Έχοντας ζήσει στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ως φοιτητής και εργαζόμενος για περίπου έξι χρόνια, μπορώ να πω ότι έχω γνωρίσει πολλές από τις παθογένειες της πόλης και βιώνοντάς τες έμαθα να ζω με αυτές, να μεγαλώνω νιώθοντας ότι τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ.
Δεν ξέρω αν μπορώ να υπολογίσω πόσο χρόνο έχω χάσει περιμένοντας σε μια στάση λεωφορείου μετά τη δουλειά για να γυρίσω σπίτι, έχοντας αλλάξει δύο λεωφορεία στη διαδρομή, ή πόσες φορές έχασα μάθημα, ραντεβού ή την ψυχική μου υγεία «παστωμένος» σε ένα αστικό λεωφορείο, έχοντας συνέχεια τον νου μου τις τσέπες μου. Πόσες φορές αναγκαστικά περπατούσα στον δρόμο, με τα αμάξια να περνούν ξυστά δίπλα μου, αφού οι λαμαρίνες των έργων του μετρό, του μεγαλύτερου ανέκδοτου στην πρόσφατη ιστορία της πόλης, έκαναν τα πεζοδρόμια αδιάβατα.
Τα βράδια το ΑΠΘ γινόταν γκέτο. Το ίδιο και η Ροτόντα, ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της πόλης· τη μια μέρα θα ακούγαμε για μαχαιρώματα και την άλλη για νταλαβέρια. Μόλις καλοκαίριαζε τα σκουπίδια στη Δημητρίου έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική, ενώ για να οδηγήσεις ποδήλατο στην πόλη έπρεπε να είσαι κομάντο και στις στροφές έπαιζες ρωσική ρουλέτα.
Ματσίλα, τσαμπουκάς από τα ταξί μέχρι τα λεωφορεία, με τη·μικροεγκληματικότητα πάντα παρούσα. Όλη αυτήν τη μιζέρια την ξέπλενε η ομορφιά μιας παραλιακής και η χάρη ενός Θερμαϊκού, τις μέρες που αυτός δεν μετατρεπόταν σε σκουπιδότοπο.
Στη Θεσσαλονίκη ο μέσος όρος πρασίνου ανά κάτοικο του αστικού συγκροτήματος φτάνει περίπου στο 1,6 τ.μ. Το νούμερο είναι έξι φορές μικρότερο από το κατώτερο διεθνώς αποδεκτό όριο, που είναι 10 τ.μ. ανά κάτοικο.
Τι έχει αλλάξει σήμερα; Ποια είναι τα μεγάλα ζητήματα που εξακολουθούν να απασχολούν τους κατοίκους της πόλης, τη βαρύτητα των οποίων ενδεχομένως να μην αντιλαμβάνεται ένας επισκέπτης; Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην πόλη αυτήν τη στιγμή, όπως και τα τελευταία πολλά χρόνια, περιγράφουν τρεις λέξεις που συνδέονται μεταξύ τους και φυσικά έχουν πολλές προεκτάσεις: μετρό - αστικά λεωφορεία - κυκλοφοριακό.
Μέχρι αυτός ο από μηχανής Θεός, το μετρό, να κάνει τελικά την εμφάνισή του και να αποσυμφορηθεί το κέντρο από τα οχήματα, το μοναδικό διαθέσιμο μέσο μαζικής κυκλοφορίας είναι τα αστικά λεωφορεία, εξαιτίας των οποίων οι κάτοικοι μπλέκονται σε μια οδύσσεια.
Η Μαρία είναι φοιτήτρια και μένει ανατολικά, σε μια απόσταση περίπου σαράντα λεπτών με τα πόδια από το κέντρο. Όπως μου λέει, δεν μπαίνει σε λεωφορείο του ΟΑΣΘ. «Όταν έχω πρωινά μαθήματα, είναι θέμα τύχης το αν θα καταφέρω να μπω. Πολλές φορές έχω πάθει λιποθυμικό επεισόδιο. Τα λεωφορεία που έρχονται από την Καλαμαριά είναι ήδη γεμάτα, έτσι χρειάζεται να φεύγω μία ώρα νωρίτερα από το σπίτι μου, γιατί δεν έχω ούτε τη διάθεση ούτε την ενέργεια να στριμωχτώ. Πρόσφατα υπήρξε διαρροή σε λεωφορείο, έτρεχε από την οροφή καυτό νερό. Όταν βρέχει και πλημμυρίζουν οι δρόμοι, τα λεωφορεία δεν μπορούν να περάσουν, ενώ είναι σχεδόν πάντα ασφυχτικά γεμάτα».
Οι καθυστερήσεις, τα προβλήματα του στόλου και ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός επιβατών αναγκάζoυν όσους δεν έχουν άλλη λύση τελικά είτε να περπατήσουν είτε να μετακινηθούν με αυτοκίνητο. Έτσι δημιουργείται κυκλοφοριακό χάος, ειδικά στο κέντρο της πόλης. Σε αυτό συμβάλλει η αξιοσημείωτη περίπτωση του περιφερειακού της πόλης, που έχοντας μόνο δυο λωρίδες κυκλοφορίας και όχι κάποια έκτακτης ανάγκης, παραλύει τακτικά με το παραμικρό ατύχημα. Ένα λάστιχο, μια νταλίκα που δίπλωσε, ένα αυτοκίνητο που έμεινε από μπαταρία δημιουργούν τεράστιες ουρές που θα πάρει ώρα να αραιώσουν.
Ο Κωνσταντίνος Τίκης, διοργανωτής φεστιβάλ στην πόλη, είναι κάτοικος της Θεσσαλονίκης εδώ και σαράντα πέντε χρόνια. «Πλέον ο κόσμος αποφεύγει τον περιφερειακό», λέει. «Αν πέσεις σε μποτιλιάρισμα, τελείωσες, έμεινες εκεί όλη μέρα. Έχουμε έναν περιφερειακό χωρίς γραμμή έκτακτης ανάγκης. Έχουν γίνει και πολλά θανατηφόρα τροχαία εκεί», λέει, ενώ από την πλευρά της η Ελένη Σκάρπου, δημοσιογράφος, μετά από είκοσι χρόνια στην πόλη, πιστεύει ότι ως κάτοικος έχεις δύο τρόπους για να επιβιώσεις: ή να αφομοιωθείς στο έπακρο και να σου φαίνονται όλα τέλεια ή να ψάξεις τους τρόπους που θα σε κάνουν να πάψεις να βλέπεις μπροστά σου όλα τα στραβά της. Και όπως λέει, αυτά είναι αρκετά.
«Έχεις βγει στον περιφερειακό σε μέρα που έγινε ατύχημα; Έχεις βγει στον περιφερειακό σε μέρα που κλαδεύουν τα χορτάρια δεξιά-αριστερά; Έχεις διασχίσει την πόλη από ανατολικά προς δυτικά και αντίστροφα μέρα που έχει μπλοκάρει ο περιφερειακός; Μη σου τύχει! Μη σου τύχει να θες να βρεις επειγόντως πάρκινγκ κεντρικά, σε γειτονιές χωρίς πιλοτή, παραλιακά. Νιώθεις ότι το χάος έχει αποκτήσει ξαφνικά όνομα. Κι αν το κυκλοφοριακό μοιάζει αδιάφορο ή λίγο, άσε να ξέρουμε εμείς που διαλύονται τα νεύρα μας καθημερινά», λέει.
Το πάρκινγκ στην πόλη χαρακτηρίζεται από τους ανθρώπους της ως κόλαση. Αν οι κάρτες για τις μπλε θέσεις υπάρχουν για να δίνουν κάποια λύση, είναι πάρα πολύ λίγες σε σχέση με τον αριθμό των κατοίκων που μένουν στο κέντρο. Έτσι, όταν κάποιος σχολάσει από τη δουλειά του και θέλει να παρκάρει στο κέντρο της πόλης, είναι σαν να συμπληρώνει στο τιμόνι το τζόκερ. Στη Θεσσαλονίκη οι περισσότεροι δρόμοι του κέντρου είναι διπλοπαρκαρισμένοι, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της οδού Σβώλου, όπου το φαινόμενο είναι καθημερινό.
Ο Κώστας Καπετανάκης είναι ιδιοκτήτης καταστημάτων εστίασης και μου εξηγεί πως ένα από τα μεγάλα ζητήματα της πόλης σήμερα είναι η κατάληψη του δημόσιου χώρου. Όπως λέει, το γεγονός πως προσέχει ως άνθρωπος του χώρου τις άδειες που του δίνονται και σέβεται τους ανθρώπους με κινητικά ή προβλήματα όρασης τον κάνει να αγανακτεί με τέτοια φαινόμενα. Κατά τη γνώμη του, το ζήτημα αποτελεί μάστιγα.
«Έχει παραγίνει το κακό. Δεν είναι δυνατό να χτίζονται σαλόνια σε εξωτερικό χώρο, ανάλογα με το κιτσαριό του καθενός. Μόνο τζάκια δεν υπάρχουν. Οι περισσότεροι είναι αδιάφοροι, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν αυτόν τον χώρο όπως μπορούν, δημιουργώντας πρόβλημα πρόσβασης π.χ. σε έναν τυφλό, σε μια μαμά με ένα καροτσάκι, σε έναν ανάπηρο. Αυτό είναι έλλειψη πολιτισμού».
Επισημαίνει πως τέτοιες συμπεριφορές υπάρχουν παντού, όχι μόνο στην πόλη του, κάτι που ισχύει και στην παρακάτω περίπτωση: «Έχουμε μπροστά στα μαγαζιά μας μια θέση αναπήρων. Δεν αφήνουμε ούτε φορτηγό να ξεφορτώσει. Και βλέπω ανθρώπους όλων των ηλικιών, ανεξαρτήτως κοινωνικού υπόβαθρου, να αφήνουν το αυτοκίνητό τους με alarm “για πέντε λεπτά”. Κι αν έρθει ο ανάπηρος να παρκάρει εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή; Τι θα πει “για ένα και για πέντε λεπτά”;
Πρόσφατα είδα μαγαζιά να έχουν βάλει καναπέδες σε εξωτερικό χώρο, πάνω σε όδευση τυφλών. Ακόμα και διαχωριστικά, σόμπες, τζάκια. Μόνο οι τηλεοράσεις λείπουν για να είναι το σαλόνι τους. Την ίδια στιγμή, η κατάσταση των πεζοδρομίων και έργα που γίνονται διαδοχικά στο ίδιο σημείο δίνουν την εντύπωση ότι η πόλη είναι διαλυμένη.
«Είναι σαν να είμαστε στο Κίεβο», λέει ο Κώστας Καπετανάκης. «Έχει παντού λακκούβες. Έχει τύχει να ξηλώσουν το πεζοδρόμιο μπροστά στα μαγαζιά μας για να κάνει έργα η ΔΕΗ, να το ξαναξηλώσουν μετά από δεκαπέντε μέρες για να περάσουν οπτική ίνα, μετά από δεκαπέντε μέρες πάλι για να κάνει η ΕΥΔΑΠ τα δικά της έργα, με αποτέλεσμα για σαράντα πέντε μέρες να μην υπάρχει πεζοδρόμιο για τον πεζό. Η πόλη είναι διαλυμένη. Πέρσι, στην πανδημία, ξήλωσαν στην Τούμπα τις μπασκέτες για να μην παίζουμε. Δεν τις έχουν ξαναβάλει και τα παιδιά εκεί μπορεί να βαράνε πρέζα και να πίνουν μπάφους».
Είναι μερικές γειτονιές της Θεσσαλονίκης, όπως το Κορδελιό, που έχουν αρκετά θέματα. Οσμές από διυλιστήρια, τεράστια έλλειψη πρασίνου ή πυκνοκατοικημένα σημεία είναι μερικά σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Το τσιμέντο όμως δεν είναι πρόβλημα μόνο των γύρω περιοχών.
Στη Θεσσαλονίκη ο μέσος όρος πρασίνου ανά κάτοικο του αστικού συγκροτήματος φτάνει περίπου στο 1,6 τ.μ. Το νούμερο είναι έξι φορές μικρότερο από το κατώτερο διεθνώς αποδεκτό όριο, που είναι 10 τ.μ. ανά κάτοικο. Αυτό που σώζει κάπως την κατάσταση είναι η Νέα Παραλία και ο παραλιακός ποδηλατόδρομος που επιλέγουν πολλοί για να ξεφύγουν.
«Το πιο άσχημο είναι ότι οι ποδηλατοδρόμοι ακυρώνονται», συνεχίζει ο Κώστας Καπετανάκης. «Στην Κωνσταντίνου Καραμανλή είχαν φτιάξει ένα ποδηλατόδρομο που ξηλώθηκε λόγω αντιδράσεων των καταστημάτων που ήθελαν να κάνουν εκεί φορτοεκφόρτωση. Σήμερα δεν υπάρχει. Ή βλέπεις κάποιους που παρκάρουν σε ποδηλατόδρομους. Καταλαβαίνω ότι και η Δημοτική Αστυνομία δεν μπορεί να είναι παντού, αλλά πραγματικά δεν υπάρχουν κανόνες. Αν πάρεις ποδήλατο για να κυκλοφορήσεις στην πόλη, ρισκάρεις τη ζωή σου. Εάν επιχειρήσεις να διασχίσεις με ποδήλατο την Εγνατία, θα βγει ταξιτζής από την πιάτσα και θα σου πει “έχω προτεραιότητα, μας έχετε πρήξει με τα ποδήλατα”. Θα σταματήσει κάποιος με το φορτηγάκι του μπροστά από ένα μαγαζί, θα σου πει “κάνω μεταφορά, το μαγαζί θέλει το πρoϊόν μου, δεν με νοιάζει ποιος είσαι”. Δεν είναι όμως θέμα της Θεσσαλονίκης αλλά της ελληνικής νοοτροπίας και ιδιοσυγκρασίας».
Το παράδειγμα της πλατείας Ελευθερίας, η αξιοποίηση της οποίας κόλλησε και εν τέλει κατέληξε να γίνει πάρκινγκ, είναι ένα ακόμη από τα έργα που ξεκίνησαν και στην πορεία πήραν διαφορετική κατεύθυνση, δεν προχώρησαν ποτέ, έμειναν στους σχεδιασμούς και τις μελέτες.
«Έχει γίνει κανένα έργο στη Θεσσαλονίκη και δεν το ξέρω; Είμαι Σαλονικιός σαράντα πέντε χρόνια, το μόνο έργο που έχω νιώσει ότι γίνεται είναι το γήπεδο του ΠΑΟΚ, το Παλατάκι και το νέο Μέγαρο Μουσικής. Ποιο έργο να δω; Την έκθεση; Το μετρό; Την υποθαλάσσια σήραγγα; Τα πάρκα; Τον εναέριο περιφερειακό;» αναρωτιέται ο Κωνσταντίνος Τίκης. Πράγματι, το συρτάρι με τα έργα που έμειναν στα χαρτιά είναι γεμάτο. Εκείνο που σίγουρα ξεχωρίζει στη σύγχρονη ιστορία, πέρα από το μετρό φυσικά, είναι το έργο με το τελεφερίκ που θα ένωνε την πλατεία της ΧΑΝΘ με το Σέιχ Σου. Ο νέος υπερσύγχρονος flyover αυτοκινητόδρομος, ο εναέριος περιφερειακός της πόλης, είναι μία ακόμη περίπτωση που οι κάτοικοι περιμένουν να δουν πότε θα πραγματοποιηθεί.
«Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια όλοι νομίζουν ότι η Θεσσαλονίκη θα γίνει κάτι σαν πρωτεύουσα. Ξένοι αγοράζουν κτίρια, λένε ότι θα έχουμε ανάπτυξη, γίνονται πεντάστερα ξενοδοχεία ‒ δεν ξέρω με ποιο σκεπτικό και πότε θα γίνει αυτό», λέει ο Κωνσταντίνος Τίκης, για τον οποίο ένα μεγάλο ζήτημα, πέρα από το μετρό, το κυκλοφοριακό και την έλλειψη ακτοπλοϊκής σύνδεσης, είναι η μόλυνση. Από τη στιγμή που ένας επισκέπτης μπαίνει στη Θεσσαλονίκη και φτάνει στο λιμάνι μπορεί να αντιληφθεί πόσο άσχημα μυρίζει η πόλη.
«Αν κοιτάξεις γύρω σου καθώς περπατάς, θα δεις άλλον να πετάει το τσιγάρο του, άλλον το άδειο κουτάκι από το αναψυκτικό του ή το κυπελλάκι του καφέ του και πάει λέγοντας. Δεν ξέρω πόσο πρέπει κοπιάσουμε για να μοιάζουμε με καθαρή πόλη, αλλά έχουμε ακόμη δρόμο μπροστά μας και κάποιος πρέπει να βάλει ενεργά το χέρι του.
Μόνο στον Θερμαϊκό μην το βάλει το χέρι, γιατί μπορεί να βγει με έξι δάχτυλα. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το inside joke των Θεσσαλονικέων. Και δεν είναι το μόνο. Μεταξύ μας συχνά συζητάμε πόσο ερωτική πόλη είναι τελικά η Θεσσαλονίκη. Είναι, ήταν, δεν θα ξαναείναι πια; Ή μήπως είναι προνόμιο για τους επισκέπτες;» λέει η Ελένη Σκάρπου. Από την πλευρά του, ο Κώστας Καπετανάκης αναφέρει:
«Ο Θερμαϊκός είναι στην ίδια κατάσταση που βρισκόταν πάντα. Αφενός είναι ρηχή θάλασσα και αφετέρου ο βιολογικός καθαρισμός είναι ελλιπής, θα έπρεπε να είναι διπλάσιος ή τριπλάσιος. Όπως στην Αθήνα κάνουν μπάνιο στον Άλιμο, έτσι κι εδώ θα μπορούσαμε να κάνουμε μπάνιο στην Καλαμαριά, αλλά όχι με αυτή την ποιότητα νερού. Ο Θερμαϊκός ορίζεται από τα θαλάσσια ρεύματα και τους νοτιάδες. Ο νοτιάς ξεβράζει διάφορα στην παραλιακή. Λίγες μέρες μετά από μια δυνατή καταιγίδα θα δεις ψόφια ποντίκια».
Ο κ. Καπετανάκης πιστεύει ότι τα έργα που χρειάζεται η Θεσσαλονίκη απαιτούν αρκετά δισεκατομμύρια και μεγάλες αποφάσεις. «Δεν γίνεται να βελτιώσουμε την ποιότητα της ζωής κάνοντας δυο-τρία πραγματάκια. Το μόνο αισιόδοξο που βλέπω είναι το μετρό».
Και τα προβλήματα επεκτείνονται σε πολλά επίπεδα. Το παρεμπόριο δίνει και παίρνει στους δρόμους, τσάντες και παπούτσια, καπνός, τσιγάρα και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Ακόμη θυμάμαι την είσοδο της ιστορικής αγοράς Καπάνι από την πλευρά της Αριστοτέλους να αποτελεί τη βάση κάθε λογής παράνομων συναλλαγών.
Ο οπαδισμός, όπως και στην Αθήνα, αφήνει το στίγμα του στην πόλη, με τα οργανωμένα ραντεβού να μετατρέπονται σε αιματοκύλισμα ‒ ο φόνος του Άλκη είναι ακόμη νωπός στη μνήμη όλων μας. Η τελευταία εικόνα που είχα από τις φοιτητικές εστίες ήταν κτίρια που χρειάζονταν κατεδάφιση για να χτιστούν από την αρχή.
Και τι γίνεται με το ΑΠΘ; Πριν από λίγες μέρες η πτώση ενός φοιτητή από τον τρίτο όροφο της Νομικής Σχολής άνοιξε ξανά τη συζήτηση για τις ασφυχτικά γεμάτες αίθουσες, την έλλειψη χώρων και το μειωμένο προσωπικό.
«Δεν αισθάνομαι καθόλου ασφαλής», λέει η Μαρία, φοιτήτρια. «Όπως νομίζω και η συντριπτική πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας αυτήν τη στιγμή μέσα στο ΑΠΘ. Βλέπουμε ότι σε μια γωνία του campus η αστυνομία είναι παραταγμένη μπροστά από συγκεντρωμένους φοιτητές ή φοιτήτριες που διαμαρτύρονται για τον οποιονδήποτε λόγο και στην ακριβώς δίπλα γίνεται εμπόριο ναρκωτικών».
Η Μαρία λέει ότι στα γύρω στενά στη Ροτόντα, που είναι και μια περιοχή με νεανικά στέκια, όπου συχνάζουν φοιτητές και από μικρότερα εξάμηνα, γίνεται ακόμη μικροεμπόριο ναρκωτικών ουσιών. «Μπορεί να περάσεις από ένα πεζοδρόμιο και κάποιος να σου τις προσφέρει απλόχερα. Η Αγίου Δημητρίου και η ευρύτερη περιοχή του κέντρου είναι αρκετά δύσβατες λόγω εγκληματικότητας περιοχές, τις βραδινές ώρες ιδίως για γυναίκες και θηλυκότητες».
Όσον αφορά τον πολιτισμό, η Θεσσαλονίκη βγάζει συνεχώς καλλιτέχνες και πρωτοστατεί στις νέες μουσικές τάσεις, όμως οι συναυλιακοί χώροι που είναι διαθέσιμοι τον χειμώνα μάλλον δεν αρκούν για να καλύψουν τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Ο κόσμος μοιάζει να δημιουργεί και με το παραπάνω, κάτι στην πόλη κάνει τους ανθρώπους να πειραματίζονται και να μεγαλουργούν, όμως οι δυνατότητες που τους δίνονται έχουν συχνά ταβάνι.
«Κι όμως! Έχουμε τέχνες ‒φεστιβάλ, μουσική, εικαστικά, θέατρο, σινεμά‒, έχουμε ανθρώπους που δημιουργούν ‒σε πολλά επίπεδα, προς τιμήν τους‒, έχουμε ιδέες, που πάνε κι έρχονται και ψάχνουν παραλήπτες, αλλά δεν έχουμε ούτε τις απαραίτητες δομές ούτε και την απαραίτητη νοοτροπία για να τα στηρίξουμε. Δεν είμαστε τόσο ανοιχτοί στο καινούργιο όσο θέλουμε να πιστεύουμε, όσο νομίζουμε ότι είμαστε. Δεν είμαστε τόσο προοδευτικοί ως τοπική κοινωνία για να ανοίξουμε δρόμο στην καινοτομία, στο φρέσκο, σ’ εκείνο που θα φέρει πίσω όσους έφυγαν στην Αθήνα ή το εξωτερικό για να πάρουν τη ζωή τους από την αρχή, που θα γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στις παλαιότερες και στις νεότερες γενιές», λέει η Ελένη Σκάρπου.
«Στη Θεσσαλονίκη μπορείς να ξεκινήσεις από το μηδέν και να γίνεις κάτι. Να γίνεις κάτι ωραίο. Να γίνεις κάτι που όντως αξίζει. Αλλά οπωσδήποτε δεν μπορείς να γίνεις κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτό που έχεις φανταστεί. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, αλλά πρέπει να αποφασίσεις πώς θα διαχειριστείς αυτό το “ταβάνι”».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.