ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΟΡΓΑΝΩΝΟΥΜΕ τις δημόσιες σκέψεις μας με βάση την «μπροστινή έξω εικόνα». Να, για παράδειγμα, στις κινητοποιήσεις των αντιεμβολιαστών του τελευταίου καιρού στο Σύνταγμα, στον Λευκό Πύργο ή αλλού, ο φακός και τα βλέμματα εστίασαν στις χαρακτηριστικές (γραφικές, φανατικές) φυσιογνωμίες της πρώτης σειράς. Ακούγοντας μια ομιλία, βλέποντας κάποια απ' τα πρόσωπα, αναγνωρίζοντας μοτίβα, κάποιοι βιάζονται να βγάλουν το συμπέρασμα: πρόκειται, κατά βάση, για κόσμο μιας δεξιάς, εθνικιστικής, θρησκευτικο-σεκταριστικής αγανάκτησης. Καμιά ή ελάχιστη σχέση μ’ εμάς, με τον «κόσμο της αριστεράς», είπαν κάποιοι.
Από μια άλλη οπτική, ορισμένα ενσταντανέ, βίντεο και συνθήματα αυτών των κινήσεων που θα ήθελαν να γίνουν «κίνημα» (μα ακόμα, νομίζω, πως δεν το έχουν καταφέρει) παραπέμπουν σε μια ρητορική για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Μήπως αυτό που βλέπουμε να σχηματίζεται με τα φερτά υλικά μιας πολύχρωμης ιδεολογίας, είναι προϊόν μιας επιθετικής, «δικαιωματικής κουλτούρας»;
Βλέπουμε, λοιπόν, δύο διαφορετικές ιδεολογικές έγνοιες στο φόντο αυτής της παράξενης συγκυρίας. Η πρώτη είναι μια αγωνία μην τυχόν και θιγεί η ιδέα που θέλει πάντα προοδευτική την επίκληση των δικαιωμάτων. Η δεύτερη είναι η αγωνία μήπως πράγματι η δικαιωματική λογική ενθάρρυνε τον χώρο των αρνητών, που ένα μόνο μέρος του αποτυπώθηκε στις πορείες του «δρόμου» αλλά έχει πολλά παρακλάδια και προεκτάσεις.
Αριστεροί λόγοι και κάποιες δοκησίσοφες φιλελεύθερες δικαιολογήσεις πρόσφεραν ευκαιρίες για τις χοντροκομμένες δικαιωματικές ανοησίες των νέων αγανακτισμένων. Και αν τούτη η αγανάκτηση είναι τελικά «ακροδεξιά», η κατασκευή της χρωστάει πολλά στην αχαρακτήριστη ευκολία με την οποία κάθε περιορισμός βαφτίστηκε περίπου ακροδεξιός ενώ θα μπορούσε να ήταν απλώς μια άλλη μετάφραση της κοινής αξιοπρέπειας και της δημοκρατικής αυτοπειθαρχίας.
Απέναντι σε αυτό δεν μπορούμε να πολιτευόμαστε με βάση το τι θα θέλαμε να ισχύει. Το να δείχνει κανείς έναν παλαιοημερολογίτη με τους σταυρούς και τα κομποσχοίνια του ή κάποιον αλλοπαρμένο με περικεφαλαία στο πλάνο και να αναφωνεί «να, λοιπόν, ακροδεξιά!», η οποία δεν έχει καμιά σχέση με την κουλτούρα των δικαιωμάτων (συχνά, άλλωστε, τη λοιδορεί), το να κάνει κανείς μια τέτοια εύκολη πολιτική του σχολιασμού πλάνων, μπορεί και να συγκαλύπτει μια ουσιαστική πτυχή των εξελίξεων του τελευταίου καιρού.
Γιατί είναι αδιάψευστο πως όλοι σχεδόν οι αντιδραστικοί συνασπισμοί των ημερών μας –ιδίως οι φωνές κατά των περιοριστικών μέτρων, των εμβολιασμών, των «διαχωρισμών» κ.λπ.– βρήκαν έρεισμα και καταφύγιο και σε μια αντίληψη για τα δικαιώματα και την παραβίασή τους. Μια τραμπική νέα δεξιά, αλλά και οι παραλλαγές της σε διαφορετικές χώρες, ανεμίζει αυτή ακριβώς τη σημαία και όχι κάποια άλλη.
Δεν είναι τυχαίο. Μπορεί στην αντιεμβολιαστική καχυποψία να συνυπογράφουν πολλές διαφορετικές πολιτισμικές και ηθικές μικροοικογένειες, λχ. θρησκευτικές ταυτότητες, υγιεινισμοί που απορρίπτουν την κλασική ιατρική, φόβοι για τον ψηφιακό ολοκληρωτισμό κλπ. Η αιχμή όμως, εδώ και μήνες, στάθηκε η ρητορική για τα χαμένα δικαιώματα ή για τα δικαιώματα που τάχα καταπατούνται από μια εθνική ή παγκόσμια αυταρχική εξουσία.
Εδώ, σε αυτό ακριβώς το σημείο, έχει συμβάλει αναμφισβήτητα και η ελληνική αριστερά (περισσότερο από άλλες αριστερές της Ευρώπης, όπως την πολύ πιο ώριμη σε αυτό το θέμα γερμανική) υπερθεματίζοντας συχνά στη συνθηματολογία περί κλεμμένων δικαιωμάτων από τον κρατικό αυταρχισμό.
Με αυτό άλλωστε το μοτίβο πολλοί από την αριστερά και ιδίως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπάθησαν να πλησιάσουν, σχεδόν κολακευτικά, διάφορα δυσαρεστημένα κοινά που περιλαμβάνουν αδιαφοροποίητα «νεολαία», «εργαζόμενους», τώρα καταστηματάρχες που πλήττονται από μια «αλλοπρόσαλλη πολιτική». Κάπου υπήρξε ένα δικαιωματικό τόξο που πήγε να αγκαλιάσει από τον δυσαρεστημένο νέο για την απαγόρευση της κυκλοφορίας 1 με 5, έως τον εστιάτορα ή άλλους που αισθάνθηκαν σαν άδικη παραβίαση δικαιωμάτων την απόσταση των τραπεζοκαθισμάτων ή τη σίγαση της μουσικής.
Είναι ο αντι-εμβολιασμός παιδί του δικαιωματισμού;
Σημαίνει όμως αυτό πως ο παρδαλός αντι-εμβολιασμός είναι «παιδί του δικαιωματισμού»; Όχι. Μια τέτοια εκδοχή θα ήταν εξαιρετικά απλοϊκή και, σε μεγάλο βαθμό, μια λάθος διάγνωση. Μεγάλο μέρος του λαού των νέο-αγανακτισμένων είναι είτε ξένος είτε εχθρικός σε βασικά θέματα της δικαιωματικής ατζέντας – γυναικεία δικαιώματα, ΛΟΑΤΚΙ, μετανάστες.
Θα μπορούσε κανείς να τους φανταστεί να υπερασπίζονται με πάθος το τσιγάρο μέσα στα μαγαζιά, όχι όμως, για παράδειγμα, το δικαίωμα ενός γκέι ζευγαριού στη δημόσια τρυφερότητα. Να φωνάζουν για τον περιορισμό των πανηγυριών και των νυχτερινών κέντρων ανά την επικράτεια, αλλά καθόλου για τη βία κατά των γυναικών.
Υπάρχει, φυσικά, μια δραστήρια συνιστώσα του αντιεμβολιασμού με καταβολές στον αναρχικό, εναλλακτικό και αυτόνομο χώρο, αντλώντας από τα κείμενα του Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, της Σχολής της Φρανκφούρτης ή ενός «φουκοϊσμού» για αρχάριους που ανθίζει σε κάποιες γωνίες εδώ και χρόνια. Μέσα στον γαλαξία των νέο-αγανακτισμένων αναγνωρίζει κανείς πρόσωπα και δίκτυα από ετερόδοξες θεραπευτικές ομάδες, «αντικομφορμιστές» επιστήμονες, φυσιολατρικούς ή «βιοκεντρικούς» κύκλους που ασκούν γοητεία σε ένα μέρος νεότερων μεσοαστών. Δεν βγήκαν όμως πολύ στο δρόμο –αφήνοντας τον πιο λαϊκό κόσμο των αρνητών να πρωταγωνιστήσει– και προτιμούν την κατήχηση με κείμενα, πλάγιους μηχανισμούς, άλλες μορφές προπαγάνδας.
Ας παραδεχτούμε λοιπόν πως δεν στέκει ο ισχυρισμός πως ο χώρος της άρνησης και της καχυποψίας είναι παιδί μιας «προοδευτικής» δικαιωματικής κουλτούρας. Μπορούμε όμως με κάποια βεβαιότητα να πούμε κάτι άλλο: ότι εδώ και ενάμιση χρόνο μια ρηχή, δικαιωματική ρητορική με αριστερή ή αριστερο-φιλελεύθερη προέλευση βοήθησε έναν κόσμο να οπλιστεί με σαθρά και συχνά γελοία επιχειρήματα για να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωσή του σε στοιχειώδεις υποχρεώσεις και σε ένα ήθος αναγκαίου αυτοπεριορισμού.
Φτιάχτηκε, με άλλα λόγια, μια παράγκα εύκολης δικαιωματικής αξίωσης όπου βρήκαν στέγη και ο αμέριμνος τύπος των πάρτι στις πλατείες και ο επιχειρηματίας που αντέδρασε/υπονόμευσε τους όποιους κανονισμούς και φυσικά αυτός που διακωμωδούσε κάθε μέτρο. Από εδώ άντλησαν ιδεολογική νομιμοποίηση και όσοι-ες εμφανίζονται τώρα στην αιχμή της διαμαρτυρίας κατά της «υγειονομικής δικτατορίας».
Η δικαιωματική ασπίδα στράφηκε κατά των ευάλωτων
Η χρήση μιας αντιστασιακής, δικαιωματικής ασπίδας δεν βοήθησε λοιπόν να χτιστεί ένα άλλο τείχος προστασίας και υπευθυνότητας που θα διόρθωνε λάθη και θα αναδείκνυε ασυνέπειες των κρατικών πολιτικών και χειρισμών. Αντίθετα, αυτή η ίδια ασπίδα έγινε μέσο αποδόμησης κάθε συλλογικής προσπάθειας για έναν κοινό στόχο.
Μια κάποια «φιλελεύθερη» αλλεργία για κοινά μοιρασμένους στόχους στο όνομα των ανησυχιών του ατόμου συναντήθηκε έτσι με τη γνωστή λαγνεία του κόσμου και των διανοουμένων της αριστεράς για καθετί αντισυναινετικό, που σπάει ή πρέπει να σπάει την αστική «εθνική ομοψυχία». Και σε αυτές τις γνωστές διαστάσεις προστέθηκε μοιραία ο ναρκισσισμός της διαφορετικότητας και των «ενάντιων» δοξασιών που μπορεί να προβάλλουν με διαφορετικά προσωπεία.
Είναι αλήθεια πως δεν μπορούμε να σκεφτούμε τους εαυτούς μας και τις σχέσεις μας έξω από το πεδίο των δικαιωμάτων και της σημασίας τους για τη σύγχρονη ζωή. Η αναφορά σε ένα εκτεταμένο σύστημα ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί απλώς μέρος κάθε φιλελεύθερης δημοκρατικής συνθήκης αλλά και βιωμένη καθημερινότητα εδώ και δεκαετίες.
Όμως ένας ανιστόρητος ή πολιτικά ναΐφ δικαιωματισμός μέσα στην έκτακτη υγειονομική συνθήκη τροφοδότησε συγκεκριμένα πρακτικά δεινά: ιδίως τη στάση μιας μερίδας του κόσμου που αδιαφόρησε για τους συμπολίτες τους ή που στο όνομα μιας πεποίθησης και μιας ερμηνείας των πραγμάτων, θεωρεί πως μπορεί να αψηφά κάθε νόμο και κανόνα, προβάροντας επίσης τον θελκτικό δραματικό ρόλο της διωκόμενης μειοψηφίας (ενώ κατά τόπους και συχνά συνιστά την πλειοψηφία).
Ξέρουμε από την άλλη ότι η δικαιωματική κουλτούρα δεν υπήρξε ποτέ ενιαία και μονοσήμαντη. Και ότι κάποιες από τις σοβαρές της ευαισθησίες πρέπει να διαφυλαχτούν, όχι μόνο από τους αντιδραστικούς αλλά και από τους ρηχούς φανατισμούς που κηρύσσονται στο όνομα των δικαιωμάτων.
Μέσα σε αυτή την κρίση, όμως, η δικαιωματική αξίωση δεν ανέδειξε τα θετικά της φορτία στην υπεράσπιση πραγματικά αδύναμων ατόμων και συλλογικοτήτων. Δεν έσπευσε να υπερασπιστεί τον ευπαθή, τον άρρωστο, τον ευάλωτο, αλλά αυτόν τον εγωιστή που περιφρόνησε περιγελώντας αισχρά την τρωτότητα του άλλου.
Δυστυχώς, μια δικαιωματική μεγαλοστομία συμμάχησε πολύ περισσότερο με τον δωρεάν εξεγερτισμό, την ατομιστική «ανυποταξία» ή την επηρμένη υπεράσπιση των φαρμακερών ανορθολογικών επιθέσεων κατά της ζωντανής επιστημονικής κοινότητας και των κόπων της. Αριστεροί λόγοι και κάποιες δοκησίσοφες φιλελεύθερες δικαιολογήσεις πρόσφεραν ευκαιρίες για τις χοντροκομμένες δικαιωματικές ανοησίες των νέων αγανακτισμένων.
Και αν τούτη η αγανάκτηση είναι τελικά «ακροδεξιά», η κατασκευή της χρωστάει πολλά στην αχαρακτήριστη ευκολία με την οποία κάθε περιορισμός βαφτίστηκε περίπου ακροδεξιός ενώ θα μπορούσε να ήταν απλώς μια άλλη μετάφραση της κοινής αξιοπρέπειας και της δημοκρατικής αυτοπειθαρχίας.
Αν, λοιπόν, «αυτό» που ζούμε ως άρνηση δεν είναι τέκνο της δικαιωματικής κουλτούρας, αυτή η τελευταία δεν μπορεί να χαριεντίζεται για το αιώνιο ηθικό της πλεονέκτημα απέναντι στους γραφικούς διαδηλωτές της πρώτης σειράς. Γιατί στάθηκε και μέχρι τώρα είναι (με την υπονομευτική της προσέγγιση στο θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού) μια πηγή σύγχυσης και αποπροσανατολισμού μέσα σε αυτή την κρίση.