H Rebound ήταν ένα από τα ιστορικότερα κλαμπ της Αθήνας. Βρισκόταν στο ίδιο σημείο, στην πλατεία Αμερικής στην οδό Μηθύμνης 43, για πάνω από τριάντα πέντε χρόνια.
Άνοιξε το 1968 από τον Ηλία Γεωργουλέα, ο οποίος υπήρξε στενός φίλος και συμμαθητής του Παύλου Σιδηρόπουλου. Τότε λειτουργούσε με το όνομα Blueberry Hill. Εκεί έπαιζαν συγκροτήματα όπως οι Stormies και οι Storm (οι Aphrodite’s Child, πριν φύγουν από την Ελλάδα). Το 1969 άλλαξε σε Problem και έγινε ροκ κλαμπ. Το 1986 έγινε Rebound, επειδή ο χώρος της θύμιζε γήπεδο μπάσκετ και πλέον έπαιζε αποκλειστικά gothic, πανκ και new wave μουσική.
Ο υπόγειος χώρος της λειτουργούσε σαν φάρος για μια ανήσυχη νεολαία που έψαχνε το διαφορετικό. Τα τελευταία χρόνια δεν είχε τόσο σημασία η μουσική που έπαιζε. Κάπως είχε χάσει τη μαγεία παλαιότερων εποχών και δεν ήταν πια τόσο σκοτεινή, ούτε ο κόσμος που μάζευε ο ίδιος. Παρέμενε όμως ένα μαγαζί-ορόσημο της αθηναϊκής νύχτας. Για το μόνο που δεν φημιζόταν ποτέ ήταν τα ποτά της, εκτός κι αν ήσουν τολμηρός.
Κάθε φορά, κάθε που κατέβαινα εκείνα τα σκαλοπάτια, είτε ως DJ είτε ως πελάτης, τα συναισθήματα ήταν προσδοκία, λαχτάρα και αγωνία για το τι με περίμενε το συγκεκριμένο βράδυ, ποιες χαρές και απολαύσεις, αγωνίες και απογοητεύσεις σε σχέση με αυτά κι αυτούς που περίμενα και λαχταρούσα να κάνω
Ως χώρος έμεινε ίδιος και απαράλλαχτος. Μόνο το 2000 μεγάλωσε κάπως σε μέγεθος, λόγω του αντικαπνιστικού νόμου. Ο Γεωργουλέας ήταν πάντοτε στην είσοδο, να κόβει τα εισιτήρια, πριν κατέβει ο κόσμος τα σκαλιά για να βρεθεί στην πίστα στο κέντρο του μαγαζιού, ενώ ο DJ βρισκόταν σε ένα μικρό υπερυψωμένο κουβούκλιο να επιβλέπει ποιο κομμάτι κάνει τον κόσμο να χορεύει και ποιο όχι.
Ήταν ένα από τα μαγαζιά που καθόρισαν τη σκοτεινή ηλεκτρονική σκηνή της Ελλάδας. Έκλεισε τον Ιανουάριο του 2022.
_______________
«“ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ συμπτώσεις και τύχη, υπάρχει συγχρονικότητα”, έλεγε ο Carl Jung, εξηγώντας πως ό,τι μας συμβαίνει είναι αποτέλεσμα βαθύτερων διεργασιών και όχι απλής τυχαιότητας, και ίσως μια τέτοια βαθύτερη διεργασία μού δημιούργησε την ανάγκη να συζητήσω με έναν συνάδελφο, ενώ δουλεύαμε, μία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, τον προγραμματισμό μιας επίσκεψης-εξόδου, μετά από χρόνια, στο Rebound ίσως για να προετοιμάσω τον εαυτό να αποδεχτεί την αναγγελία του οριστικού της κλεισίματος. Είχε περάσει περίπου μια δεκαετία από τότε που είχα κατέβει τελευταία φορά τα σκαλιά της, που, χαιρετώντας και μιλώντας στην είσοδο με τον Ηλία, τον ιδιοκτήτη, είχα βυθιστεί στη μεθυστική ζάλη των αγαπημένων κομματιών που εδώ και πολλά χρόνια κάποιοι άλλοι έπαιζαν, μετά την πενταετία 1991-1996 που τα έπαιζα εγώ μαζί με τον Σπύρο τον Στεφανάτο και τον Κώστα τον Μπρέλλα. Κάθε φορά, κάθε που κατέβαινα εκείνα τα σκαλοπάτια, είτε ως DJ είτε ως πελάτης, τα συναισθήματα ήταν προσδοκία, λαχτάρα και αγωνία για το τι με περίμενε το συγκεκριμένο βράδυ, ποιες χαρές και απολαύσεις, αγωνίες και απογοητεύσεις σε σχέση με αυτά κι αυτούς που περίμενα και λαχταρούσα να κάνω, να δω και ν’ ακούσω, τα πρόσωπα, τις μουσικές, το αλκοόλ, όλους τους Κώστες και τους Σπύρους, τους Γιώργους και τους Χρήστους, τους Λεωνίδες και τους Νίκους και τους άλλους, όλες τις Μαρίες και τις Άντες, τις Ρούλες και τις Ιωάννες, τις Αλίκες και τις Ελένες και τις άλλες, κι όλους τους δίσκους και τα τσιγάρα, τους χορούς και τα ποτά, τα μαύρα ρούχα και τα ξασμένα μαλλιά, μαζί με όλο το άγχος όταν ήμουν στην κονσόλα για το ποιο θα ήταν το επόμενο κομμάτι, την αγωνία πριν από την αλλαγή, αν θα τους αρέσει, αν θα χορέψουν, αν θα γεμίσουν την πίστα, αν θα κραυγάσουν από χαρά ή θα κράξουν με αποδοκιμασία, την ευτυχία όταν όλα πήγαιναν καλά, τη θολούρα του ποτού, το ξέσπασμα ενός χορού, τη μεταρσιωτική μέθεξη με τις εναπομείνασες παρέες όταν μια βραδιά τελείωνε μέσα σε καπνούς και χαμηλών τόνων ήχους για το κλείσιμο, πριν από τον σωματικό διακτινισμό για ένα σάντουιτς στη Φωκίωνος και συζητήσεις μέχρι το πρωί. Και τώρα το Rebound έκλεισε, σφραγίστηκε ως μία ακόμα εγγραφή στα ακασικά αρχεία, αν όχι όλης της ανθρωπότητας σίγουρα σε όσων την έζησαν, για να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά την επωδό των Bauhaus “life is but a dream” ή εκείνη του Έντγκαρ Άλαν Πόε “all that we see or seem, is but a dream within a dream” και να με κάνει να του/της αφιερώσω, του Rebound ή της Rebound, όπως κι αν το/την λέγαμε, του σκοτεινού πετραδιού της νεότητάς μας, το “Rubber Ring” των Smiths: “... don’t forget the songs...”».
— Παναγιώτης Φάμελλος (συγγραφέας)
• • •
1989, Α’ Λυκείου στη ΣΕΛΕΤΕ και ο Παναγιώτης, ο καινούργιος φίλος μου στο σχολείο με τα ξασμένα μαλλιά και το Τ-shirt Christian Death, αφού μου έχει πασάρει πρώτα μερικές κασέτες που με πέρασαν από την πρώτη πίστα (Cure, Depeche, Bunnymen, Joy Division, Smiths, Jamc) στη δεύτερη (Clan of Xymox, X mal Deutschland, Sound, Anne Clark), μου μιλάει για τη Rebound. Και για τα επόμενα έξι χρόνια, δηλαδή μέχρι να μην μπορώ για επαγγελματικούς λόγους να είμαι εκεί, η Rebound (και οι μουσικές και οι άνθρωποί της) ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντός μου. Και το πού θα με έβρισκες κάθε Σάββατο βράδυ, αδιαπραγμάτευτο. Οι αναμνήσεις ακόμα και τώρα παραμένουν αναλλοίωτες.
Η δική μου Rebound έκλεισε όταν ακόμα το να είσαι μέλος της καθόριζε κάθε σου επιλογή.
— Η πρώτη εικόνα όταν κατέβηκα τα σκαλιά της με τις παρουσίες της Αλεξάνδρας, της Σπυριδούλας και του Νίκου με την Κατερίνα να ξεχωρίζουν στην πίστα.
— Η Ελένη και ο Κώστας στο μπαρ που παρέδιδαν σεμινάρια darkwave styling και attitude.
— Η πρώτη μου φορά που ρώτησα τον Σπύρο Στεφανάτο (DJ της εποχής με τον Παναγιώτη Φάμελλο) «ποιο είναι αυτό που παίζει;» (ήταν το «break the black ice» - DIJ).
— Η πρώτη φορά που βρήκα το θάρρος να χορέψω και ο Γρηγόρης «το ψάρι» με μια αγκωνιά με πέταξε έξω από τη πίστα επειδή φαινόμουν κιουράς (ή «γιατρός» όπως μας έλεγαν τότε) και όντας newbie και έχοντας άγνοια για την άτυπη κόντρα κιουράδων / σιστερογκοθάδων, έκανα το «λάθος» να χορέψω το «for her light» των Fields of the Nephilim.
— Η αυτονόητη διαδικασία κάθε χρόνο να κανονίζουμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές με βάση του πότε κλείνει και ανοίγει η rebound ώστε να μη χάσουμε καμιά βραδιά της.
— Το άτυπο ραντεβού που είχαμε όλοι μετά το κλείσιμο στη Φωκίωνος για «κριτική» και «ανάλυση» της βραδιάς. Αλλά και για να περάσει η ώρα μέχρι να πάρουμε τα πρώτα λεωφορεία.
— Η φορά που σε αυτό το ραντεβού δεν ήρθε ο Πέτρος ο νεκροπάνκης με τη μοϊκάνα γιατί τον είχαν μαχαιρώσει οι σκινάδες λίγο πριν.
— Η βραδιά που έκανε το βίντεο κλιπ του «Ρωγμές» ο Τσακνής. «Να κρυφτώ σε καμιά γωνία να μη με πάρει κάνα ξόφαλτσο πλάνο» τότε, «κρίμα που δεν είμαι σε κάνα πλάνο…» τώρα).
— Η πρώτη βραδιά που έπαιξα μουσική εκεί. Ενώ στο μυαλό μου είχα σκοπό να παίξω ότι πιο obscure και underground, το σχεδόν τραυματικό θέαμα της άδειας πίστας με ώθησε σε πιρουέτα 180 μοιρών στο τι πρέπει να παίζει ένα dark μαγαζί.
Από το 1995 και μετά δεν κατάφερα να πάω πολλές φορές και οι γνώμες που άκουγα ήταν αμφιλεγόμενες. «Δεν είναι όπως κάποτε», μου λέγανε. Λες κι εμείς είμαστε όπως ήμασταν κάποτε. «Έχει γεμίσει χίπστερ», μου λέγανε. Προφανώς. Οι χίπστερ είναι παντού. Και ίσως, αν δεν ήταν κι αυτοί, να είχε κλείσει αρκετά νωρίτερα. Και μάλλον έτσι εξηγείται το «κλάμα» των media αλλά και διάφορων «trendy» τύπων για το κλείσιμό της. Είχα πολύ καιρό να πάω και δεν μπορώ να έχω ξεκάθαρη άποψη. Ως εκ τούτου, η δική μου Rebound έχει κλείσει εδώ και πολλά χρόνια. Και στο κλείσιμο της δικής μου Rebound δεν θα έκανε αφιέρωμα η LiFO ή κάποιο άλλο cool μέσο. Πιο πιθανό να έκαναν ένα χαιρέκακο σχόλιο για γκοθοκατσαρίδες που έμειναν άστεγες ή κάτι τέτοιο. Η δική μου Rebound έκλεισε όταν ακόμα το να είσαι μέλος της καθόριζε κάθε σου επιλογή. Πού θα πας, με ποιον θα μιλήσεις, τι θα φοράς, ποιον θα ερωτευτείς. Και όταν ακόμα οι «ντεθάδες» θεωρούνταν μια σχεδόν γραφική ομάδα ανθρώπων. Πλέον, η Rebound η δική μου αλλά και των άλλων έχει κλείσει, οι αναμνήσεις της όμως για όλους μας θα είναι για πάντα εδώ.
— Λεωνίδας Σκιαδάς (Death Disco)
• • •
«ΣΤΗ REBOUND πήγα για πρώτη φορά το 2008. Τότε ήμασταν ακόμη μικρά και μαζευόμασταν κυρίως στο Decadence. Είχα ακούσει τους μεγαλύτερους από την παρέα να συζητάνε γι’ αυτήν. Όταν πρωτοπήγα, ενθουσιάστηκα επειδή σού έβγαζε κάτι πιο μυσταγωγικό, κάτι πιο ξεχωριστό. Σε έκανε κι εσένα να νιώθεις έτσι, και μόνο που σύχναζες εκεί. Είχε κάτι πιο μυστηριώδες και επιβλητικό ως μαγαζί μέσα σε όλη την νταρκίλα της. Στη Rebound μου άρεσε που οι θαμώνες της ήταν συγκεκριμένοι. Για παράδειγμα, πήγαινες και συναντούσες τα ίδια πρόσωπα, με τα οποία είχες κοινά μουσικά γούστα, μοιραζόσουν μαζί τους μια άτυπη σχέση και επαφή, σε έναν χώρο που γούσταρες, που έπαιζε μια μουσική που άκουγες. Δημιουργούνταν ανθρώπινες σχέσεις κι αυτό μου άρεσε κυρίως στη Rebound, επειδή προσωπικά δεν μου αρέσει να πηγαίνω κάπου και να χάνομαι μέσα στον κόσμο. Προτιμώ να υπάρχει μια σταθερότητα και μια οικειότητα σε ένα μαγαζί. Θα πετύχω κάποιον και θα ανέβουμε μαζί στη σκηνή να χορέψουμε ορισμένα κομμάτια, μετά θα ανέβει κάποιος άλλος, να χορέψει κάτι άλλο. Υπήρχε μια ιεροτελεστία που μου κέντριζε πολύ το ενδιαφέρον και αυτό επίσης με έκανε να πηγαίνω ξανά και ξανά. Από το 2008 μέχρι το 2012 ήμουν εκεί κάθε Σάββατο. Δεν πιστεύω ότι τα μαγαζιά πρέπει να είναι αιωνόβια και “μαθουσάλες”. Προφανώς έχει μια ιστορία η Rebound, αλλά όλα κάνουν τον κύκλο τους κι εσύ κρατάς τις αναμνήσεις σου. Εκεί γνώρισα παιδιά με τα οποία κάναμε μουσική και φτιάξαμε συγκρότημα στη συνέχεια, που ήταν σημαντικό για μένα. Οι Phoenix Scarscratch ουσιαστικά στη Rebound γεννήθηκαν, από κοινές παρέες που συναντήθηκαν εκεί. Σταμάτησα να πηγαίνω επειδή ξεπέρασα το κλασικό καθαρό dark wave και ήθελα να ακούω πιο “πειραγμένα” πράγματα, αλλά η Rebound είχε μια πιο συγκεκριμένη μουσική κατεύθυνση».
— Valisia Odell (Strawberry Pills)
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα δράσεων του ACADDEMIA και το πλήρες lineup του ADD επισκεφθείτε το addfestival.gr.