία του Φράνσις Φορντ Κόπολα, το Nashville του Ρόμπερτ Άλτμαν, το νουάρ Klute του Άλαν Πάκουλα, οι Κακόφημοι Δρόμοι και ο Ταξιτζής του Σκορσέζε, η ανάδυση από τη stand-up κωμωδία του Γούντι Άλεν με τον βραβευμένο Νευρικό Εραστή και το νέου ύφους, direct ντοκιμαντέρ του Φρέντερικ Γουάιζμαν παίρνουν τη σκυτάλη, ενώ η Ευρώπη επιμένει τραχύτερα με τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (Ο φόβος τρώει τα σωθικά) και η Αυστραλία συστήνει το σινεμά του Πίτερ Γουίαρ (The last wave).
Κάπου εκεί καλύπτει την ανάγκη της μαζικής ψυχαγωγίας ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με τα Σαγόνια του καρχαρία και ο Τζορτζ Λούκας με τον Πόλεμο των Άστρων. Το blockbuster κάνει θριαμβευτική είσοδο, and the rest is history, έξοχα καταγεγραμμένη και πανεύκολα προσβάσιμη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.