ΣΕ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΠΟΛΛΑ συμβατικά κοινωνικά και πολιτικά διλήμματα, η αντιμετώπιση μιας βιολογικής απειλής έχει κάτι από «μονόδρομο». Στο παρελθόν η πενικιλίνη, ο μαζικός εμβολιασμός για τον έλεγχο πολλών ασθενειών, η υγιεινή και απολύμανση των χώρων, όλα αυτά δεν ήταν απλές επιλογές που «επιβλήθηκαν» στους λαούς αντί κάποιων άλλων, εξίσου αποτελεσματικών επιλογών. Με αυτά μπόρεσαν να σωθούν εκατομμύρια ζωές και μπορεί να σκεφτεί κανείς πως αν δεν είχαν εφευρεθεί ή αν δεν είχαν εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα, η ανθρωπότητα θα ζούσε εφιαλτικές καταστάσεις.
Aς σταθούμε όμως στον θόρυβο σχετικά με τον «διχασμό του λαού» εξαιτίας της πίεσης στους ανεμβολίαστους. Αν αναλογιστούμε γενικά τις διαιρέσεις, διχαζόμαστε συχνά όταν απαντάμε, με διαφορετικό τρόπο, στα ίδια, πάνω-κάτω, ερωτήματα.
Υπάρχει μια πολλαπλότητα, μια «πληθύς», όπως έλεγε η Χάνα Άρεντ, και επομένως πολλά είναι όσα μας χωρίζουν, μόνιμα ή περιστασιακά: η υγεία και η ασθένεια, ο πλούτος, οι θρησκευτικές ταυτότητες και η κατεύθυνση των πολιτικών μας παθών. Αλλά και πιο αινιγματικές διαστάσεις, όπως οι μνήμες μας, η σχέση με διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις. Και, φυσικά, τα συμφέροντα, οι επαγγελματικές και κοινωνικές εξαρτήσεις μας που δοκιμάζουμε συχνά να τις δικαιώσουμε με περίτεχνους συλλογισμούς. Τρόποι ζωής, τέλος, αισθητικά και κοινωνικά γούστα συχνά αλληλοσπαράσσονται, παρασύροντας μαζί τους φιλίες και σχέσεις χρόνων. Οι διχασμοί μας ασταμάτητοι και εφευρετικοί λοιπόν.
Ο άνθρωπος που δεν θέλει να εμβολιαστεί ακόμα γιατί περιμένει κάτι (τι άραγε; Να δει τι θα συμβεί στους άλλους;) και αυτός που κάνει ενεργητικό αγώνα κατά του εμβολιασμού στη βάση μιας «θεωρίας» δεν είναι το ίδιο. Ο πρώτος μπορεί ενδεχομένως να πειστεί, ο άλλος σε καμία περίπτωση ή μόνο έπειτα από κάτι οριακό
Στο τωρινό σχόλιο, όμως, για τον διχασμό του λαού με βάση τον εμβολιασμό βλέπει κανείς μια λαθροχειρία: φαίνεται σαν να έχουμε να κάνουμε με δύο επιλογές, με δύο προτάσεις, που για κάποιους λόγους η πρώτη στηρίζεται και προωθείται από κάποια κέντρα εξουσίας και η άλλη από εκτός του ρεύματος επιστήμονες ή απλούς πολίτες. Έτσι, ο μη εμβολιασμός παρουσιάζεται σε διάφορες συζητήσεις ως μια εναλλακτική πεποίθηση, μια προτίμηση ανάμεσα στις άλλες.
Είναι αυτή η λάθος αφετηρία που δίνει λαβή σε όσους προσεγγίζουν και αυτό το πρόβλημα ως ανάγκη προστασίας μιας μειονότητας από την «τυραννία της πλειοψηφίας». Σαν να έχουμε να κάνουμε με έναν δικαιωματικό αγώνα ανάμεσα στον «ανίσχυρο» και τον «ισχυρό». Και παρατηρεί κανείς ότι οι περισσότεροι που δηλώνουν πως ανησυχούν με τον διχασμό (τον οποίο υποτίθεται πως φέρνουν τα καινούργια μέτρα) τείνουν να υιοθετούν παραλλαγές της παραπάνω ρητορικής: είτε έναν δικαιωματικό «αντιπατερναλισμό» είτε και συμπάθεια προς όσους δηλώνουν θύματα διακρίσεων από τον υγειονομικό «διαχωρισμό».
Το λάθος είναι στην αρχή του συλλογισμού. Κι αυτό γιατί σε συνθήκες όπου υπάρχει επάρκεια και δωρεάν χορήγηση των εμβολίων ο μη εμβολιασμός δεν είναι μια «επιλογή» μεταξύ άλλων. Μόνο για κάποιες συγκεκριμένες και ιατρικά ενδεδειγμένες κατηγορίες του πληθυσμού μπορεί να ισχύει εξαίρεση.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, ο εμβολιασμός είναι η μοναδική διαθέσιμη μορφή για τη σχετική απόκρουση και τον έλεγχο μιας συγκεκριμένης βιολογικής απειλής. Πάντα μαζί με άλλα μέτρα, πολιτικές, θεσμικές και οργανωτικές πρόνοιες για την οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.
Έτσι, η μουσική που πάει να παιχτεί τώρα γύρω από το δράμα του «διχασμένου λαού» είναι φάλτσα και εκ του πονηρού: μεταφέρει ένα απόθεμα παραδοσιακών ηθικών και πολιτικών προβληματισμών για τα δικαιώματα των μειοψηφιών ή την ελευθερία επιλογής σε ένα αντικείμενο που δεν είναι πολιτικό αλλά κατά βάση ιατρικο-κοινωνικό. Το ότι μερικές ομάδες του πληθυσμού και για την ακρίβεια ο σκληρός πυρήνας των αντιεμβολιαστών έχουν μετατρέψει τον εμβολιασμό σε υπόθεση φρονήματος και μύχιας ταυτότητας δεν σημαίνει πως έχουμε κάποιον διχασμό ανάλογο με τις διαμάχες δεξιάς - αριστεράς, οπαδών της εθνικής κυριαρχίας και φίλων της παγκοσμιοποίησης, ρυθμιστικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Ο μη εμβολιασμός δεν έχει νόημα ως δήλωση φρονήματος, ούτε φυσικά ως πολιτική χειρονομία ή ηθική στάση. Γι’ αυτό και όσοι επιμένουν σε αυτόν δεν μπορεί να επικαλούνται τον Τζον Στιούαρτ Μιλ και άλλες παραδόσεις αφιερωμένες στην εγγύηση της διαφωνίας και την προστασία της μειοψηφίας από τις ορέξεις της πλειοψηφίας. Μόνο εάν υπήρχαν διαθέσιμα εξίσου αποτελεσματικά και ίσης επιστημονικής βαρύτητας μέσα κατά της διάδοσης του ιού θα μπορούσε κανείς να πει «γιατί το εμβόλιο και όχι τον άλλο δρόμο». Όμως τίποτε άλλο δεν υπάρχει εκτός από παράξενες θεωρίες αυτορύθμισης της πανδημίας, υποτίμηση ή συνωμοσιολογική προφητεία μελλοντικών ολέθρων.
Φυσικά, ο δισταγμός-φόβος δεν είναι άρνηση και η άρνηση δεν είναι πάντα στηριγμένη σε σκληρές αντιλήψεις και μια αντίστοιχη «κοσμοθεωρία». Αυτός, όμως, που νομοθετεί και φροντίζει να ενθαρρύνει μια κοινωνική στάση, αποθαρρύνοντας μιαν άλλη, δεν μπορεί να ξέρει τα βαθύτερα κίνητρα και τις βλέψεις κάθε ατόμου. Ο άνθρωπος που δεν θέλει να εμβολιαστεί ακόμα γιατί περιμένει κάτι (τι άραγε; Να δει τι θα συμβεί στους άλλους;) και αυτός που κάνει ενεργητικό αγώνα κατά του εμβολιασμού στη βάση μιας «θεωρίας» δεν είναι το ίδιο. Ο πρώτος μπορεί ενδεχομένως να πειστεί, ο άλλος σε καμία περίπτωση ή μόνο έπειτα από κάτι οριακό.
Αν όμως διαφορετικά συναισθήματα και συλλογισμοί καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα, στην ίδια αναβλητική ή αρνητική στάση, το θέμα δεν είναι πλέον «να μη διχαζόμαστε». Πιο σημαντικό από την ύπαρξη της διαφωνίας είναι ότι έχουμε ένα άτυπο υγειονομικό σαμποτάζ. Από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά στην ίδια κατεύθυνση. Τα συναισθήματα που κινούν τον σκεπτικισμό, την αναβολή, την άρνηση, την καχυποψία είναι σημαντικά.
Μιλώντας για την κοινωνία, χρειάζεται να διακρίνουμε τα διαφορετικά πάθη και συναισθήματα και την ποικιλία των δικαιολογήσεων και των σκέψεων που ρυθμίζουν τις καθημερινές στάσεις. Αλλά στο επείγον πρόβλημα έχουν μεγαλύτερη σημασία το αποτέλεσμα και η επίδραση, το συνολικό αποτύπωμα που κάνει είτε πιο δύσκολο είτε πιο εύκολο τον έλεγχο της πανδημίας.
Ο εμβολιασμός δεν είναι κλασικό πολιτικό ζήτημα, ούτε ευκαιρία για επίδειξη δικαιωματικής ευαισθησίας. Δεν είναι πεδίο για να αποδείξει κανείς τη συστημική ανεπάρκεια ή τις ενοχές του παγκόσμιου καπιταλισμού, της νέας τάξης πραγμάτων ή όποιας άλλης μεγάλης δομής. Αυτά μπορεί να τα συλλογιστεί και να τα επεξεργαστεί πολιτικά, επιλέγοντας άλλα σημεία και θέματα. Και η εμμονή στον μη εμβολιασμό, αν δεν υπάρχουν αντενδείξεις γι’ αυτόν, δεν μπορεί να διεκδικεί τη θέση της «διαφωνούσας άποψης» που πρέπει να προστατευτεί από την υποθετική «καταπίεση της πλειοψηφίας».
Πρώτον, γιατί σε πολλές περιφέρειες και περιοχές της χώρας το αποτέλεσμα δείχνει πως ο εμβολιασμός είναι μειοψηφικός και όχι η «πλειοψηφία». Και δεύτερον γιατί δεν υπάρχει κάποια άλλη ορθολογική, μαζική εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της μόλυνσης και της μετάδοσης του ιού. Με άλλα λόγια, ο μη εμβολιασμός (ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι δεν είναι πεπεισμένος και τσιμενταρισμένος αντιεμβολιασμός) είναι ένα καπρίτσιο.
Έχοντας έτσι απέναντι είτε σκληρές ανορθολογικές πεποιθήσεις είτε ιδιωτικά καπρίτσια, το χειρότερο θα ήταν να πέσουμε στο τέλμα των πολιτικών αντιδικιών για το ποιος διχάζει περισσότερο. Δεν διχάζει κανένας όσο η ίδια η δυναμική πραγματικών διλημμάτων σε συνθήκες όπου δεν υπάρχει εναλλακτική εκτός από την επιτάχυνση της συλλογικής αυτοπροστασίας και τη διαυγή κατανόηση της απειλής.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.