ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ πολλών φιλελεύθερων ο εξτρεμισμός θεωρήθηκε πάντα κάτι κοντά στην ψυχική διαταραχή ή σε μια ορισμένη ανωμαλία του νου. Η συμβατική ιδέα για την ακρότητα την αποδίδει ακόμα στους ακραίους, δηλαδή σε αυτούς/-ές που δεν είναι ο μέσος πολίτης παρά ανήκουν σε κάποιο κατά κανόνα εξωτικό και περίεργο περιθώριο. Έτσι το σαλεμένο περιθώριο, το lunatic fringe, όπως το αποκαλούν οι Αμερικανοί, είναι μια ιδέα με καταγωγή από το κλασικό βλέμμα ενός ορθολογιστή που ταξινομεί με αυτόν τον τρόπο τον κόσμο.
Πολλοί, λοιπόν, που πάντα πιστεύουν πως η κοινωνία μας διαιρείται μεταξύ «κανονικών ανθρώπων» και «παλαβών», συνεχίζουν να ιεραρχούν πάνω-κάτω με τον ίδιο τρόπο τα πράγματα. Ξεκινούν σιωπηλά από το αξίωμα ότι ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι των άκρων. Στη χειρότερη περίπτωση, η όποια ακρότητα μπορεί να παρατηρηθεί και σε συνηθισμένους ανθρώπους είναι απλώς δείγμα αρρώστιας, απόδειξη παράνοιας.
Το έχουμε δει αυτό να γράφεται και να λέγεται και για κάποιους τρομοκράτες της διπλανής πόρτας: ήταν μεν άνθρωποι της «διπλανής πόρτας» –κοινότοπα ανθρωπάρια‒, όμως τελικά πρέπει οπωσδήποτε να τους χαρακτηρίσουμε παρανοϊκούς, σαλεμένους, σίριαλ κίλερ και ούτω καθεξής.
Νομίζω πως στην επιμονή πολλών φιλελεύθερων σχολιαστών με την παράνοια κρύβεται ένα έλλειμμα κατανόησης του κοινωνικού κόσμου. Δυσκολεύονται γενικά να αναγνωρίσουν εκείνες τις καταστάσεις όπου κάποιος επιλέγει να πεθάνει παρά να συνεχίσει να ζει, όπου κάποιος προτιμάει κάτι κραυγαλέα ανώφελο ή και καταστροφικό για τον ίδιο και για τους άλλους.
Μα πώς μπορείς, άνθρωπέ μου, να βάζεις αυτές σου τις χιμαιρικές, τρελές ιδέες πάνω από την ίδια σου τη ζωή; Πώς μπορείς να βάζεις τα απίθανα πιστεύω σου πάνω από το αυτονόητο της διάσωσής σου; Αυτή είναι η απορία που εμφανίζεται και σήμερα σε στήλες και σχόλια με αφορμή κάποιες πολύ τραγικές ιστορίες ανθρώπων που πεθαίνουν, αρνούμενοι μέχρι τέλους να παραδεχτούν την «επίσημη αλήθεια» για τον Covid.
Η εξτρεμιστική πεποίθηση διεκδικεί, πάνω απ’ όλα, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα απέναντι στην «γκρίζα» ομοιομορφία των αποδεκτών κανόνων και των πλειοψηφικών γνωμών.
Θα είχαμε κάνει, νομίζω, σοβαρά βήματα έξω από την αμηχανία και τη σύγχυση που μας προκαλούν ορισμένες ακραίες στάσεις, αν επιτέλους αποδίδαμε σημασία όχι μόνο στα συμφέροντα ή στα έδρανα της κοινής λογικής αλλά και στις πεποιθήσεις και στην ίδια την πίστη σε μια ιδέα.
Ας ξεκινήσουμε από μια απλή παραδοχή: σημαντικό μέρος της καθημερινής μας εμπειρίας αποτελείται από αντιπάθειες και συμπάθειες, από δείγματα αφοσίωσης και συγκίνησης που δεν εξηγούνται εύκολα ούτε από το «συμφέρον» ούτε από το «ίδιον όφελος». Κλαίμε για ανθρώπους από τους οποίους δεν προσδοκούσαμε κάτι, μας προκαλεί καχυποψία κάτι που δεν είχε δώσει δικαιώματα να είμαστε καχύποπτοι. Άπειρα τέτοια γεγονότα της ψυχικής και κοινωνικής ζωής που δεν φωτίζονται από διάφανα συμφέροντα και ιδιοτέλειες αλλά από ιδέες, ταυτίσεις, φαντασιώσεις.
Γι’ αυτό και ένας «μέσος πολίτης» μπορεί μια χαρά να είναι εξτρεμιστής. Όχι γιατί έχει «λαλήσει» αλλά γιατί βρέθηκε να έχει μια τέτοια πίστη, και μάλιστα να τη δοκιμάζει με ακραίο τρόπο, να την ενστερνίζεται δηλαδή φανατικά.
Από την άλλη, μπορεί κανείς να έχει μια πεποίθηση ακραία με όρους ιδεολογικούς και συγχρόνως να ζει περίπου σαν τους άλλους, τηρώντας, πάνω-κάτω, τους κανόνες του κόσμου στον οποίο βρέθηκε, εργάζεται και μεγαλώνει τα παιδιά του. Μπορεί, ας πούμε, να πιστεύει κανείς ότι η μισθωτή εργασία είναι θάνατος (που λέει και το παλιό αναρχικό σύνθημα), αλλά να έχει μια συνηθισμένη εργασιακή ζωή, δίχως να καταφεύγει αναγκαστικά σε ληστείες για να «κάνει πράξη» την αντίθεσή του στο σύστημα της «μισθωτής σκλαβιάς».
Η πραγματική ζώνη του ακραίου αρχίζει εκεί όπου η ιδέα περνά στην πράξη, όταν, ας πούμε, ο αρνητής των εμβολίων κάνει πράξη την άρνησή του μέχρι το σημείο να καταστρέφει άλλους και ενδεχομένως να καταστρέφεται και ο ίδιος. Η πανδημία μάς έχει προσφέρει την ευκαιρία να παρατηρήσουμε πως συνηθισμένοι πολίτες μπορεί να κυριεύονται από αδιάλλακτες και σκληρές πεποιθήσεις, φτάνοντας ως το σημείο να ρισκάρουν υπερβολικά τη ζωή τη δική τους και των άλλων.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα με τον εξτρεμισμό των πεποιθήσεων που βλέπουμε τον τελευταίο καιρό. Σε έναν κόσμο όπου η προτροπή «γίνε ο εαυτός σου (be yourself)» έχει αποκτήσει τεράστια ισχύ, κάθε πεποίθηση σπεύδει να αποθεώνει τον εαυτό της και το ποίμνιο των πιστών της ακολούθων. Η εξτρεμιστική πεποίθηση διεκδικεί, πάνω απ’ όλα, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα απέναντι στην «γκρίζα» ομοιομορφία των αποδεκτών κανόνων και των πλειοψηφικών γνωμών.
Και αυτή η τάση φέρνει σε αμηχανία εκείνους τους φιλελεύθερους που τα τελευταία χρόνια έχουν με τη σειρά τους αποθεώσει την ποικιλία και τη διαφορετικότητα, παρουσιάζοντας κάθε μεγάλη εθνική συναίνεση ως προϊόν χειραγώγησης, προπαγάνδας ή πλαστής ενότητας. Όταν έχεις κάνει σημαία την ιδέα πως η ουσία της μοντέρνας δημοκρατικής ζωής είναι απλώς η ποικιλία των γνωμών και η βίωση της αυθεντικής διαφοράς κάθε ομάδας, πώς μπορείς να αρθρώσεις σοβαρό λόγο εναντίον εκείνων που υπερασπίζονται τη «διαφορετικότητα» της πεποίθησής τους;
Βλέπουμε έτσι ότι μια συμβατικά φιλελεύθερη κριτική των «τρελών» πεποιθήσεων δεν πάει πολύ μακριά. Όχι μόνο δεν αρκεί αλλά, όπως φαίνεται, δεν έχει πια και πολλές διεξόδους. Υποχρεώνεται να καταφύγει είτε στην ποινική δικαιοσύνη είτε στην αφ’ υψηλού και μπλαζέ αδιαφορία.
Ας δοκιμάσουμε όμως να σκεφτούμε, αποφεύγοντας τις ευκολίες της συμβατικής κριτικής. Ο ιδεοληπτικός εξτρεμισμός δεν αντιμετωπίζεται με την επίκληση των ψυχιάτρων, ούτε με τις μονότονες ικεσίες στην επέμβαση του εισαγγελέα και της αστυνομίας (που προφανώς χρειάζονται, αλλά δεν είναι οι από μηχανής θεοί που θα ισορροπούν τον αποδιοργανωμένο μας κόσμο). Μία απάντηση περνάει από την επίπονη καλλιέργεια του δημοκρατικού φρονήματος. Εδώ χρειάζεται ένας πατριωτισμός του κοινού καλού που, ενώ αναγνωρίζει τη σημασία των διαφορετικών και ανταγωνιστικών πεποιθήσεων, απαιτεί τον σεβασμό όλων σε βασικούς κανόνες ανθρώπινης και πολιτικής συμβίωσης.
Φυσικά, μια αλλοπρόσαλλη ή ανεπίδεκτη λογικής ανάλυσης πεποίθηση εξαντλεί την υπομονή των άλλων. Συχνά προσφεύγουμε σε μια πρόχειρη διάγνωση νοητικής διαταραχής ή απλής ηλιθιότητας για να ησυχάσουμε και να πάμε παρακάτω στη ζωή μας. Αυτή η βολική τακτοποίηση έχει όμως κινδύνους. Μοιάζει κανείς να μη θέλει να παρέμβει στην εξέλιξη των πραγμάτων και έτσι να υιοθετεί μια μορφή κυνικής παραίτησης.
Η απάντηση, όμως, απέναντι στην παραζάλη των σκληρών, επίμονων και αφόρητα αλαζονικών πεποιθήσεων δεν είναι η έλλειψη οποιασδήποτε πίστης –η χλιαρή συγκατάβαση, ο πικρόχολος κυνισμός ή ο ελιτίστικος εξυπνακισμός‒ αλλά η ανάκτηση της εμπιστοσύνης σε θεσμούς και διαδικασίες. Χωρίς αυτή την εμπιστοσύνη στην ικανότητά μας να συναντηθούμε σε βασικούς κανόνες και αμοιβαίες δεσμεύσεις τα κενά θα μεγαλώνουν. Και πάνω εκεί θα χτίζουν τα οχυρά τους αυτοί οι νέου τύπου ακραίοι, οι ακραίοι που συχνά έρχονται πέρα από τα γνωστά πολιτικά άκρα: συνηθισμένοι, μέσοι άνθρωποι, που μπορούν όμως να σκοτώσουν τους άλλους και τον εαυτό τους, πράγμα που πάντα θα κλονίζει τα μέτρα και τα σταθμά των ορθολογιστών.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.