ΓΡΑΦΕΙ ΚΑΠΟΥ ο φιλοσοφικά λεπτός Τίτος Πατρίκιος:
Μα πώς χωράει τόση αβεβαιότητα
Μέσα στο λίγο μέλλον που μας μένει;
Ο ποιητής μιλάει για τον άνθρωπο που έχει, αντικειμενικά, μικρό διάστημα ζωής εμπρός του, τον άνθρωπο που έχει γεράσει βιολογικά. Έτσι όμως όπως έρχονται τα πράγματα, αναγκαζόμαστε να σκεφτούμε αντίστοιχα και για τις άλλες αβεβαιότητες που προκύπτουν στον κοινωνικό και πολιτικό μας κόσμο. Αναλογιζόμαστε πως ορισμένα αγαθά έχουν πια λίγο μέλλον και πως πρέπει να σπεύσουμε να πράξουμε κάτι, κάτι –εννοείται– πέρα από την πολιτική ρουτίνα και τις αβαρίες της.
Φυσικά στον λόγο του ποιητή η αβεβαιότητα δείχνει κάτι άλλο. Είναι πριν από όλα βεβαίωση της αλήθειας των ευάλωτων σωμάτων –του κορμιού– απέναντι στην τάξη των ιδεών ή των αφηρημένων σχεδίων της Ιστορίας. Η αβεβαιότητα πάει εδώ μαζί με την εξερεύνηση της ίδιας μας της θνητής κατάστασης, αυτό που κάθε ποιητής το βλέπει σαν πρώτο καθήκον της γλώσσας. Η γλώσσα έχει την αποστολή να κάνει υποφερτή τη βία του πιο βέβαιου από όλα τα γεγονότα της ζωής μας: του θανάτου μας.
Αφού όμως σε αυτή τη στήλη θέλουμε να σκεπτόμαστε πολιτικά και ο Σεπτέμβριος είναι ο μήνας που ορίζει πάντα εκ νέου το ημερολόγιο της πολιτικής ζωής, θέλω να μιλήσω όχι για την αβεβαιότητα αλλά για ορισμένες βεβαιότητες, που, παρά τα όσα μας έχουν συμβεί, δύσκολα μπορεί κανείς να τις αμφισβητήσει.
Νομίζω άλλωστε πως η επίκληση της αβεβαιότητας έχει γίνει εδώ και καιρό μια μορφή άλλοθι και μια διανοητική μόδα. Ο καθένας δεν έχει κανένα πρόβλημα να δηλώσει αβέβαιος, ξένος στο πνεύμα των κλειστών δογμάτων, ανοιχτός στα διαφορετικά ενδεχόμενα. Οι άνθρωποι δανείζονται αυτά που έλεγαν από παλιά οι καλλιτέχνες και τα προσαρμόζουν σε σχόλια, αυτοσχέδια φιλοσοφία της ζωής, κουβέντες φίλων. Είναι σχεδόν κανόνας να μην έχει κανείς βεβαιότητες. Έτσι προφανώς μπορεί και να αθετεί τις δεσμεύσεις του ή να μην τις παίρνει στα σοβαρά, αφού έτσι κι αλλιώς «όλα είναι ρευστά κι αβέβαια».
Και ενώ έχουν πράγματι αυξηθεί οι αβεβαιότητες σε όλα σχεδόν τα πεδία, από την οικονομία έως τις συμπεριφορές και από τα πολιτικά δεδομένα έως τα επιστημονικά πρωτόκολλα, δεν κολυμπάμε στο κενό. Όπως δεν είναι όλες οι γνώμες ισάξιες και έγκυρες, έτσι δεν είναι και όλα τα πορίσματα εξίσου αβέβαια και σχετικά. Ακόμα λειτουργούν οι φυσικοί νόμοι (αν πέσω στο κενό, θα τσακιστώ στο έδαφος) αλλά υπάρχουν και κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα για τα οποία μπορούμε πια είμαστε βέβαιοι.
Για να το διατυπώσω απαλότερα, υπάρχουν και στον ιστορικό μας κόσμο πράγματα περισσότερο αποδεδειγμένα από άλλα.
Είναι σχεδόν κανόνας να μην έχει κανείς βεβαιότητες. Έτσι προφανώς μπορεί και να αθετεί τις δεσμεύσεις του ή να μην τις παίρνει στα σοβαρά, αφού έτσι κι αλλιώς «όλα είναι ρευστά κι αβέβαια».
Ας δούμε έτσι κάποιες από αυτές τις βεβαιότητες μέσα σε αυτό τον σύμπαν της αβεβαιότητας που ισχυριζόμαστε συχνά πως μας έχει κυριεύσει.
Πρώτη βεβαιότητα: χωρίς ισχυρά δημόσια συστήματα προστασίας και κρατικής πρόνοιας, η μοίρα των ατόμων γίνεται πιο ευάλωτη σε σοβαρά ατυχήματα και επώδυνες μορφές εκμετάλλευσης, κατάχρησης και κακοποίησης. Πρέπει έτσι να είμαστε βέβαιοι ότι μια κοινωνία υπεύθυνων ατόμων χρειάζεται λιγότερες ανισότητες και περισσότερη εμπιστοσύνη σε θεσμούς που μπορούν φυσικά να ανταποκρίνονται στις βασικές υποσχέσεις τους. Σε αντίθεση με ένα παλιό επιχείρημα, μια κοινωνία ατομικής υπευθυνότητας χρειάζεται και τη κρατική και τη δημόσια ευθύνη για τους όρους ζωής των πολιτών.
Δεύτερη βεβαιότητα: χωρίς σοβαρές και συνεχείς προσπάθειες για μια διαφορετική σχέση των ανθρώπινων πολιτικών κοινωνιών με τη φύση, χωρίς μελετημένη στροφή στις αναπτυξιακές μας προτεραιότητες, το μέλλον θα είναι μικρό και γεμάτο καταστροφικά και ακραία θανατηφόρα γεγονότα. Αυτό το καλοκαίρι, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά κυριολεκτικά σε όλο τον πλανήτη, δεν ήταν απλή προειδοποίηση αλλά κρούση και σκληρό σημείο καμπής.
Βεβαιότητα όμως έχουμε και για άλλα πράγματα, για όσα ανήκουν στη συναισθηματική σφαίρα της ενδόμυχης ζωής. Αγνοούμε τι ακριβώς θα συμβεί με τις σχέσεις, τους δεσμούς, τις φιλίες μας, αφού κάθε ανθρώπινη συνάντηση είναι αινιγματική και εξορισμού ανοιχτή σε δυσάρεστες τροπές ή ευχάριστες εκπλήξεις.
Είμαστε όμως βέβαιοι πως δεν μπορούμε να ζήσουμε σε συναισθηματικό κενό και χωρίς κάποιους δεσμούς, σαν αδέσμευτα, αφηρημένα όντα που μπαινοβγαίνουν στις σχέσεις τους σαν ψιλοαδιάφοροι επισκέπτες. Είμαστε, με άλλα λόγια, βέβαιοι πως η ύπαρξή μας είναι κάτι περισσότερο από τις συναλλαγές και τους υπολογισμούς κόστους-οφέλους που απασχολούν, αναπόφευκτα, ένα κομμάτι του χρόνου μας, μια πλευρά της εξωτερικής μας συμπεριφοράς.
Αν λοιπόν κάπου μας αρέσει να λέμε ότι πλέουμε πια σε αχαρτογράφητα ύδατα και μιλάμε αδιάλειπτα για την αβεβαιότητα, αυτό δεν σημαίνει ότι «όλα είναι στον αέρα» και αναπόδεικτα. Ορισμένα σοβαρά ζητήματα έχουν κριθεί λογικά, ιστορικά και υπαρξιακά: μετά από αιώνες ασύμμετρων καπιταλιστικών επαναστάσεων, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως ο ατομικισμός, χωρίς μορφές δημόσιας προστασίας, μετατρέπεται σε σκιά, καρικατούρα ή κενή αξίωση.
Και για να αναφερθώ στο πιο επίκαιρο παράδειγμα, οι αλήθειες που αναδύονται μέσα από την επιστημονική βάσανο και τις μεθόδους της είναι ασύγκριτα πιο αξιόπιστες από πεποιθήσεις που δανείζονται ψήγματα επιστήμης για να αμφισβητήσουν απλώς τα πορίσματά της και να δηλώσουν «κόντρα στο επίσημο ρεύμα». Η ρευστότητα, η αβεβαιότητα, το σκοτάδι είναι πλευρές που πάντα συγκινούν ή μας συναρπάζουν αισθητικά, δεν μπορεί όμως να γίνονται προφάσεις για την πολιτική ανικανότητα ηγεσιών ή για τη διανοητική τεμπελιά του οποιουδήποτε.
Δεν πρέπει φυσικά να ξεχάσουμε τη βία, την αλαζονεία και το τίμημα που είχαν ορισμένες παλιές μορφές βεβαιότητας. Ας θυμηθούμε εδώ τη βεβαιότητα όσων έλεγαν πως ήξεραν εκ των προτέρων το νόημα και την τελική λέξη της Ιστορίας. Ή τη βεβαιότητα που είχαν εκείνοι που ισχυριζόταν πως εκπολίτιζαν μέσω σφαγών, που «εκσυγχρόνιζαν» μέσω δικτατοριών ή που αρνούνταν τη σημασία άλλων πολιτισμών στο όνομα μιας ιδεώδους αρχιτεκτονικής εγκεκριμένης από τον Θεό. Όλα αυτά μας προκαλούν πάντα απέχθεια και οργή.
Η απόρριψη όμως των αυταρχικών βεβαιοτήτων δεν αρκεί πια για να μιλήσουμε για όσα ζούμε στο παρόν και για όσα αχνοφαίνονται στους επόμενους ιστορικούς κύκλους. Οι κρίσεις των τελευταίων χρόνων δεν έφεραν μόνο αναστάτωση, σύγχυση, απορίες και ανασφάλεια. Έδωσαν και την αφορμή να ξανασκεφτούμε κάποια βασικά κεφάλαια που αποδεικνύονται εντέλει πιο ανθεκτικές από ιδεολογικές μόδες ή εφήμερα πολιτιστικές τάσεις.
Ο ποιητής από την πλευρά του μπορεί να λέει:
Ζω όσο έχω και μια μέρα μέλλον
Σκέφτομαι πως ένα ποιητικό πρόσωπο μπορεί να το αρθρώσει αυτό, να το επωμίζεται. Μια κοινωνία όμως είναι αδύνατο να ζει «με μια μέρα μέλλον». Ο ποιητής μπορεί να διαχειριστεί το σοκ του εφήμερου και ας μην αντέχει να ακούει γύρω του «για την κυριαρχία του τίποτα», όπως γράφει κάπου αλλού. Θα πάει προς το σώμα, τον έρωτα, την συνάντηση με την αγαπημένη του και, έτσι, θα αναιρέσει για λίγο την κυριαρχία του τίποτα.
Τούτο όμως δεν ισχύει για τις κοινωνίες και τη σχέση τους με το μέλλον. Δεν μπορούμε να κατοικήσουμε συλλογικά την αβεβαιότητα, ούτε να μετατρέψουμε την αβεβαιότητα σε χλωμή θεότητα ενός ισχνού φιλελευθερισμού που εγγυάται απλώς τον αναίμακτο χαρακτήρα των διαψεύσεων και των διαφωνιών μας.
Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη άποψη πως οι κρίσεις καταργούν όλες τις βεβαιότητες, δεν θα ήταν άσχημο κάποια στιγμή να υπερασπιστούμε με μεγαλύτερο σθένος και τις βεβαιότητες στις οποίες φτάνουμε μέσα από αλλεπάλληλα σοκ και περιπέτειες.