Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ, το πιο εκτεταμένο πρόγραμμα αναπλάσεων που έγινε ποτέ στην Αθήνα, αργόσβησε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Η ίδια η Εταιρεία Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων, προϊόν συνεργασίας των υπουργείων Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, καταργήθηκε το 2014 μετά από δεκαεπτά έτη προσφοράς στην πόλη. Ήταν ένα εγχείρημα αναμφίβολα επιτυχημένο που απέδειξε στους Αθηναίους δύο απλά πράγματα: ότι ο σχεδιασμός –αρχιτεκτονικός, πολεοδομικός– στα χέρια προικισμένων ανθρώπων με όραμα μπορεί να δώσει εκπληκτικά αποτελέσματα ακόμα και σε μια ήδη πυκνοχτισμένη πόλη. Και ότι, αν δεν «σπάσεις αυγά», δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Έκτοτε μεσολάβησαν πολλά. Η Αθήνα, όπως και όλη η χώρα, βυθίστηκε σε μια βαθιά κρίση. Το κέντρο γέμισε άδεια γραφεία και καταστήματα, έγινε πεδίο διαδηλώσεων και συγκρούσεων. Μετά ήρθε η απότομη «airbnb-οποίηση», που σάρωσε σαν κύμα τις ιδιοκτησίες στο κέντρο, βγάζοντας από την εγκατάλειψη ολόκληρα κτίρια και επανεντάσσοντάς τα στη ζωή της πόλης, αλλά ταυτόχρονα οδηγώντας στην εκδίωξη τους μόνιμους κατοίκους μεγάλων περιοχών, όπως το Κουκάκι, το Παγκράτι, τα Εξάρχεια, την Πλάκα.
Όλα αυτά τα χρόνια, με αυτές τις «κοσμογονικές» εξελίξεις στην Αθήνα, η συζήτηση για τον δημόσιο χώρο παρέμεινε ασθενής, περιστασιακά αναζωπυρούμενη από προγράμματα και παρεμβάσεις που εξαγγέλλονταν, αλλά δεν υλοποιούνταν (για παράδειγμα το Re-Think Athens, το πρόγραμμα «Αθήνα Χ4», οι διαγωνισμοί της «Ανάπλαση Αθήνας Α.Ε.»). Τι απέμεινε από όλα αυτά; Μερικές ανεκτέλεστες αρχιτεκτονικές μελέτες. Ανάμεσα σε αυτές, η πεζοδρόμηση της Βασιλίσσης Όλγας και το κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος, απομεινάρι της μελέτης για ολόκληρο το Σύνταγμα που μισο-υλοποιήθηκε (όπως και πολλά άλλα έργα) λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Την τελευταία διετία όμως κάτι άλλαξε. Η πανδημία ήρθε ταυτόχρονα σε όλο τον πλανήτη να απογυμνώσει τις πόλεις μας. Να αναδείξει τις αδυναμίες και τις ανάγκες τους, όχι μόνο σε επίπεδο συστημάτων υγείας αλλά και σε επίπεδο καθημερινότητας. Για πρώτη φορά είδαμε τις πόλεις μας χωρίς καθόλου αυτοκίνητο. Για πρώτη φορά ακούσαμε ήχους που χάνονται στον θόρυβο. Για πρώτη φορά βγήκαμε μαζικά για περπάτημα, γιατί υπήρξε μια περίοδος που αυτό ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε.
Το πρόβλημα δεν είναι το κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος, ούτε καν ο περιορισμός της Πανεπιστημίου κατά μία λωρίδα. Το πρόβλημα είναι ο τρόπος σχεδιασμού του δημόσιου χώρου την περίοδο αυτή, χωρίς ανοιχτούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, χωρίς δημόσιο διάλογο, χωρίς διαφάνεια.
Σε πολλές ευρωπαϊκές (και όχι μόνο) μεγαλουπόλεις η πανδημία εξελίχθηκε σε αφορμή για πολεοδομικά πειράματα. Πλαστικά και τσιμεντένια εμπόδια περιόρισαν τους δρόμους, ανοίγοντας χώρο για τον πεζό και το ποδήλατο (Μιλάνο). Δημιουργήθηκαν δημόσιοι χώροι από το τίποτα, με ζαρντινιέρες και βαμμένα οδοστρώματα (Βαρκελώνη). Βγήκαν τραπεζοκαθίσματα μέσα στο οδόστρωμα (Νέα Υόρκη). Δημιουργήθηκαν τεράστιοι ποδηλατόδρομοι (Παρίσι). Και το βασικότερο: άνοιξε η συζήτηση για το πώς θα θέλαμε να είναι οι πόλεις μας και, κατ’ επέκταση, η ζωή μας. Στην Ελλάδα η συζήτηση αυτή πέθανε πριν καν ανοίξει. Μία από τις λίγες εξαιρέσεις ήταν ο δήμος Αθηναίων που το 2020 ανακοίνωσε ότι θα υλοποιήσει κάποιες από τις ανεκτέλεστες μελέτες και τις ανεκτέλεστες (αλλά εγκεκριμένες από χρόνια) πεζοδρομήσεις. Τα προσωρινά εμπόδια που μπήκαν στην Πανεπιστημίου επανέφεραν τον Μεγάλο Περίπατο στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, αλλά αυτήν τη φορά με ένα αρνητικό πρόσημο, λόγω της κριτικής που το σχέδιο δέχθηκε ως «out of context», δηλαδή μακριά από τις σύγχρονες ανάγκες της πόλης.
Τελικά αυτό που υλοποιήθηκε ήταν το κάτω κομμάτι της πλατείας Συντάγματος. Ήταν η πιο ανώδυνη επιλογή: οι λωρίδες κυκλοφορίας είναι αρκετές ώστε να μη δημιουργείται το φαινόμενο του μπουκαλιού στην καρδιά της πόλης, ο χώρος που καταλήφθηκε ήταν «νεκρός», κατειλημμένος από ταξί και αυτοκίνητα σταματημένα με αλάρμ. Δεν θα κρίνω αρχιτεκτονικά το αποτέλεσμα γιατί δεν διαθέτω τις γνώσεις, νομίζω ότι ήταν θετικό το ότι εκλήθησαν οι αρχιτέκτονες της παλαιάς μελέτης να την επικαιροποιήσουν. Το πόσο θα ενσωματωθεί στη ζωή της πόλης θα φανεί εκ του αποτελέσματος, από τη «λειτουργία» της παρέμβασης.
Το πρόβλημα δεν είναι το κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος, ούτε καν ο περιορισμός της Πανεπιστημίου κατά μία λωρίδα. Το πρόβλημα είναι ο τρόπος σχεδιασμού του δημόσιου χώρου την περίοδο αυτή, χωρίς ανοιχτούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, χωρίς δημόσιο διάλογο, χωρίς διαφάνεια. Μια «τάση» που ξεκίνησε με τις παρεμβάσεις στην πλατεία Ομονοίας και δείχνει να γιγαντώνεται τα τελευταία χρόνια, καθώς υιοθετήθηκε πλήρως από το κράτος. Συγκεκριμένα, επαναλαμβανόμενα μελετητικά γραφεία επιμελούνται μικρές ή μεγάλες παρεμβάσεις σε απευθείας ανάθεση από το Δημόσιο, συχνά με τη χορηγία κάποιου ιδιώτη (να ξεκαθαρίσω ότι ουδόλως με ενοχλεί η χορηγία ιδιωτών για τη βελτίωση των δημόσιων χώρων, κι ας είναι κάποιες φορές greenwashing). Οι συζητήσεις των σχεδίων στα αρμόδια γνωμοδοτικά όργανα του κράτους (ΚΕΣΥΠΟΘΑ, ΚΕΣΑ, ΚΑΣ, ΚΣΝΜ κ.ο.κ.) γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες. Στα όργανα του υπουργείου Περιβάλλοντος, που είναι αρμόδιο για τα χωροταξικά και πολεοδομικά, δεν κοινοποιείται η ατζέντα εκ των προτέρων (όπως κάνει λ.χ. το ΚΑΣ), δεν επιτρέπεται να παρακολουθήσεις τις συνεδριάσεις τους (αυτό ισχύει και για τα όργανα του υπουργείου Πολιτισμού) και συχνά το υπουργείο αρνείται να παρέχει έγγραφα ακόμα και στους διαπιστευμένους δημοσιογράφους, όπως ο γράφων. Οι προθέσεις δημοσιοποιούνται μέσα από κάποιο δελτίο Τύπου, ή μια εκδήλωση (σπανιότατα συνέντευξη Τύπου), ή όταν έρθει κάποιο θέμα προς συζήτηση σε ένα δημοτικό ή περιφερειακό συμβούλιο, ή όταν (εκ του νόμου υποχρεωτικά) δοθεί σε δημόσια διαβούλευση μια μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Κατά την ταπεινή μου άποψη, λοιπόν, αυτό που χρειάζεται επειγόντως η χώρα μας είναι κατά πρώτον διαφάνεια στον σχεδιασμό του χώρου (δηλαδή στις αποφάσεις που τον συνοδεύουν). Και κατά δεύτερον να αρχίσει να ενσωματώνεται η διάσταση της συμμετοχής του πολίτη στον σχεδιασμό, μια τάση ήδη πολύ έντονη σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Η κριτική, ακόμα και αρνητική, ακόμα και μέσα από την κιμαδομηχανή των social media, είναι «κομμάτι του παιχνιδιού» και δεν θα πρέπει να μας φοβίζει. Ιδανικά, θα ήταν ευπρόσδεκτη η ύπαρξη οράματος στους ανθρώπους της αυτοδιοίκησης, αλλά, βλέποντας πόσο στο 99,9% των δήμων της χώρας η επόμενη ημέρα της πανδημίας ήταν απλώς επιστροφή στο business as usual, δεν τρέφω αυταπάτες.