Κάθε χρονιά, πριν αρχίσει η θερινή σεζόν, κάποιοι εποχικοί εργαζόμενοι θα αναζητήσουν δουλειές παραλιακά στις πόλεις τους, ενώ άλλοι θα μετακομίσουν για μερικούς μήνες σε κάποιο νησί με στόχο να βγάλουν τα χρήματα που, μαζί με το ταμείο ανεργίας, θα τους προσφέρουν τα προς το ζην μέχρι την έναρξη της επόμενης σεζόν.
Από τις παραθαλάσσιες ξενοδοχειακές μονάδες μέχρι τα beach bars που σερβίρουν ως το ξημέρωμα και τα γεμάτα κρατήσεις και αναμονή εστιατόρια, τα πόστα ανοίγουν και οι ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να κλείσουν τις δουλειές τους από την άνοιξη ή και νωρίτερα.
Όμως, μετά από δύο χρόνια αβεβαιότητας και τα άνοιξε-κλείσε που έφερε ο κορωνοϊός, η φετινή σεζόν μοιάζει να ξεκινάει διαφορετική. Οι προκρατήσεις δείχνουν ότι τα σημάδια είναι θετικά και ότι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας θα πάρει μπρος. Μπορεί οι τουρίστες να επιστρέψουν μαζικά, όμως αυτοί που μοιάζουν να μην έλκονται πια από το summer lifestyle του νησιού είναι οι εργαζόμενοι.
Με πολλούς εργαζόμενους να έχουν αναζητήσει άλλη εργασία λόγω της αβεβαιότητας των προηγούμενων καλοκαιριών και εξαιτίας όσων γίνονταν στις εποχικές δουλειές –από τις απλήρωτες υπερωρίες και τα ανύπαρκτα ρεπό μέχρι τις συνθήκες διαμονής και εργασίας και τη συμπεριφορά των εργοδοτών–, το να δουλέψει κανείς σεζόν δεν αποτελεί πια μια ελκυστική επιλογή.
«Σε έναν φίλο μου, που πήγε στη Μύκονο και έκλεισε για βοηθός μάγειρα, υποτίθεται ότι θα έδιναν τα διπλά. Όταν πήγε εκεί, του είπαν ξαφνικά ότι δεν θα του παρείχαν διαμονή, ότι έπρεπε να νοικιάσει μόνος του και ότι δεν θα προσφερόταν φαγητό πέρα από τις ώρες κατά τις οποίες δούλευε. Για τη μεταφορά από και προς τη δουλειά έπρεπε να βρει δικό του όχημα. Έφυγε στις τρεις εβδομάδες γιατί δεν μπορούσε να βρει σπίτι. Έμεινε στον δρόμο δύο μέρες, αφού τα ξενοδοχεία ήταν πανάκριβα».
Ο Σωτήρης ξεκίνησε να δουλεύει ως βοηθός σεφ σε ξενοδοχεία νησιών το 2014. Έχει αλλάξει μέχρι στιγμής τρία ξενοδοχεία και έχει συναντήσει διάφορες καταστάσεις. «Στο πρώτο οι συνθήκες ήταν αρκετά καλές, όμως υπήρχε πρόβλημα στο οικονομικό κομμάτι. Ήταν ένα ξενοδοχείο χιλίων ατόμων και ένας μάγειρας έπαιρνε 400 ευρώ για ένα οκτάωρο, δουλεύοντας έξι μέρες την εβδομάδα», λέει.
«Στο δεύτερο ξενοδοχείο που πήγα δουλεύαμε δώδεκα-δεκατέσσερις ώρες. Ήταν επιλογή του εργοδότη: “Θέλουμε δεκαπέντε άτομα; Θα πάρουμε επτά, θα τα ξεζουμίσουμε και όσο βγάλουν. Άμα κάποιος φύγει, θα βρούμε άλλον”. Τα λεφτά ήταν για οκτάωρο. Όταν δεν έβγαινε η δουλειά, έπρεπε να κάτσουμε κι άλλο. Δουλεύαμε από δώδεκα έως και δεκαεφτά ώρες και στο τέλος, όταν απαιτούσαμε τις υπερωρίες –γιατί δεν μας ρώτησε κάποιος, ήταν απαίτηση του εργοδότη μας να κάτσουμε–, μας έλεγε ότι δεν συμφωνήσαμε κάτι τέτοιο.
Είναι και δικό μου λάθος που δεν ρώτησα από πριν και που δεν απαίτησα να πληρωθώ, αλλά είχα στο μυαλό ότι θα γινόταν. Είχαμε συμφωνήσει ότι θα παίρνω ένσημα είκοσι πέντε οκτάωρα τον μήνα και όταν υπογράψαμε για να φύγουμε είδαμε ότι τα ένσημά μας ήταν σαν να εργαζόμασταν δύο φορές την εβδομάδα και για τετράωρα».
Η διαμονή των εργαζομένων
Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα των εποχικών εργαζομένων είναι συνήθως η διαμονή. Από εκείνους που θα δώσουν χωρίς έξτρα χρέωση ένα δωμάτιο στον εργαζόμενο μέχρι εκείνους που θα βάλουν στον ίδιο χώρο πολλά κρεβάτια ή άλλους που θα τα χρεώσουν επιπλέον, οι τακτικές ποικίλλουν. Όπως φυσικά και οι συνθήκες που επικρατούν.
«Στο πρώτο ξενοδοχείο όπου ήμουν, στο δωμάτιο του προσωπικού μέναμε τρία άτομα σε περίπου σαράντα τετραγωνικά με ένα μπάνιο, σε ένα υπόγειο χωρίς παράθυρο, με τα δωμάτια γύρω γύρω σκαμμένα, για να φεύγουν τα νερά, και με πολλούς “επισκέπτες”, ποντίκια ή φίδια.
Στο δεύτερο ξενοδοχείο, το δωμάτιο του προσωπικού ήταν σαν τα κοντέινερ στη Μύκονο. Απ' έξω ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι. Ανοίγοντας διαπιστώσαμε ότι επρόκειτο για τέσσερα κοντέινερ τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο ώστε να φτιάχνουν ένα διαμέρισμα. Αυτό το διαμέρισμα, που μας το παρουσίασαν για σπίτι, ήταν γύρω στα ογδόντα-ενενήντα τετραγωνικά με μια τουαλέτα, μια ηλεκτρική κουζίνα και φούρνο, ένα λαντζάκι, και εκεί θα μέναμε δεκατέσσερα άτομα σε κουκέτες. Κοιμόμουν στο δωμάτιο με άλλα έξι ή εφτά κρεβάτια».
Πλέον, οι συνθήκες στις οποίες μένει ο Σωτήρης, δουλεύοντας τα τελευταία έξι χρόνια στο ίδιο ξενοδοχείο, είναι καλές. Μένουν από δύο άτομα σε δωμάτια τριάντα-σαράντα τ.μ. ή μέχρι και τρία άτομα σε δωμάτια εβδομήντα και ογδόντα τ.μ.
«Ως βοηθός μάγειρα έπαιρνα 750 ευρώ. Σε έναν φίλο μου, που πήγε στη Μύκονο και έκλεισε για την ίδια θέση, υποτίθεται ότι θα έδιναν τα διπλά. Όταν πήγε εκεί, του είπαν ξαφνικά ότι δεν θα του παρείχαν διαμονή, ότι έπρεπε να νοικιάσει μόνος του και ότι δεν θα του προσφερόταν φαγητό πέρα από τις ώρες κατά τις οποίες δούλευε. Για τη μεταφορά από και προς τη δουλειά έπρεπε να βρει δικό του όχημα. Έφυγε στις τρεις εβδομάδες γιατί δεν μπορούσε να βρει σπίτι. Έμεινε στον δρόμο δυο μέρες, αφού τα ξενοδοχεία ήταν πανάκριβα».
Από την άλλη, ο Σωτήρης αναγνωρίζει ότι το αν είναι καλός ή όχι ένας μισθός είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το είδος της δουλειάς. «Είσαι ανειδίκευτος εργάτης, πας για πρώτη φορά στη ζωή σου να δουλέψεις σερβιτόρος, δεν ξέρεις κάποια ξένη γλώσσα, σου λέει η επιχείρηση ότι θα παίρνεις 800 ευρώ και ρωτάς “γιατί;”. Συμφωνώ μαζί σου, είναι λίγα, αλλά πόσα να σου δώσει; Σε πολλές δουλειές είναι λίγα τα λεφτά, αλλά τι προσφέρεις κι εσύ;».
Το ταμείο ανεργίας και ο κορωνοϊός
«Μέχρι την κρίση οι εποχικοί εργαζόμενοι έπαιρναν εξάμηνο ταμείο ανεργίας. Μετά την κρίση, όποιος κολλάει ένσημα πάνω σε εποχικά επαγγέλματα, δικαιούται από το κράτος μόνο τρεις μήνες και δεκαπέντε μέρες ταμείο. Οπότε, όσα λεφτά κι αν έχεις μαζέψει από το καλοκαίρι, με τους τρεις μήνες ανεργίας δεν φτάνουν για να ζήσεις. Μπορεί τα χρήματα να σε βγάλουν κουτσά-στραβά μέχρι τον Μάρτιο. Κατεβαίνεις με δανεικά για να πας να ξαναδουλέψεις», σχολιάζει ο Σωτήρης.
«Ο κορωνοϊός ελάττωσε κατά πολύ τους εποχικούς εργαζόμενους στα ξενοδοχεία και γενικά στην εστίαση. Στην Ελλάδα αποδυναμώθηκε πολύ το κομμάτι των τουριστικών επιχειρήσεων. Γιατί ένας άνθρωπος που δουλεύει σεζόν και παλεύει τον χειμώνα να επιβιώσει ζορίστηκε πάρα πολύ και είναι λογικό να στραφεί σε άλλα επαγγέλματα. Ακόμη και άνθρωποι που έπαιρναν πολλά χρήματα στους έξι μήνες που δούλευαν, άλλαξαν επάγγελμα γιατί δεν ήξεραν τι θα κάνουν. Περίμεναν όλη μέρα να χτυπήσει το τηλέφωνο για να δουν αν θα πάνε ή όχι για δουλειά. Άμα έχεις ένα-δυο παιδιά και ένα σπίτι, δεν μπορείς να περιμένεις, πρέπει να βρεις κάπου να δουλέψεις».
Τι πιστεύει ο Σωτήρης ότι φταίει για τις θέσεις των εποχικών επαγγελμάτων που μένουν ακάλυπτες; «Κατά κύριο λόγο η ίδια η επιχείρηση, είτε το πρόβλημα είναι στη μισθοδοσία, είτε στη διατροφή, είτε στη διαμονή. Οι υγιείς επιχειρήσεις που και πλήρωναν και είχαν πολύ καλά δωμάτια για το προσωπικό, με ανθρώπινες συνθήκες, δεν έχω ακούσει να ψάχνουν προσωπικό, αντίθετα όλοι ψάχνουν να μπουν σε αυτές».
Εργασία σε σκάφος
Ο Δημήτρης πήγε το καλοκαίρι του 2019 στη Σαντορίνη προκειμένου να μαζέψει χρήματα για ένα δικό του εγχείρημα. Η δουλειά του ήταν σε σκάφος. Ξυπνούσε στις επτά το πρωί, στις οκτώ είχε πιάσει δουλειά και υπήρχαν μέρες που, όπως αναφέρει, θα δούλευε χωρίς διάλειμμα μέχρι και τις εντεκάμισι το βράδυ.
«Έκανα τα πάντα», λέει. «Στα χαρτιά ήμουν καθαριστής στην επιχείρηση δωματίων της οικογένειας και υποτίθεται ότι δούλευα part-time για να μπει το πιο μικρό ένσημο. Ήμουν ναύτης στο σκάφος. Έπαιρνα με το βαν τους πελάτες από τα ξενοδοχεία και τους πήγαινα εκεί. Επειδή τα αγγλικά μου ήταν καλά, ήμουν και host. Επάνω μαγείρευα και σέρβιρα. Έπρεπε να δένω και το σκάφος. Επειδή η δουλειά είναι όλη μέρα έξω στον ήλιο, είναι ζόρικη. Στην κρουαζιέρα οι πελάτες πληρώνουν πολλά χρήματα. Όταν βγαίνουν πρέπει να είσαι με την πετσέτα έτοιμος γι' αυτούς. Τα λεφτά ήταν πολύ λίγα και μαύρα. Τα ένσημα λίγο πάνω από εκατό ευρώ. Είχαμε συμφωνήσει 800, αλλά ουσιαστικά ζούσα από τα tips. Έβγαζα όσο ήταν ο μισθός μου, όμως και αυτά εξαρτιόνταν από εμένα».
Ο Δημήτρης είχε υποψίες ότι του έκρυβαν tips, ενώ αναφορικά με τη διαμονή, δεν ήταν εκείνη που είχε συζητηθεί. «Στην αρχή μού είχαν υποσχεθεί ότι θα είχα το δικό μου δωμάτιο. Με το που έφτασα, αυτό δεν υπήρχε, έμενα σε ένα ράντζο στην κουζίνα. Δεν ήξερα ότι το αφεντικό θα έμενε μαζί μας στον ίδιο χώρο, οπότε και στις έντεκα η ώρα που τελείωνα, πτώμα, και ήθελα να ηρεμήσω, περνούσε και μετά από δεκαεφτά ώρες δουλειάς μου έλεγε “γιατί δεν μου μιλάς, έχεις πρόβλημα μαζί μου;”».
«Δουλεύαμε με ανθρώπους που ήταν μεθυσμένοι ή υπό την επήρεια ουσιών, ειδικά τα βράδια, όσο πέρναγε η ώρα. Έχω βρεθεί σε διάφορες καταστάσεις, είτε να προσπαθεί κάποιος να με χτυπήσει είτε να τρέχω να γλιτώσω από ανθρώπους που απειλούσαν να με μαχαιρώσουν με σπασμένα μπουκάλια. Το προσωπικό ασφαλείας με είχε σώσει τουλάχιστον πέντε-έξι φορές από τέτοια σκηνικά».
Η πρώτη εργασιακή εμπειρία ενός 16χρονου
Ο Νίκος από την πλευρά του δουλεύει σεζόν στη Μύκονο από το 2009 και ζει στο νησί όλα αυτά τα χρόνια. Έχει δει πολλές δραματικές καταστάσεις και μαζί την εικόνα της εστίασης στον πιο δημοφιλή καλοκαιρινό προορισμό της Ελλάδας να αλλάζει ραγδαία.
Η πρώτη φορά που αντιμετώπισε πρόβλημα ήταν στα δεκαέξι του, με την ιδιοκτήτρια ενός ξενοδοχείου. «Ήταν σκληρή με το προσωπικό. Οι τρόποι της ήταν πολύ κακοί. Εγώ δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία, ωστόσο μέχρι το τέλος του Ιουλίου είχαν παραιτηθεί τέσσερα άτομα. Είχα συμφωνήσει να είμαι ρεσεψιονίστ και ξαφνικά κατέληξα να είμαι οκτώ ώρες στη ρεσεψιόν, δύο ώρες να ποτίζω τα φυτά, να καθαρίζω την πισίνα και να κάνω πολλά ακόμη πράγματα. Είχαμε κάνει συμφωνία ότι ή θα παίρνω μαύρα ένα χιλιάρικο ή με ένσημα 650 ευρώ. Όταν έφτασε η πρώτη μισθοδοσία, η ιδιοκτήτρια μού έδωσε στο χέρι 700 ευρώ. Της λέω "δεν είχαμε πει τόσα". "Ναι, αλλά δεν ήμουν ικανοποιημένη από την εργασία σου, άμα θέλεις φύγε", απάντησε».
Μετά από ένα τεταμένο σκηνικό τον Αύγουστο, η ιδιοκτήτρια έδιωξε τον Νίκο. Από τα συμφωνημένα χρήματα που του χρωστούσε, μετά από μεσολάβηση του πατέρα του, έδωσε ένα μόνο ποσό. «Ήταν απαράδεκτος, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ούτε για 500 ευρώ δεν αξίζει», είπε.
Υπερκόπωση και επικίνδυνοι πελάτες
Στην επόμενη δουλειά του ο Νίκος δούλεψε ως παρκαδόρος σε ένα από τα μεγαλύτερα beach bars του νησιού. Πέρασε καλά, χωρίς να έχει κανένα παράπονο, και δούλευε όπως είχε συμφωνήσει, από τις εννιάμισι το πρωί μέχρι ακόμη και τις δύο το βράδυ. «Δεν βρέθηκα ποτέ σε δουλειά που να μη γνωρίζω πόσες ώρες θα δουλέψω», σχολιάζει.
Το μόνο θέμα εκεί ήταν οι πελάτες. «Δουλεύαμε με ανθρώπους που ήταν μεθυσμένοι ή υπό την επήρεια ουσιών, ειδικά τα βράδια, όσο πέρναγε η ώρα. Έχω βρεθεί σε διάφορες καταστάσεις, είτε να προσπαθεί κάποιος να με χτυπήσει είτε να τρέχω να γλιτώσω από ανθρώπους που απειλούσαν να με μαχαιρώσουν με σπασμένα μπουκάλια. Το προσωπικό ασφαλείας με είχε σώσει τουλάχιστον πέντε-έξι φορές από τέτοια σκηνικά».
Στη συνέχεια, όταν ήταν στο πανεπιστήμιο, ο Νίκος έπιασε δουλειά σε μια παραλία ως σερβιτόρος. «Η ακτογραμμή της παραλίας ήταν περίπου 400 μέτρα και ήμασταν τρεις σερβιτόροι και δύο runners. Μιλάμε για 250 ομπρέλες, άρα 500 ξαπλώστρες. Άλλαζα παπούτσια ανά τρεις εβδομάδες γιατί χαλούσαν. Δούλευα περίπου εννιά-δέκα ώρες. Είχα πάθει υπερκόπωση τέσσερις φορές μέσα στο καλοκαίρι. Όσο αντηλιακό και να βάζεις, όσο νερό και να πίνεις, όσο καλά και να τρως, δεν είναι εύκολο. Υπερκόπωση σημαίνει ότι πηγαίνεις στο κέντρο υγείας, είσαι όλη μέρα με έναν ορό και μετά, στο σπίτι, έχεις τρομερό πονοκέφαλο. Άδειες δεν έπαιζαν, θυμάμαι ότι και τις τέσσερις εκείνες φορές την επόμενη μέρα δούλευα».
Στη συγκεκριμένη δουλειά υπήρχε το ζήτημα των ποσοστών και της αποδοτικότητας. Έπρεπε κάθε σερβιτόρος να χτυπάει συγκεκριμένο αριθμό αποδείξεων στην ταμειακή για να μη χάσει το 5% του μισθού του. Όσο για το ζήτημα των διασήμων, ήταν κι αυτό σημαντικό. Ενώ οι κρατήσεις απαγορεύονται, δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Νίκος ήρθε αντιμέτωπος με μπράβους, οι οποίοι άλλαζαν τον τόνο τους όταν εκείνος τους έλεγε ότι δεν υπήρχαν ξαπλώστρες. «Αν ερχόταν ένας από αυτούς και σου έλεγε να κρατήσεις ξαπλώστρα για το αφεντικό του, δεν μπορούσες να πεις όχι, ακόμη και αν ερχόταν τελευταία στιγμή».
Η αλλαγή του σκηνικού
Σύμφωνα με τον Νίκο, η κατάσταση στο νησί άλλαξε το 2014, όταν ξένοι επενδυτές ή μεγάλες εταιρείες και πολυεθνικές άρχισαν να κάνουν μαζικές αγορές και να ανοίγουν μεγάλα beach bars, προσφέροντας full experience.
«Υπήρχε ζήτηση στις μεγάλες πολυεθνικές. Ξαφνικά εξαφανίστηκε η συλλογική σύμβαση εργασίας και ο εργαζόμενος ήταν ελεύθερος να κάνει μια συμφωνία με το αφεντικό του για τον μισθό και τις ώρες που θα δουλεύει. Αυτά τα μεγάλα μαγαζιά έχουν 300 και 400 θέσεις εργασίας, προφανώς ο καθένας έρχεται και λέει ότι θα προσφέρει έναν σταθερό μισθό και αν δεν δεχτεί ένας, θα δεχτεί ο επόμενος. Κι έτσι γεμίσαμε με αυτά τα μεγάλα beach bars που δίνουν μισθούς max 1.200 ευρώ για ένα δωδεκάωρο, είτε μένεις εδώ είτε όχι. Με την αλλαγή αυτή άρχισαν και οι ίδιοι οι Μυκονιάτες, όσοι δεν είχαν πουλήσει τις επιχειρήσεις τους, να κατεβάζουν τους μισθούς. Από κει που το 2014 έπαιρνα 1.800 ευρώ, την επόμενη χρονιά, στο ίδιο μέρος, μου έδιναν 1.350».
Κάποια στιγμή ήρθαν στη Μύκονο επιχειρήσεις από την Αθήνα. «Εκεί τα μεροκάματα δεν ξεπερνούσαν τα πενήντα ευρώ. Τόσα μπορεί να έπαιρνε τότε ο μπάρμαν. Εμείς δεν είχαμε ποτέ τέτοιους μισθούς. Οπότε έλεγαν σε αυτά τα παιδιά, “έλα στη Μύκονο, θα κάνεις την dolce vita σου, θα παίρνεις ένα πενηντάρικο τη μέρα, επτά μέρες την εβδομάδα. Θα δουλεύεις δέκα-δώδεκα ώρες. Και άμα θες σπίτι, σου δίνω, αλλά θα σ’ το νοικιάζω”. Μέχρι το 2015 δεν είχα ακούσει ποτέ ότι εργαζόμενος θα πληρώνει το σπίτι του. Ήταν δωρεάν. Εκτός κι αν είχε οικογένεια και έμενε σε δικό του. Τα ενοίκια που ζητούσαν οι επιχειρήσεις γι’ αυτά τα κοντέινερ μπορεί να ήταν και 700 ευρώ το άτομο. Άρα ο άλλος έπαιρνε 1.500 ευρώ και έδινε τα 700 για το κρεβάτι. Έβαζαν μέσα έως και επτά άτομα».
«Η ακτογραμμή της παραλίας ήταν περίπου 400 μέτρα και ήμασταν τρεις σερβιτόροι και δύο runners. Μιλάμε για 250 ομπρέλες, άρα 500 ξαπλώστρες. Άλλαζα παπούτσια ανά τρεις εβδομάδες γιατί χαλούσαν. Δούλευα περίπου εννιά με δέκα ώρες. Είχα πάθει υπερκόπωση τέσσερις φορές μέσα στο καλοκαίρι».
«Υπάρχει μια ομερτά αυτά να μη βγαίνουν προς τα έξω»
Ο Νίκος λέει ότι το 2019 το νησί βούλιαξε από κόσμο. Τα ωράρια ήταν εξαντλητικά. Ξέρει σίγουρα δύο περιστατικά εκείνης της χρονιάς με εργαζόμενους που τράκαραν γυρνώντας στο σπίτι από τη δουλειά επειδή τους πήρε ο ύπνος.
«Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα τεράστιο κύμα παιδιών να φύγει ήδη από τον Ιούνιο, επειδή δεν άντεξε. Ακόμη και να συμφωνούσες δωδεκάωρο, καθόσουν παραπάνω. Είχε αδιανόητα πολλή ζέστη, ακόμη και για τα δικά μας δεδομένα, το κέντρο υγείας ήταν γεμάτο είτε με περιστατικά με μηχανάκια είτε με παιδιά της εστίασης που είχαν πάθει υπερκόπωση. Υπάρχει μια ομερτά αυτά να μη βγαίνουν προς τα έξω. Αν κάποιος έφευγε από το νησί, ουσιαστικά φακελωνόταν και δεν ξανάβρισκε δουλειά εδώ» λέει.
«Υπάρχουν επιχειρήσεις που σου λένε ότι θα πληρωθείς τους μισθούς σου όταν λήξει το εκκαθαριστικό έτος, είτε τον Δεκέμβριο είτε τον Ιανουάριο. Κάποιοι βγάζουν τριπλάσια tips, άλλοι όμως δουλεύουν στην καθαριότητα, στην κουζίνα και περιμένουν να κλείσει το έτος τους για να πληρωθούν. Οι υποχρεώσεις όμως τρέχουν, η ΔΕΗ δεν λέει “πλήρωσέ με όταν πάρεις μισθό”. Πέρυσι, που είχαμε κορωνοϊό, κατέβαζαν εδώ κόσμο να δουλέψει και τους έλεγαν “θα πάρεις τον βασικό μισθό και αν πάει καλά η επιχείρηση, θα πάρεις μαύρα τα υπόλοιπα”. Όλοι εδώ είναι δηλωμένοι ότι εργάζονται για τέσσερις ώρες με τρία ρεπό. Τα ένσημα είναι πάντα έτσι, γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι όσοι μπαίνουν σε ταμείο ανεργίας, αυτό λήγει δύο μήνες μετά».
Η μαύρη εργασία σημαίνει, φυσικά, ότι τα χρήματα δεν είναι εξασφαλισμένα. Ένα ατύχημα, ένας καβγάς με το αφεντικό μπορεί να σημαίνει ότι δεν θα πάρεις αυτά που έχεις δουλέψει.
Όταν ρωτάω τον Νίκο για το ζήτημα με τις ακάλυπτες θέσεις εργασίας φέτος, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Στην Αθήνα, πλέον, όπως έχει φτάσει ο βασικός μισθός, μπορείς να δουλέψεις και ντελιβεράς και να βγάζεις στη χειρότερη 700 ευρώ. Γιατί να έρθεις στη Μύκονο και να παίρνεις 1.000 ευρώ και να καταστραφείς; Με τα tips στο νησί, βέβαια, τα χρήματα που μαζεύει κάποιος μπορεί να διπλασιαστούν. Στα beach bars είναι τα περισσότερα λεφτά, όπως και οι χειρότερες συμπεριφορές».
Οι εμπειρίες του Νίκου απ' όλα αυτά τα χρόνια είναι ανάμεικτες και, φυσικά, αναγνωρίζει και τα θετικά τού να δουλεύεις σεζόν στα μέρη του. Όμως καταλήγει πως «πάνω στον δικό μας ιδρώτα κάποιοι βγάζουν φωτογραφίες για το θαύμα του ελληνικού τουρισμού».