Ρενέ Ζιράρ: René Girard - Η μιμητική επιθυμία στο Υπόγειο/Διάλογος με τον Κορνήλιο Καστοριάδη
Ο νέος εκδοτικός οίκος Πλήθος εγκαινιάζει το πρόγραμμά του με το βιβλίο «René Girard - Η μιμητική επιθυμία στο Υπόγειο/Διάλογος με τον Κορνήλιο Καστοριάδη», αποκαλύπτοντας τη δυναμική που έχουν οι θεωρίες του Γάλλου στοχαστή όσον αφορά τη μιμητική λειτουργία της βίας σήμερα.
«Εκείνοι που λένε την αλήθεια, λένε τις σκιές» έγραφε ο Πάουλ Τσέλαν για την ακατάλυτη δύναμη του θανάτου στους αρχαιοελληνικούς μύθους, γνωρίζοντας πως οι αξιώσεις των ζώντων ήταν ανέκαθεν άρρηκτα δεμένες με το αίμα των νεκρών. Ακόμα και σε μια κοινωνία όπως η σημερινή, όπου υποτίθεται ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει εξαλείψει τη βαρύτητα του μύθου και του ιερού, δεν παύουμε να συμβολοποιούμε τον θάνατο και τη βία.
Ρεαλισμός, εξάλλου, δεν υπάρχει χωρίς τη συμβολική πραγματικότητα, καθώς η αντίληψη για τον κόσμο γεννιέται αναγκαστικά μέσα από τον μύθο και η κατασκευή του διαθέτει έναν μηχανισμό που μας βοηθάει να εξηγήσουμε καλύτερα όλων των ειδών τους θεσμούς και τις αντιδράσεις.
Αυτό είναι που συνέλαβε με ακρίβεια ο Ρενέ Ζιράρ, ο «Δαρβίνος των ανθρωπιστικών επιστημών», όπως τον είχε αποκαλέσει με ευστοχία ο Μισέλ Σερ, εξηγώντας πολλά για τις ρίζες της βίας στις σύγχρονες κοινωνίες, για τα φαινόμενα μαζικών αντιδράσεων που παρατηρούμε σήμερα αλλά και για τη φύση της επιθυμίας και την ψυχολογία της μάζας.
Γιατί, τι άλλο θα μπορούσε να είναι η μαζική αντίδραση του διαδικτύου, αν όχι ανθρωποφαγική; Διότι μπορεί οι κοινωνίες να διαφοροποιούνται ως προς τον τρόπο που αντιδρούν στη συγκρότηση του μυθοπλαστικού τους στοιχείου, αλλά για τον Ζιράρ διατηρούν κοινά στοιχεία ιερότητας, εξουσίας και θυσίας.
Μια ματιά στα σύγχρονα social media αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι ο Ζιράρ δεν είναι μόνο ένας εμπνευσμένος θεωρητικός αλλά και ένας ιδιότυπος προφήτης με την έννοια που εκλαμβάνει τον Ντοστογιέφσκι ως άκρως προφητικό για την εξέλιξη της ιστορίας και της κοινωνίας, καθώς την περιγράφει στην απόλυτη αποσύνθεσή της. Ακριβώς όπως σήμερα.
Κύριο και βασικό γνώρισμα για τον Γάλλο στοχαστή είναι ο τρόπος λειτουργίας της επιθυμίας, που είναι πάντοτε μιμητικός, καθώς απευθύνεται και εμπνέεται από τον άλλο και ως εκ τούτου είναι διαρκώς διαμεσολαβημένη. Το υποκείμενο, δηλαδή, που επιθυμεί ένα αντικείμενο θέτει πάντα απέναντί του ένα πρότυπο, έναν μεσάζοντα-médiateur που παρεμβάλλεται διαρκώς, καθορίζοντας τους δύο πόλους.
Και είναι λογικό, όταν το υποκείμενο και το πρότυπό του επιθυμούν από κοινού ένα αντικείμενο, να αναπτύσσεται ανάμεσά τους ένας ανταγωνισμός, μια διαρκής και ατελεύτητη αντιπαλότητα που συγκλονίζει τις κοινωνίες και τις απειλεί με έναν πόλεμο όλων εναντίον ενός.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, προκειμένου να μπορέσει να διοχετευτεί η διαρκής παραφορά της σύγκρουσης, την αναζήτηση ενός εξιλαστήριου θύματος που θα θυσιαστεί για χάρη της εξισορρόπησης και του κατευνασμού της συνεχούς απειλής μιας επικείμενης αντεκδίκησης. Οι κοινωνίες δεν λειτουργούσαν, άλλωστε, ποτέ με σύμπνοια αλλά μέσα από τη σύγκρουση και τον διχασμό. Και το μόνο που τις έσωζε, κατά τον Ζιράρ, ήταν ότι θεσμοποιούσαν αυτήν τη σύγκρουση μέσω της πίστης και της ανάδειξης του ιερού.
Επομένως ο τρόπος που θεσμοποιείται η βία θέτει επί τάπητος το ζήτημα του ιερού και αναδεικνύει τη δυναμική της θρησκείας, η οποία τελικά αποτρέπει την απροκάλυπτη ανθρωποφαγία, εξευμενίζοντάς την.
Με αυτόν τον τρόπο ο Ζιράρ ενέτασσε στο θεωρητικό του σύστημα τους θεσμούς όχι ως κάτι αντίθετο στην κοινωνική αυτονομία και ανεξαρτησία, όπως ήθελαν οι μοντέρνες θεωρίες του Καστοριάδη και της εποχής του στρουκτουραλισμού και της μεταδόμησης, αλλά ως κάτι εξισορροπητικό.
Επίσης, γνωρίζοντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν στις επαναστάσεις, οι οποίες φτάνουν να οικειοποιούνται αντεστραμμένους ολοκληρωτισμούς, όπως διαφαίνεται σε έργα όπως οι «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι, ο Ζιράρ δεν μιλούσε για επαναστατική ρήξη αλλά αλλά για αντιστάθμιση, φτάνοντας μάλιστα να αποδεχτεί ακόμα και το θεωρητικό πλαίσιο της γραμμικής ιστορικής εξήγησης, απόλυτα καταδικαστέο για τους μεταμοντέρνους φιλοσόφους.
Σε εποχές, δηλαδή, που οι ριζωματικές αντιλήψεις του Ντελέζ και οι γενεαλογικές του Φουκό αποποιούνταν οποιαδήποτε λογική αναγωγισμού, ο Ζιράρ εντάσσει το σκεπτικό του αιτιακού καθορισμού και τον εξελικτισμό στην καρδιά της μιμητικής θεωρίας του. Έτσι, αντί για την ενδεχομενικότητα, την οποία ασπάζονταν οι Γάλλοι φαινομενολόγοι και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εκείνος κάνει ξεκάθαρα λόγο για επιστημονικό ντετερμινισμό στους όρους συγκρότησης και εξέλιξης των κοινωνιών.
Ως απτό παράδειγμα έφερνε τη σταθερή παρουσία της ανθρώπινης οδύνης και της βίας στις κοινωνίες, η οποία συστέλλει την Ιστορία και αναδεικνύει τον οριοθετημένο και επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα της.
Λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις θεωρίες και τον διάλογο που άνοιξαν στην καρδιά των ανθρωπιστικών επιστημών, οι νέες εκδόσεις Πλήθος αποφασίζουν να εγκαινιάσουν το δυναμικό τους εγχείρημα με ένα βιβλίο που φωτίζει όλες τις πτυχές της σκέψης του Ρενέ Ζιράρ.
Έτσι, παρότι κυκλοφορούν στα ελληνικά κορυφαία βιβλία του Γάλλου στοχαστή, όπως η «Βία και το Ιερό» (επανακυκλοφόρησε στη μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη από τις εκδόσεις Πλέθρον), το «Ρομαντικό ψεύδος και μυθιστορηματική αλήθεια» (Ίνδικτος) και το «Σαίξπηρ, οι φλόγες της ζηλοτυπίας» (Εξάντας), για να αναφέρουμε μόνο μερικά από αυτά, οι εκδόσεις Πλήθος αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν ένα ευσύνοπτο τομίδιο, όπου μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τις βασικές κεντρικές αρχές της σκέψης του Ζιράρ μέσα από τη μελέτη που έκανε στα κείμενα του Ντοστογιέφσκι αλλά και να δει τον μεγάλο διάλογο που άνοιξε η συγκρουσιακή του σχέση με τις θεωρίες άλλων στοχαστών της εποχής του, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης.
Γι' αυτό και το βιβλίο του Ρενέ Ζιράρ, που εγκαινιάζει το πλάνο των εκδόσεων, το οποίο, όπως λένε και οι ίδιοι οι εκδότες, έχει ως στόχο «την έκδοση θεωρητικών και λογοτεχνικών έργων που συνομιλούν με την παράξενη αλλά και συναρπαστική εποχή μας, φωτίζοντας διαφορετικές –ενίοτε και αντιφατικές– όψεις της», μοιράζεται σε δύο μέρη και φέρει τον τίτλο «Η μιμητική επιθυμία στο Υπόγειο - Διάλογος με τον Κορνήλιο Καστοριάδη»– σε μετάφραση Χρήστου Γροσδάνη και με πρόλογο του Δημήτρη Δουλγερίδη.
Οι ίδιες εκδόσεις εξαγγέλλουν επίσης την έκδοση δύο σημαντικών βιβλίων του Γερμανού κοινωνιολόγου Χάρτμουτ Ρόζα «Επιτάχυνση και αλλοτρίωση» και το μυθιστόρημα του Νιγηριανοαμερικανού λογοτέχνη Τέτζου Κόουλ «Ανοχύρωτη πόλη».
Ως εκ τούτου, δεν θέλει και πολλή φαντασία για να αντιληφθεί κανείς πως τα τυπικά θέματα που πραγματεύεται ο Ζιράρ –ο μιμητισμός της επιθυμίας, οι βίαιες συμπεριφορές, οι απειλητικές εκρήξεις που αντισταθμίζονται τελικά από τα θεσμοποιημένα τελετουργικά– έχουν συγκεκριμένα καθολικά γνωρίσματα.
Η βιβλικής εμπνεύσεως ανθρωπινή τραγωδία διαθέτει μια αδιάπτωτη αναλογία που ενοποιεί τον χρόνο μέσα από το αμετάβλητο του νοήματός του, που είναι τελικά χριστιανικό στον βαθμό που ο ιουδαιοχριστιανισμός, κατά τον Ζιράρ, καταφέρνει να μετριάσει την ανάγκη για βία, εκκινώντας μια διαδικασία ανθρωποποίησης σε σχέση με τις προηγούμενες κοινωνίες. Μέσω του συμβολικού χαρακτήρα που αποκτά εν προκειμένω η θυσία, εξαλείφεται ο ζωικός χαρακτήρας και έτσι το σύστημα γίνεται μορφογενετικό.
Απόλυτη έκφραση της μιμητικής λειτουργίας της επιθυμίας ο Ζιράρ παρατήρησε σε πολλά δραματικά μυθιστορήματα, π.χ. στον τρόπο που λειτουργούν οι πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων του Ντοστογιέφσκι. Και όπως τονίζει με άκρα ευστοχία ο Δημήτρης Δουλγερίδης στο προλογικό του σημείωμα: «Για τον Ζιράρ, το "Υπόγειο" είναι μια καταπακτή εννοιών και συμβόλων που επιβεβαιώνουν τη θεωρία του. Ο Ντοστογιέφσκι φτάνει με ευφυή διαίσθηση στη φύση της τριγωνικής επιθυμίας, χωρίς να την κατονομάζει. Στο μυθιστορηματικό του σύμπαν δεν υπάρχει έρωτας χωρίς ζηλοτυπία, φιλία χωρίς φθόνο, έλξη χωρίς απώθηση».
Και όντως «το αίσθημα εξευτελισμού» στα βιβλία του Ντοστογιέφσκι γενικά, και όχι μόνο στο «Υπόγειο», είναι πλήρες. Οι πρωταγωνιστές του ορμώνται από τον ανταγωνισμό, τη διαστροφή της επιθυμίας και την παράνοια.
Ο παραλογισμός, αντί για τη λογική προφάνεια ή τον ωφελιμισμό, που ήταν πολύ της μόδας όταν έγραφε ο Ντοστογιέφσκι, διαπερνά και καθορίζει τις κινήσεις των πρωταγωνιστών του, κάτι που μας φέρνει τελικά πολύ κοντά στα δικά μας σημερινά δεδομένα.
«Δεν είναι, άραγε, άγνωστος αυτός ο υπόγειος νόμος στην πλειονότητα των ανθρώπων που περηφανεύονται για την κανονικότητά τους; Στους ισορροπημένους πολίτες αυτού του κόσμου, για τους οποίους πιστεύουμε ότι δεν έχουν σχέση με τις τρέλες των μιμητικών τεράτων της αλλόκοτης ντοστογιεφσκικής δημιουργίας;» γράφει ο Ζιράρ με τρομακτική ακρίβεια στο εν λόγω βιβλίο.
Όντως, η μαζική παράνοια αποδεικνύει όχι μόνο τη δύναμη της μιμητικής επιθυμίας και τη μαζικότητα της βίας αλλά και την ανάγκη της εξεύρεσης του αποδιοπομπαίου τράγου, για τον οποίο κάνει λόγο ο Ζιράρ, δηλαδή του ιδανικού θύματος που θα θυσιαστεί και θα πληρώσει μέσα από την κοινή πεποίθηση ότι αυτός είναι ο απόλυτος ένοχος.
Μια ματιά στα σύγχρονα social media αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι ο Ζιράρ δεν είναι μόνο ένας εμπνευσμένος θεωρητικός αλλά και ένας ιδιότυπος προφήτης με την έννοια που ο ίδιος εκλαμβάνει τον Ντοστογιέφσκι ως άκρως προφητικό για την εξέλιξη της ιστορίας και της κοινωνίας, καθώς περιγράφει στην απόλυτη αποσύνθεση της. Ακριβώς όπως σήμερα.