Ζορζ Σιμενόν: Γράμμα στον δικαστή μου
Ο Σιμενόν ανατέμνει έναν φόνο σε ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματά του που έχει τη μορφή μιας μακρόσυρτης επιστολής.
Ο Σαρλ Αλαβουάν είναι γιατρός σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Αστός πρώτης γενιάς, καθώς ο πατέρας του έβγαζε τα προς το ζην καλλιεργώντας τη γη, ανήκε πλέον στη μεσοαστική τάξη που ήταν η δεξαμενή της χώρας για γιατρούς, δικηγόρους, υπαλλήλους, αλλά και βουλευτές και γερουσιαστές, καμιά φορά και υπουργούς.
Ο γιατρός, με δύο γάμους στο ενεργητικό του, με δύο κόρες από τον πρώτο του γάμο, ζούσε με την αξιοπρέπεια που του επέβαλε η κοινωνική θέση του. «Είχα κάνει με μεγάλη σχολαστικότητα, όσο καλύτερα μπορούσα, όλα όσα μου είχαν πει να κάνω. Χωρίς να ψάχνω τον λόγο. Χωρίς να αναζητώ να καταλάβω».
Με την ιατρική δεν είχε και πολύ καλή σχέση. Πολλές φορές, μπροστά σε μια αρρώστια ένιωθε αμήχανος και πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο για να συμβουλευτεί την ιατρική εγκυκλοπαίδεια. Είχε όμως ένα ταλέντο: διαισθανόταν την αρρώστια. «Την ανιχνεύω όπως ένας σκύλος ανιχνεύει το θήραμα. Την οσφραίνομαι». Το ταλέντο του αυτό του εξασφάλισε την πελατεία, ανθρώπους της επαρχίας, φτωχούς, μικροαστούς που έφταναν χωρίς ραντεβού στο ιατρείο του, περίμεναν στους καναπέδες και πλήρωναν πάντα ‒ γιατί τον γιατρό πρέπει να τον πληρώνεις αμέσως.
Ο Σαρλ Αλαβουάν είχε όμως τους δαίμονές του, που κάποια στιγμή τον οδήγησαν σ’ ένα άγριο έγκλημα. Μέσα στη φυλακή, όπου εξέτιε την ποινή του, ο επαρχιακός γιατρός αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον δικαστή που τον ανέκρινε, τον Ερνέστ Κομελιώ. Αισθανόταν γι’ αυτόν οικειότητα, γιατί ήταν από τον ίδιο κοινωνικό χώρο. Αν ζούσαν στην ίδια πόλη, θα συναντιούνταν δύο φορές την εβδομάδα για μπριτζ και θα αποκαλούνταν μεταξύ τους «αγαπητέ μου δικαστά» και «αγαπητέ μου γιατρέ».
Σ’ αυτό το γράμμα στον δικαστή του ο Σαρλ Αλαβουάν παρουσιάζει τη ζωή του και τη διαδρομή του προς το έγκλημα. Το γράμμα δείχνει τις αθέατες πλευρές της ανθρώπινης συνθήκης, τον άγνωστο ψυχισμό, τον καταπιεσμένο εαυτό και τελικά έναν εσωτερικό μηχανισμό που μπορεί να οδηγήσει στο έγκλημα ακόμη και τον πιο συντηρητικό, συμβατικό, καθωσπρέπει αστό.
Ο Αλαβουάν ανήκει σ’ αυτούς τους άχρονους ήρωες, τα άχρονα πρόσωπα που επιτρέπουν στον συγγραφέα να γράψει και να μιλήσει για τις ανθρώπινες συμπεριφορές πέρα από τις συμβάσεις της εποχής και του ημερολογιακού χρόνου.
Ο Ζορζ Σιμενόν ολοκλήρωσε το «σκληρό μυθιστόρημά» του Γράμμα στον δικαστή μου τον Δεκέμβριο του 1946, στο Μπρέντεντον Μπιτς της Φλόριντας. Ο Αλαβουάν ανήκει σ’ αυτούς τους άχρονους ήρωες, τα άχρονα πρόσωπα που επιτρέπουν στον συγγραφέα να γράψει και να μιλήσει για τις ανθρώπινες συμπεριφορές πέρα από τις συμβάσεις της εποχής και του ημερολογιακού χρόνου. Αυτό το στοιχείο δίνει στα «σκληρά μυθιστορήματα» (romans durs) του Σιμενόν μια διαρκή επικαιρότητα, τα κάνει κλασικά.
Οι ήρωες σαν τον Αλαβουάν είναι αρχετυπικοί και τα romans durs είναι ουσιαστικά τραγωδίες. Ας διαβάσουν οι αναγνώστες μερικά απ’ αυτά, όπως ο Ένοικος, οι «Αρραβώνες του κυρίου Ιρ» ή οι «Δαίμονες του πιλοποιού», για να καταλάβουν την τραγική συνθήκη.
Ο Αλαβουάν διηγείται τη ζωή του στο γράμμα στον ανακριτή του. Μεγαλώνει στη σκιά της μητέρας του. Παντρεύεται σε πρώτο γάμο τη Ζαν, κόρη του γιατρού της επαρχίας, ο οποίος έχει συνταξιοδοτηθεί από καιρό. Μαζί της κάνει δύο παιδιά. Αλλά μετά τη δεύτερη γέννα, η γυναίκα του πεθαίνει.
Δεν θα αργήσει να έρθει ο δεύτερος γάμος. Η Αρμάντ, χήρα όπως κι αυτός, είναι κόρη καλής οικογενείας. Μπαίνει στο σπίτι του σχεδόν από τύχη, για να φροντίσει τη μία από τις θυγατέρες του, που είναι άρρωστη από διφθερίτιδα.
Στον γάμο του με την Αρμάντ δεν υπήρχε έρωτας. Ο έρωτας δεν υπήρχε ούτε στον γάμο μου με την Ζαν. Ιδιαίτερα με την Αρμάντ είχε ένα δύσκολο πρόβλημα: να τη φιλά στο στόμα, εξαιτίας του γέλιου της. Είχε το ίδιο χαμόγελο, πρωί και βράδυ.
Σε λίγο η Αρμάντ θα γινόταν η απόλυτη κυρίαρχος του σπιτιού του και της οικογένειάς του. Αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα που τον ενοχλούσε. Το θέμα ήταν ότι με τον γάμο άφηνε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του ανικανοποίητο και τον βασάνιζε συνέχεια η επιθυμία να την απατήσει. «Η Αρμάντ είναι αξιοπρεπής», γράφει στο δικαστή του. «Και τώρα προσπαθήστε να φανταστείτε επί δέκα συνεχή χρόνια το καθημερινό τετ-α-τετ με την αξιοπρέπεια, προσπαθήστε να δείτε στο κρεβάτι τον εαυτό σας με την αξιοπρέπεια».
Και μετά από δέκα χρόνια έρχεται η έκρηξη. Στη Νάντη, όπου ο γιατρός Αλαβουάν έχει πάει για επαγγελματικούς λόγους, συναντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, μια νύχτα υπό βροχή, τη Μαρτίν Ενγκλεμπέρ. Είναι πολύ νεότερή του, Βελγίδα από τη Λιέγη (όπως και ο Ζορζ Σιμενόν). Περνούν μια νύχτα παράφορου έρωτα και πάθους.
Ο Αλαβουάν βρίσκει τελικά την αγάπη. Αποφασίζει να μην αποχωριστεί ποτέ τη Μαρτίν και την παίρνει μαζί του στη μικρή πόλη του. Την προσλαμβάνει ως βοηθό του στο ιατρείο και τη βάζει στη συζυγική στέγη. Στη μικρή κοινωνία αυτό ήταν μεγαλύτερο έγκλημα από τον ίδιο τον φόνο. Θα μπορούσαν να του συγχωρήσουν τον φόνο, αλλά όχι να φέρει την ερωμένη στο σπίτι. Κάποια στιγμή η Αρμάντ πιάνει τον Αλαβουάν και τη Μαρτίν στα πράσα. Η ρήξη είναι αναπόφευκτη. Ο γιατρός με τη Μαρτίν αποφασίζουν να φύγουν για το Παρίσι και να κάνουν μια νέα αρχή.
Στο Σιμενόν δεν υπάρχει ποτέ χάπι-εντ και το μυθιστόρημα δεν μπορεί να τελειώνει εδώ. Πριν η Μαρτίν γνωρίσει τον γιατρό ήταν ένα κορίτσι με παρελθόν. Αυτό το παρελθόν έγινε ο δαίμονας του Αλαβουάν. Παθιασμένος έρωτας αλλά και βία. Έβλεπε στη δική του Μαρτίν τη Μαρτίν των άλλων. Αποφάσισε να τη γνωρίσει καλύτερα και πήγε μαζί της ένα ταξίδι στη Λιέγη. Στη γενέθλια πόλη της ήθελε να δει πού έζησε, πού είχε κινηθεί, ποιους είχε συναντήσει. «Πήγαμε. Σαν προσκύνημα. Κι επιπλέον είχα την ελπίδα ότι θα άφηνα εκεί οριστικά ένα μεγάλο μέρος απ’ τους δαίμονες μου».
Έχουν πολύ ενδιαφέρον οι σελίδες του μυθιστορήματος με την επίσκεψη στη Λιέγη, γιατί μοιάζουν με αυτοβιογραφική επιστροφή. Ο Σιμενόν είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Λιέγη. Και η πόλη αυτή του γαλλόφωνου Βελγίου είναι κατά κάποιον τρόπο το πρώτο μυθιστορηματικό εργαστήριο του συγγραφέα. Η μικροαστική συνοικία του Ουτρμέζ, όπου γεννήθηκε και όπου έπαιζε ως παιδί, στις όχθες του ποταμού Μεύση, ανάμεσα στις ενορίες του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Φολιάν, του έδωσε χαρακτήρες και συμπεριφορές.
Η επίσκεψη στη Λιέγη δεν καταλαγιάζει όμως τους δαίμονες του γιατρού. Μετά από μια νύχτα ερωτικής έξαψης, ο Αλαβουάν στραγγαλίζει τη Μαρτίν. «Δεν σκότωσα αυτήν. Την άλλη σκότωσα…» γράφει στο δικαστή του.
Αλλά ούτε εδώ τελειώνει το μυθιστόρημα. Ανακαλύψτε το τέλος.
Η Αργυρώ Μακάρωφ έχει μεταφράσει και αυτό το μυθιστόρημα του Σιμενόν. Είναι η συστηματική μεταφράστρια του έργου του Βέλγου συγγραφέα. Η ελληνική φωνή του.