Το όνομα της Άννας Φρανκ δεν έπαψε να απασχολεί ποτέ το κοινό από τότε που αποκαλύφθηκε η ιστορία και το ημερολόγιό της που βρέθηκε από τον πατέρα της Ότο Φρανκ, τον μόνο επιζώντα από την οικογένειάς της, μετά το τέλος του πολέμου.
Το ημερολόγιο, που είχε δοθεί στην Άννα ως δώρο για τα 13α γενέθλιά της, περιγράφει τα γεγονότα της ζωής της από τις 12 Ιουνίου 1942 μέχρι την τελευταία μέρα που έγραψε σ' αυτό, την 1η Αυγούστου 1944. Γραμμένο στα ολλανδικά, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες κι έγινε ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία του κόσμου. Από τότε μέχρι σήμερα, δυο ιδρύματα διαχειρίζονται την κληρονομιά της και το «franchise» Άννα Φρανκ, που είναι και μια από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις στον κόσμο των μουσείων και των δικαιωμάτων.
Το ερώτημα «ποιος πρόδωσε την Άννα Φρανκ», η οποία συνελήφθη το 1945 και μεταφέρθηκε στο γερμανικό στρατόπεδο Μπέρκγεν Μπέλσεν και εκεί άφησε την τελευταία της πνοή –πιθανώς από τύφο– την ίδια χρονιά, δεν έπαψε να απασχολεί όχι μόνο ερευνητές αλλά και τους απλούς επισκέπτες του μουσείου της και όσους διαβάζουν το ημερολόγιό της.
Το βιβλίο της Ρόζμαρι Σάλιβαν «The Betrayal of Anne Frank» που μόλις κυκλοφόρησε, ένα ντοκιμαντέρ στο CBS και η έρευνα του συνταξιούχου ντετέκτιβ του FBI Βινς Πάνκοκ και της ομάδας του προκάλεσαν έκπληξη αλλά και μεγάλη αμφισβήτηση σε κύκλους Εβραίων και ειδικών, που αμφισβητούν τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν και τα αποτελέσματα της έρευνας.
Το βιβλίο της Ρόζμαρι Σάλιβαν «The Betrayal of Anne Frank» που μόλις κυκλοφόρησε, ένα ντοκιμαντέρ στο CBS και η έρευνα του συνταξιούχου ντετέκτιβ του FBI Βινς Πάνκοκ και της ομάδας του προκάλεσαν έκπληξη αλλά και μεγάλη αμφισβήτηση σε κύκλους Εβραίων και ειδικών, που αμφισβητούν τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν και τα αποτελέσματα της έρευνας.
Σύμφωνα με την ομάδα ερευνητών και τον Πάνκοκ, υποδείχθηκε ως ένοχος ένας Εβραίος συμβολαιογράφος, ο Άρνολντ Βαν ντεν Μπεργκ, ο οποίος πέθανε το 1950. Το όνομά του έχει αναφερθεί ξανά σε ένα ανώνυμο σημείωμα που είχε λάβει ο πατέρας της Άννας, στο οποίο κάποιος τον υποδείκνυε ως προδότη.
Το σημείωμα έγραφε ότι ο Βαν ντεν Μπεργκ ήταν αυτός που, ως μέλος του εβραϊκού συμβουλίου, ενός διοικητικού οργάνου που οι Γερμανοί ανάγκασαν τους Εβραίους να ιδρύσουν, είχε αποκαλύψει την κρυψώνα της οικογένειας Φρανκ στα πίσω δωμάτια της επιχείρησης του πατέρα της μαζί με άλλες διευθύνσεις που χρησιμοποιούσαν εκείνοι που κρύβονταν.
Ο πρώην ντετέκτιβ του FBI Πάνκοκ έμαθε στη διάρκεια της έρευνάς του ότι ο Βαν ντεν Μπεργκ είχε καταφέρει να χαρακτηριστεί ως μη Εβραίος αρχικά, ενεργούσε ως συμβολαιογράφος σε αναγκαστικές πωλήσεις έργων τέχνης που ανήκαν σε εβραϊκές οικογένειες σε εξέχοντα μέλη της ναζιστικής ηγεσίας, όπως ο Χέρμαν Γκέρινγκ, και υποδείκνυε κρυψώνες ως μια μορφή ασφάλειας ζωής προκειμένου να σώσει την οικογένειά του. Ούτε αυτός ούτε η κόρη του εκτοπίστηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα.
Η Άννα Φρανκ κρυβόταν για δύο χρόνια πάνω από μια αποθήκη δίπλα στο κανάλι στην περιοχή Τζόρνταν του Άμστερνταμ, προτού ανακαλυφθεί στις 4 Αυγούστου 1944, μαζί με τον πατέρα, τη μητέρα της, Ίντιθ, και την αδελφή της, Μάργκο.
Μέχρι σήμερα όμως το μυστήριο για το ποιος οδήγησε τους Ναζί στην κρυψώνα παραμένει άλυτο. Ο Ότο Φρανκ, ο οποίος πέθανε το 1980, θεωρήθηκε ότι είχε ισχυρές υποψίες για την ταυτότητα αυτού του ατόμου, αλλά ποτέ δεν το αποκάλυψε δημόσια.
Αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο, είχε πει στον δημοσιογράφο Φρίσο Εντ ότι η οικογένεια είχε προδοθεί από κάποιον στην εβραϊκή κοινότητα. Το ίδιο είχε υποστηρίξει, χωρίς να κατονομάσει τον υπαίτιο, και ο Μιεπ Γκις, ένας από τους ανθρώπους που είχαν οδηγήσει την οικογένεια Φρανκ στην κρυψώνα της, αναφέροντας κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης στην Αμερική το 1994 ότι το άτομο που τους πρόδωσε είχε πεθάνει πριν το 1960.
Έγιναν δύο αστυνομικές έρευνες, το 1947 και το 1963, για τις συνθήκες της προδοσίας της οικογένειας Φρανκ. Ο γιος του ντετέκτιβ Άρεντ βαν Χέλντεν, που ηγήθηκε της έρευνας του 1963, έδωσε ένα δακτυλογραφημένο αντίγραφο του ανώνυμου σημειώματος στους σύγχρονους ερευνητές.
Η συγγραφέας του νέου βιβλίου Ρόζμαρι Σάλιβαν λέει στους «ΝΥΤ» ότι «ο Βαν ντεν Μπεργκ ήταν ένας πολύ γνωστός συμβολαιογράφος, ένας από τους έξι Εβραίους συμβολαιογράφους στο Άμστερνταμ εκείνη την εποχή, με πολύ υψηλό προφίλ.
Ως συμβολαιογράφος ήταν σεβαστός. Δούλευε με μια επιτροπή για να βοηθήσει τους Εβραίους πρόσφυγες και πριν από τον πόλεμο καθώς έφευγαν από τη Γερμανία. Το ανώνυμο σημείωμα που παραδόθηκε στον Ότο Φρανκ έγραφε "Η διεύθυνσή σου προδόθηκε". Αυτό που είχε συμβεί ήταν ότι ο Βαν ντεν Μπεργκ κατάφερε να βρει πολλές διευθύνσεις Εβραίων που κρύβονταν. Εκείνες τις διευθύνσεις, χωρίς ονόματα και καμία εγγύηση ότι οι Εβραίοι εξακολουθούσαν να κρύβονται εκεί, τις έδωσε για να σώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του. Προσωπικά, πιστεύω ότι είναι μια τραγική φιγούρα».
Ο συγγραφέας και ιστορικός Ντέιβιντ Μπάρνουβ που έγραψε το 2003 το βιβλίο «Who Betrayed Anne Frank?» λέει ότι είχε επίσης θεωρήσει τον Βαν ντεν Μπεργκ ύποπτο, αλλά τον απέκλεισε επειδή, πέρα από το σημείωμα που είχε ο Ότο Φρανκ, δεν υπήρχαν στοιχεία ότι είχε παίξει κάποιο ρόλο.
Ο Μπάρνουβ είναι μεταξύ πολλών Ολλανδών ιστορικών που εξέφρασαν ανησυχίες για τα ευρήματα της ομάδας του Ολλανδού παραγωγού και υπεύθυνου της νέας έρευνας Πίτερ Βαν Τουίσκ, τα συμπεράσματα της οποίας δεν κοινοποιήθηκαν ευρέως το προηγούμενο διάστημα εξαιτίας των συμβολαίων εμπιστευτικότητας που είχαν υπογραφεί.
Η έκρηξη των αντιδράσεων και των σχολίων που ξέσπασαν τις προηγούμενες μέρες οδήγησαν σε πρωτοσέλιδα που καταδικάζουν τον Oλλανδό συμβολαιογράφο χωρίς αποδείξεις.
Ο Εμίλ Σρίβτσερ, διευθυντής της Εβραϊκής Πολιτιστικής Συνοικίας του Άμστερνταμ, δήλωσε ότι έλαβε εκ των προτέρων ένα αντίγραφο του βιβλίου στα τέλη της περασμένης εβδομάδας. «Τα στοιχεία είναι πολύ λίγα για να κατηγορηθεί κάποιος», λέει. «Αυτή είναι μια τεράστια κατηγορία που έκαναν χρησιμοποιώντας ένα σωρό υποθέσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν βασίζεται σε τίποτα περισσότερο από ένα απόσπασμα πληροφοριών».
Όμως και άλλοι ειδικοί για την Άννα Φρανκ, τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα είχαν την ευκαιρία να εξετάσουν τα ευρήματα, και πολλοί αμφισβήτησαν τη θεωρία του βιβλίου.
«Δεν υπάρχει καμία βάση για αυτό το συμπέρασμα» δήλωσε ο Ρόναλντ Λόπολντ, εκτελεστικός διευθυντής του Σπιτιού της Άννας Φρανκ. Πρόσθεσε ότι το μουσείο δεν θα παρουσιάσει τα ευρήματα ως γεγονός, αλλά ίσως ως μία από τις πολλές θεωρίες, συμπεριλαμβανομένων και άλλων που έχουν εξεταστεί όλα αυτά τα χρόνια.
Στην «Προδοσία της Άννας Φρανκ» αναφέρεται ότι ο Bαν ντεν Μπεργκ είχε μια λίστα με Εβραίους που κρύβονταν από το Εβραϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ, μια οργάνωση στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας κάποτε συμμετείχε. Η ναζιστική διοίκηση στην Ολλανδία ίδρυσε το Συμβούλιο το 1941 για να ελέγξει τον εβραϊκό πληθυσμό, διορίζοντας τους ηγέτες του από άλλες εβραϊκές οργανώσεις που απαγορεύθηκε η λειτουργία τους. Στο προσωπικό του Συμβουλίου δόθηκαν σφραγίδες στα δελτία ταυτότητάς τους που απέτρεπαν την απέλασή τους, μέχρι το 1943, όταν η οργάνωση διαλύθηκε και οι υπάλληλοί της συνελήφθησαν.
Αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το Συμβούλιο είχε τέτοια λίστα, λέει ο Λοριέν Βαστενχάουτ, ερευνητής στο NIOD Institute for War, Holocaust and Genocide Studies, ειδικός στην ιστορία του Εβραϊκού Συμβουλίου του Άμστερνταμ. «Γιατί οι άνθρωποι που κρύβονται να δώσουν στο Εβραϊκό Συμβούλιο τις διευθύνσεις τους;»
Ο Λέοπολντ υποστηρίζει την ίδια άποψη λέγοντας ότι το «το Εβραϊκό Συμβούλιο βρισκόταν υπό ειδικό έλεγχο από τις δυνάμεις κατοχής» και ότι «θα ήταν πολύ, πολύ επικίνδυνο να τηρούνται τέτοιοι κατάλογοι».
Ο παραγωγός του ντοκιμαντέρ επιβεβαίωσε ότι η ομάδα του δεν έχει βρει λίστα. Όμως, πρόσθεσε, «έχουμε αρκετές πηγές που αναφέρουν την ύπαρξη των λιστών».
Επειδή το Εβραϊκό Συμβούλιο βρισκόταν κάτω από την εξουσία των Ναζί, υπήρξε πολλές φορές στόχος διαφόρων υποθέσεων, αφού το πρόγραμμα γενοκτονίας των Ναζί στην Ολλανδία είχε ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του 75 τοις εκατό του ολλανδικού εβραϊκού πληθυσμού.
Το ζήτημα της εβραϊκής ενοχής στο Ολοκαύτωμα παρέμενε ένα ανοιχτό ερώτημα μέχρι τη δεκαετία του 1960. Αναζωπυρώθηκε από τη Χάνα Άρεντ, η οποία έγραψε στο βιβλίο της «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ» ότι η εφαρμογή της Τελικής Λύσης των Ναζί δεν θα ήταν δυνατή «χωρίς τους Εβραίους».
«Για έναν Εβραίο, ο ρόλος των Εβραίων ηγετών στην καταστροφή του λαού τους είναι αναμφίβολα το πιο σκοτεινό κεφάλαιο ολόκληρης της σκοτεινής ιστορίας», έγραψε, σε ένα διάσημο απόσπασμα που προκάλεσε τεράστια κριτική.
Σχεδόν 15.000 Ολλανδοί πολίτες καταδικάστηκαν για κάποιας μορφής συνεργασία στα μεταπολεμικά δικαστήρια, περίπου το 10% από αυτούς για πληροφορίες που έδωσαν για Εβραίους που κρύβονταν. Οι 152 κατέληξαν σε θανατικές ποινές, εκ των οποίων οι 40 εκτελέστηκαν. Μόνο ένας από τους καταδικασθέντες συνεργάτες ήταν Εβραίος: ο Ανς Βαν Ντικ, ο οποίος θανατώθηκε το 1948 για προδοσία 145 Εβραίων.
Ο ειδικός στο Ολοκαύτωμα και τη γενοκτονία Βάστενχάουτ υποστηρίζει ότι οι ερευνητές θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί στην αντιμετώπιση αυτού του θέματος και βρήκε ότι το βιβλίο είναι γεμάτο λάθη και ενισχύει τις ήδη υπάρχουσες τεράστιες παρανοήσεις γύρω από αυτό το θέμα.
«Το πρόβλημα είναι ότι προβαίνουν σε αυτή την κατηγορία χωρίς να παρέχουν κανένα πραγματικό στοιχείο», λέει. «Και πάλι λένε την ίδια ιστορία, ότι ήταν οι ίδιοι οι Εβραίοι που το έκαναν αυτό, και πάλι το Εβραϊκό Συμβούλιο. Είναι σαν να ξεκινάμε από την αρχή».
Η Ντάρα Χορν, η Αμερικανίδα συγγραφέας του βιβλίου του 2021 «Οι άνθρωποι αγαπούν τους νεκρούς Εβραίους», μια εξερεύνηση των αντισημιτικών στάσεων, δηλώνει ότι αυτή η ιστορία ταιριάζει σε ένα «τροπάριο» με Εβραίους που στρέφονται εναντίον των Εβραίων. «Υπάρχει ακόμη και ένα όνομα για αυτό στις εβραϊκές σπουδές, που ονομάζεται "Αντιστροφή του Ολοκαυτώματος"», λέει. «Υπάρχει λόγος για τον οποίο αυτό είναι ελκυστικό σε ένα μη εβραϊκό κοινό, γιατί το κάνει να μη σκέφτεται τη δική του ευθύνη».
Η Σάλιβαν, η συγγραφέας του βιβλίου, δήλωσε ότι η ερευνητική ομάδα στενοχωρήθηκε όταν η έρευνα τούς οδήγησε σε έναν Εβραίο ένοχο. «Νομίζω ότι είναι μια πολύ οδυνηρή ανακάλυψη, αλλά νομίζω ότι είναι μια ανακάλυψη που ο κόσμος θα καταλάβει», λέει. «Αυτό συμβαίνει, οι άνθρωποι στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου και οι άνθρωποι ζουν με φόβο και συνεχή τρόμο».
Ο παραγωγός Βαν Τουίσκ υποστήριξε ότι η ομάδα συμβουλεύτηκε έναν ραβίνο, ο οποίος τους έδωσε την ευλογία του να προχωρήσουν στη δημοσίευση. «Είπε ότι στο Ταλμούδ υπάρχει μόνο μία αξία, και αυτή είναι η αλήθεια». Αλλά οι ιστορικοί αμφισβητούν εάν το έργο, στην πραγματικότητα, κατέληξε στην «αλήθεια». «Αυτό το βιβλίο είναι γεμάτο όρους όπως «πιθανότατα», είπε ο Βάστενχαουτ.
Ο Εμίλ Σρίβτσερ, διευθυντής της Εβραϊκής Πολιτιστικής Συνοικίας του Άμστερνταμ, είναι πιο αυστηρός: «Σε ένα βιβλίο σαν αυτό, μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, θα περίμενα κάποιου είδους κριτική σκέψη σχετικά με το τι μας διδάσκει αυτό για την προδοσία», είπε. «Υπάρχει παντελής έλλειψη ιστορικής σκέψης και πλαισίου, που με ενοχλεί πραγματικά. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ της εγκληματολογικής και της ιστορικής έρευνας».