ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ένας καλλιτέχνης-σύμβολο, μια προσωπικότητα που, όπως λέγεται συχνά, είχε σχέση ερωτική με τον λαό, ανατρέχουμε στην ενότητα. Σαν να ψάχνουμε αφορμή να βγούμε προσωρινά έξω από διαιρέσεις, σχίσματα, εχθρότητες που μας απασχολούν στη συνηθισμένη ζωή.
Γύρω από το πρόσωπο-σύμβολο αναζητούμε ιδίως μια ενότητα εν συγκινήσει. Αυτή την κοινότητα της συγκίνησης και της αμοιβαίας αναγνώρισης, που ως μοντέρνοι δεν τη βρίσκουμε ούτε στην πολιτική ούτε στη θρησκεία, την αποζητούμε στη σφαίρα των καλλιτεχνικών μύθων και στο ευεργετικό τους πέρασμα από τη ζωή μας.
Ξέρουμε, φυσικά, πως η ενότητα είναι το κατεξοχήν ανέφικτο της κοινωνικής μας κατάστασης. Αυτό που μας ενώνει (κάποιους, ενδεχομένως την πλειοψηφία) κάποιους άλλους συμπολίτες μας τους αποξενώνει, τους ενοχλεί ή τους αφήνει παγερά αδιάφορους. Τα σύμβολα την ίδια στιγμή ενώνουν και χωρίζουν. Έτσι κι αλλιώς, όμως, νοσταλγούμε μια χαμένη ενότητα, αφού, με κάποιον τρόπο, είμαστε προγραμματισμένοι από την ίδια την αφήγηση της Πτώσης μας, αφήγηση που ιδρύει την ιουδαιοχριστιανική κουλτούρα: κάποτε υπήρξαμε αρμονικά, κάποτε βιώσαμε μια αυθεντική ανθρώπινη κοινότητα και έπειτα ήρθαν διάφοροι μηχανισμοί και μας σκόρπισαν και μας αλλοτρίωσαν: η αμαρτία, η ταξική διαίρεση, οι ιδεολογίες κ.λπ.
Όσο διάσπαρτη με δυσαρμονικά γεγονότα κι αν είναι η πραγματική ζωή, η νοερή και φαντασιακή μας ζωή τρέφεται ακόμα από μια προσδοκία συντονισμού των ψυχών. Και οι συγχορδίες των τραγουδιών και οι επικές προσωπικότητες ή τα μεγάλα λαϊκά είδωλα επωμίζονται την αποστολή να μας θυμίζουν αυτήν τη μήτρα της καταγωγής μας.
Η επίκληση της ενότητας δεν είναι, όμως, μόνο η νοσταλγία για μια αυθεντική κοινότητα, νοσταλγία που, όπως είπαμε, έχει τεράστιο παρελθόν στη χριστιανική και ρομαντική φαντασία που διαμόρφωσε τον ελληνικό και δυτικό κόσμο. Η ενότητα είναι και ένα στοκ εύκολης ρητορείας που άλλοτε συμφέρει την κυβέρνηση και άλλοτε την επιστρατεύει η αντιπολίτευση για τους δικούς της σκοπούς.
Εδώ θα συναντήσουμε, εξάλλου, τη γνωστή ιδέα περί ενότητας των Ελλήνων, που επιστρέφει κατά καιρούς σε διαφορετικά συμφραζόμενα: άλλοτε στον εθνικισμό της μεγάλης παρόλας άλλοτε στον σχολικό και πανηγυρικό λόγο που ηχεί πάντα μαζί με ένα αχ, με τον καημό για τον αιώνιο αλληλοσπαραγμό μας. Αχ, αν ήμασταν μονοιασμένοι, αν δεν φαγωνόμασταν, αν δεν είχαμε στο «DNA της φυλής» τον εμφύλιο διχασμό. Πόσες φορές τα έχουμε ακούσει και διαβάσει ως αυτονόητες αλήθειες που καταλήγουν στον αυτοοικτιρμό, στο εθνικό παράπονο, στην πικραμένη αυτοκριτική.
Οι μεγάλοι νεκροί ήταν παραδοσιακά αυτοί που έφερναν στην επιφάνεια το γεγονός πως διαθέτουμε αποθέματα κοινών εικόνων και ιστοριών. Αυτά τα αποθέματα, όμως, περιέχουν ιστορίες που έγιναν με τον καιρό ακατάληπτες και μεγάλα τμήματα των νεότερων δεν τις αντιλαμβάνονται παρά ως εξωτικές και αδρανείς παρελθοντικές καταστάσεις.
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν μεγάλος λάθος να περιφρονούσαμε το σκίρτημα της ενότητας με τη δικαιολογία ότι υπηρέτησε, συχνά, σκοτεινές προθέσεις και ιδεολογικά σχήματα. Θα ήταν κρίμα να δούμε τους συμβολισμούς της ενότητας μόνο ως αυταπάτες ή τεχνάσματα κυριαρχίας και αποπροσανατολισμού.
Οι νεωτερικές κοινωνίες γνώρισαν αντιθέσεις κοινωνικές και οικονομικές που εκφράστηκαν με ταξικές διαμάχες και κλασικές πολιτικές συγκρούσεις. Εντούτοις, οι ορθολογικές διαιρέσεις τους –για παράδειγμα ο διαχωρισμός μας σε ανταγωνιστικά συμφέροντα‒ συντηρούσαν τη δυνατότητα της πάνδημης συγκίνησης: στους μεγάλους καλλιτέχνες, στα μεγάλα πολιτισμικά επιτεύγματα όπου μπορούσαν όλοι (ή πολύ μεγάλες πλειοψηφίες) να αναγνωρίζουν κάτι καταλυτικό από την ταυτότητά τους.
Κάπως έτσι κηδεύτηκαν από το πλήθος συγγραφείς που ανήκαν στην αριστερά, αλλά λατρεύτηκαν και από δεξιούς, μουσικοί που έγιναν κοινές εθνικές αναφορές, προσωπικότητες που διαπέρασαν τα συμβατικά σύνορα της αμοιβαίας υποψίας. Ακόμα και πολιτικές προσωπικότητες που η ιστορία τους τις έφερε σε μεγάλη αντίθεση με τμήματα του λαού τους έγιναν εν τέλει πάνδημο πένθος. Ο συντηρητικός Τσόρτσιλ, ο σφοδρά αντικομμουνιστής Γεώργιος Παπανδρέου, ο αριστερός Ηλίας Ηλιού, τιμήθηκαν ως ελληνικές μορφές, αφού ένας ευρύτερος κόσμος αναγνώρισε το νόημα και το νήμα της παρουσίας τους πέρα από τις κομματικές τους καταβολές και τις συγκρουσιακές τους περγαμηνές.
Εδώ πρέπει να θυμηθούμε το παράδειγμα του «αστού» Σεφέρη, που ο θάνατός του μέσα στη δικτατορία έγινε αφορμή να υπάρξει ένα μαχόμενο πένθος, μια μαζική απόδοση τιμών όχι μόνο στον συγκεκριμένο ποιητή αλλά και στον επιφανή πολίτη που περιφρόνησε τη δικτατορική «κανονικότητα», διεκδικώντας την αυτόνομη αξιοπρέπεια του πνεύματος. Κάποιες φορές, το πλήθος ενώνεται για να υπερασπιστεί μια ιδέα μέσα από ένα πρόσωπο και το φθαρτό του σώμα.
Υπάρχει, λοιπόν, ένα παράδοξο σε σχέση με την ενότητα: δεν μπορούμε να είμαστε ενωμένοι, αλλά υπάρχουν στιγμές που το πιστεύουμε, το θέλουμε και σχεδόν το κατορθώνουμε. Τι κατορθώνουμε; Αναγνωριζόμαστε σε ένα κοινό έδαφος, στη σκέψη μιας κοινής απώλειας που μας υπενθυμίζει την ανάγκη μετριασμού άλλων σχισμάτων που αναπόφευκτα μας διαχωρίζουν.
Αυτό το σχήμα όπου η διαιρεμένη κοινωνία αφυπνίζεται σε προσωρινές και ατελείς μορφές ενότητας και αδελφοσύνης φτάνει ως τις μέρες μας. Φαίνεται όμως πως αδυνατίζει και φθείρεται όσο περνούμε από τις κοινωνικές τάξεις στις φυλές, από το έθνος στις υποκουλτούρες, από μια κοινή βασική γλώσσα στους κώδικες ομάδων που δεν αντιλαμβάνονται καν μια κοινή γραμματική.
Οι μεγάλοι νεκροί ήταν παραδοσιακά αυτοί που έφερναν στην επιφάνεια το γεγονός πως διαθέτουμε αποθέματα κοινών εικόνων και ιστοριών. Αυτά τα αποθέματα, όμως, περιέχουν ιστορίες που έγιναν με τον καιρό ακατάληπτες και μεγάλα τμήματα των νεότερων δεν τις αντιλαμβάνονται παρά ως εξωτικές και αδρανείς παρελθοντικές καταστάσεις.
Μπορεί, όμως, να στοιχηματίσει κανείς πως το έργο δεν θα σταματήσει. Θα αλλάξουν οι όροι του, τα σύμβολα, κάποιοι από τους κανόνες του. Ωστόσο θα υπάρχει με καινούργια ονόματα. Δεν μπορούμε να ενωθούμε, αλλά είναι αφόρητο να μένει ο καθένας καρφωμένος στη φυλή του και στα εσωτερικά της τοτέμ. Κάποια στιγμή και η κάθε φυλή ονειρεύεται τη χώρα όλη και η χώρα ονειρεύεται μια οικουμένη πάνω και πέρα από αυτήν.
Και εκεί που συνδεόμαστε αποσυνδεόμαστε, εκεί που πενθούμε μαζί γυρίζουμε πάλι να πενθήσουμε ο καθένας τους δικούς του, τους νεκρούς της δικής του φυλής. Όπως το λέει σοφά ο Πατρίκιος:
Οι άνθρωποι
σαν αρθρωτές φιγούρες
πιάνονται
συνδέονται για λίγο
κι αποσπώνται
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.