Όλοι μας αυτές τις μέρες του εγκλεισμού, που δεν μπορούμε να χαρούμε ταινίες στους κινηματογράφους, βλέπουμε ταινίες από το Νetflix που μερικές φορές μοιάζουν τόσο πολύ η μια με την άλλη.
Θα σας πρότεινα μια νύχτα να δείτε (ή να ξαναδείτε) ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, μια από τις καλύτερες ταινίες της έβδομης τέχνης, για να έχετε μια διαφορετική εμπειρία: La Règle du Jeu σε σκηνοθεσία Ζαν Ρενουάρ. Ο κανόνας του παιχνιδιού υπάρχει σε διάφορες πλατφόρμες στο Ίντερνετ, και μπορείτε να συνδέσετε τον υπολογιστή σας και να δείτε την ταινία στην τηλεόρασή σας.
Ο Κανόνας του παιχνιδιού, όπως είπε ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο Ζαν Ρενουάρ (ο γιος του ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Ογκίστ Ρενουάρ) σε ένα πρώτο επίπεδο είναι μια κωμωδία ηθών εμπνευσμένη από Γάλλους συγγραφείς όπως ο Μαριβό, ο Μπομαρσέ, ο Αλφρέ ντε Μυσσέ και ειδικά Τα καπρίτσια της Μαριάννας.
Η ταινία, πέρα από μια κωμωδία ηθών, είναι μια μεταφορά για τη γαλλική άρχουσα τάξη λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, για την ανικανότητά της να δει τι έρχεται, να αντιληφθεί τον κίνδυνο που πλησιάζει και να αντιδράσει.
Η ταινία εκτός από μια σύντομη αρχή στο αεροδρόμιο του Παρισιού, όπου φτάνει ο αεροπόρος André Jurieux (Roland Toutain), που πέταξε από την Αμερική για την Ευρώπη μόνος του, με ένα μικρό αεροπλάνο, για την αγάπη της Christine (Nora Gregor) και συζύγου του μαρκήσιου Robert de la Chesnaye, διαδραματίζεται ένα Σαββατοκύριακο στην εξοχή, στην Coliniére, στο μέγαρο του Robert, Marquis de la Chesnaye (Marcel Dario) και της συζύγου του Christine, όπου συμμετέχουν οι αριστοκρατικοί καλεσμένοι τους (ο κόσμος των επάνω ορόφων) και οι πολυάριθμοι υπηρέτες τους (ο κόσμος του υπογείου).
Ανάμεσα στους καλεσμένους είναι ο ερωτευμένος αεροπόρος με την Christine, ο André, αλλά και η ερωμένη του συζύγου της Christine, η Geneviéve, καθώς και ο πολύ αγαπητός σε όλους και παιδικός φίλος της Christine, o Octave (Jean Renoir). O Octave που βρίσκεται στο κέντρο της ταινίας, ερωτοτροπεί με την καμαριέρα, τη Lisette, αλλά είναι κρυφά ερωτευμένος με την Christine. Οι πολύ καλές του προθέσεις περιπλέκουν τα πράγματα όπως προχωρεί η δράση.
Ο Jean Renoir είχε πει πως στην ταινία του δείχνει «μια κοινωνία που χορεύει πάνω σε ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί». Τα ερωτικά αλλεπάλληλα τρίγωνα, οι παρεξηγήσεις, τα μπουφονικά στοιχεία που είναι σαν να τα δανείζεται ο Renoir από τον αγαπημένο του Charlie Chaplin, είναι σαν να διηγούνται παράλληλα μια άλλη ιστορία με πολύ λεπτό και ευρηματικό τρόπο.
Ο Renoir σε συνεντεύξεις του είχε εξομολογηθεί πως διάβαζε γαλλικές κλασικές ιστορίες ηθών για να εμπνευστεί και να διηγηθεί ένα «χαρούμενο όνειρο» για να ξεφύγει για λίγο από το τρομακτικό φάντασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου που πλησίαζε. Συγχρόνως όμως είχε εξομολογηθεί πως εκείνη την περίοδο ήταν πολύ βαθιά ενοχλημένος από τον τρόπο που μια μερίδα των Γάλλων αντιμετώπιζε τα πράγματα. Ενώ ο πόλεμος πλησίαζε, έκαναν σαν να μην τον έβλεπαν. Όλοι οι ηθοποιοί του έχουν διηγηθεί πόσο πολύ ο σκηνοθέτης αυτοσχεδίαζε καθημερινά και πόσο πολύ σχοινοβατούσε ανάμεσα σε αυτές τις δυο ιδέες. Είμαστε στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αρχές του 1938, τότε γυρίστηκε η ταινία.
Η ταινία, πέρα από μια κωμωδία ηθών, είναι μια μεταφορά για τη γαλλική άρχουσα τάξη λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, για την ανικανότητά της να δει τι έρχεται, να αντιληφθεί τον κίνδυνο που πλησιάζει και να αντιδράσει.
Ο ίδιος ο Renoir ως Octave στην ταινία, διηγείται στην Christine πόσο αποτυχημένος είναι. Ήθελε να γίνει διευθυντής ορχήστρας και δεν τα κατάφερε. Ο «αποτυχημένος» Octave/Renoir έφτιαξε, μια ιστορία σε πολλά επίπεδα, ένα κινηματογραφικό αριστούργημα!
Η γνωστή στην ιστορία του κινηματογράφου σκηνή του κυνηγιού, το κυνήγι των λαγών και των πουλιών με το οποίο ξεκινάει το Σαββατοκύριακο στην εξοχή, σε κάνει αμέσως να σκεφτείς τον θάνατο των στρατιωτών που θα ερχόταν σε αντίστοιχα τοπία, στις εξοχές της Ευρώπης, λίγους μήνες αργότερα. Και αυτή η αίσθηση εντείνεται από την κινηματογράφηση και το ευρηματικό μοντάζ, την επαναλαμβανόμενη αντίθεση ανάμεσα στο τρεχαλητό των λαγών, τα κοντινά πλάνα που δείχνουν την αγωνία τους ενώ ξεψυχούν από τη μια και από την άλλη τα όπλα που σημαδεύουν και τα ανέκφραστα πρόσωπα των κυνηγών, που δεν είναι παρά οι οικοδεσπότες και οι καλεσμένοι τους, καθώς και από τον ήχο της σάλπιγγας που σηματοδοτεί την αρχή και το τέλος του κυνηγιού.
Το ίδιο βράδυ οι οικοδεσπότες και μερικοί από τους καλεσμένους τους δίνουν μια παράσταση σε τρεις πράξεις, μια παράσταση που λειτουργεί σαν καθρέφτης των σκέψεων και των φόβων των θεατών. Η παράσταση ξεκινά με μια βουκολική εικόνα, την οικοδέσποινα, την Christine (η ηθοποιός Nora Gregor ήταν Αυστριακή) και τους φίλους ντυμένους Τυρολέζους, λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Και δεν φτάνει που είναι ντυμένοι σαν τους εχθρούς αλλά τραγουδούν ένα εθνικιστικό τραγούδι για τη δόξα του γαλλικού στρατού, κοροϊδεύοντας τις ιδέες των γονιών τους.
Στη δεύτερη σκηνή εμφανίζεται ένας μεσαιωνικός θάνατος, ντυμένος σαν σκελετός. που μετά το νούμερό του στη σκηνή, αρχίζει να τρέχει ανάμεσα στους τρομαγμένους θεατές, καλεσμένους και υπηρέτες. Μια τρίτη σκηνή ακολουθεί με ορθόδοξους Εβραίους με μακριά γενειάδα που τραγουδάνε χαρούμενα.
Από την αρχή έως το τέλος της ταινίας εμφανίζονται συχνά μηχανικές κούκλες που δίνουν την αίσθηση πως οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι σε κάτι μηχανικό, πως φέρονται σαν αυτόματα, χωρίς πραγματικά συναισθήματα. Ακόμη και η μουσική βγαίνει από μηχανικά κουτιά.
Ενώ τα ερωτικά ζευγάρια αλλάζουν θέση και η κωμωδία των παρεξηγήσεων –είναι σαφής, λίγο πριν από το τέλος, η επιρροή από στους Γάμους του Φίγκαρο– κορυφώνεται, η κωμωδία εδώ μεταμορφώνεται σε τραγωδία. Ο Renoir μας διηγείται μια ιστορία που ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στην κωμωδία ηθών και ένα καυστικό σχόλιο για την εποχή του και τη γαλλική άρχουσα τάξη, μια κοινωνία που δεν πιστεύει στις αξίες της.
Η ταινία είναι γυρισμένη με πολύ μοντέρνο τρόπο για την εποχή. Ο σκηνοθέτης και ο φωτογράφος δούλεψαν πολύ με το βάθος πεδίου, μεγάλα σύνθετα πλάνα και την κίνηση της μηχανής που χορεύει ασταμάτητα από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο. Ο κριτικός κινηματογράφου André Bazin είδε εδώ έναν πρωτοποριακό τρόπο κινηματογράφησης, πριν τον ανακαλύψει ο Orson Welles στον Πολίτη Κέιν.
Παρόλο που η ταινία κινηματογραφήθηκε μόνο σε ένα μέγαρο στην εξοχή και όχι σε πολλούς χώρους, ήταν η πιο ακριβή ταινία που είχε γυριστεί ως τότε στη Γαλλία γιατί οι αλλεπάλληλες βροχές καθυστερούσαν το γύρισμα γύρω από την έπαυλη. Ο πρώτος προϋπολογισμός ήταν 2,5 εκατομμύρια φράγκα αλλά κόστισε τελικά περισσότερα από 5 εκατομμύρια.
Ο Jean Renoir ήταν στο απόγειο της καριέρας του. Είχε παρουσιάσει το 1937 την ταινία La Grande Illusion (Η μεγάλη χίμαιρα), μια μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ένα ακόμη αριστούργημα.
Αλλά το κοινό απέρριψε αμέσως τον Kανόνα του παιχνιδιού. Η ταινία σφυρίχτηκε από το κοινό και μετά από τις πρώτες μέρες παιζόταν σε άδειες αίθουσες. Σίγουρα η πολεμική της άκρας δεξιάς εναντίον του έργου έπαιξε κάποιο ρόλο. Αλλά ίσως και οι Γάλλοι θεατές να ένιωθαν ένα είδος αμηχανίας: Ως τότε μια ταινία είχε συμπαθητικούς ή αντιπαθητικούς ήρωες, χαρούμενους ή λυπημένους, εδώ ήταν όλα διπλά, έσβηνε το ένα μέσα στο άλλο, συνέβαιναν σχεδόν συγχρόνως.
Και ακόμη, το ύφος της ταινίας, ήταν πολύ ασυνήθιστο, πολύ μοντέρνο. Ή μήπως οι κριτικοί του κινηματογράφου αλλά και οι θεατές είδαν το είδωλό τους στον καθρέφτη; Ένα είδωλο καθόλου κολακευτικό. Μπορεί ο απλός κόσμος να μη ζούσε όπως οι αριστοκράτες αλλά όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, εξακολουθούσαν να φέρονται σαν να αγνοούσαν τον πόλεμο που πλησίαζε, χωρίς να αντιδρούν. Η γλυκιά γαλλική ζωή, η χαρά της ζωής, τους είχε νικήσει.
Ο Jean Renoir ξαναμοντάρισε την ταινία: από 113 λεπτά, την έκανε 85, όπως του ζήτησαν οι διανομείς, αλλά ούτε και αυτό τη βοήθησε εμπορικά. Για χρόνια ο σκηνοθέτης θα βασανίζεται από αυτήν τη μεγάλη «αποτυχία». Τον Οκτώβριο του 1939 οι προβολές απαγορεύτηκαν από το γαλλικό κράτος «γιατί είχαν μια όχι επιθυμητή επιρροή στο νεανικό κοινό».
Το 1956 η ταινία ξαναμονταρίστηκε, από 85 λεπτά ξαναέγινε 113 και προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας την ίδια χρονιά. Η επιτυχία ήταν πολύ μεγάλη. Κοινό και κριτικοί χειροκροτούσαν για ώρα όρθιοι. Ο Jean Renoir έζησε την αποδοχή της ταινίας του περίπου 20 χρόνια μετά την ολοκλήρωσή της. Όπως εξομολογήθηκε στους συνεργάτες του η αναγνώριση ήρθε πολύ αργά. Κανείς δεν του είχε χρηματοδοτήσει στο μεσοδιάστημα τις ταινίες που ήθελε να κάνει.
Όπως και να έχει, από το 1956 και μετά ο Κανόνας του παιχνιδιού θεωρείται ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου που με τόσο σύνθετο, λεπτό και ευφάνταστο τρόπο, διηγείται μεγάλα μυστικά. Ο Renoir εμπνεύστηκε από τη θεατρική παράδοση της πατρίδας του, το θέατρο ηθών, για να μας διηγηθεί μια ιστορία για την παρακμή μιας επιπόλαιης γαλλικής ελίτ, χωρίς αξίες, που δεν ήθελε να δει τον άμεσο κίνδυνο και να αντιδράσει. Ένας τρόπος σκέψης που θα οδηγούσε στην ήττα της Γαλλίας, θα έκανε το Παρίσι ανοχύρωτο, θα έφερνε τους Γερμανούς κατακτητές και την κυβέρνηση του Vichy. Ο Τριφό πίστευε πως είναι η πιο σημαντική ταινία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ελπίζω να την απολαύσετε.