Καθώς η «ιστορική χιονοθύελλα» έπληττε τη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ τις περασμένες μέρες, ορισμένοι κάτοικοι βρέθηκαν σε μία εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση: εγκλωβισμένοι στο χιόνι, με καμία δίοδο εξόδου και την αστυνομία να μην μπορεί να τους προσεγγίσει.
Μεταξύ των εγκλωβισμένων ήταν και ο Jay Withey, μηχανικός ο οποίος είχε προστρέξει σε βοήθεια φίλου του, αλλά κατέληξε και αυτός παγιδευμένος. «Είπε ότι είμαι ο μοναδικός άνθρωπος που ήξερε ότι θα πάω να τον πάρω και έτσι σκέφτηκα να το κάνω» ανέφερε ο ίδιος.
Στη διαδρομή συνάντησε τον Mike, που περπατούσε στο δρόμο φορώντας αθλητικά παπούτσια και ένα ελαφρύ πανωφόρι. Του είπε να μπει στο αυτοκίνητό του για να ζεσταθεί.
Καθώς περνούσε δίπλα από ακινητοποιημένα οχήματα, το φορτηγάκι του κόλλησε δύο φορές, αλλά κατάφερε να συνεχίσει την πορεία του. «Προσπαθούσα να μας ξεθάψω, αλλά συνέχιζε να χιονίζει» είπε. Τα ρούχα του είχαν μουσκέψει και τα καύσιμα άρχισαν να τελειώνουν. Τότε άρχισε να ανησυχεί.
Άφησε τον Mike στο αυτοκίνητο και άρχισε να χτυπά κουδούνια σπιτιών για να δει εάν μπορεί κάποιος να τους φιλοξενήσει. Τους προσέφερε μέχρι και 500 δολάρια για να κοιμηθούν στο πάτωμα, αλλά όλες οι απαντήσεις ήταν αρνητικές.
«Τους ικέτευσα: "σας παρακαλώ, μπορούμε να κοιμηθούμε στο πάτωμα, φοβάμαι για τη ζωή μου" και είπαν: "όχι, συγγνώμη"» σημείωσε.
Καθώς επέστρεφε στο αμάξι του, αποπροσανατολίστηκε και άρχισε να νιώθει το κορμί του να εξασθενεί από το κρύο. «Θόλωσε η όρασή μου, είχα κράμπες στο σώμα και φοβόμουν για τη ζωή μου». Τελικώς, είδε ένα φως στο βάθος, το οποίο θυμόταν ότι υπήρχε και στο σημείο που είχε παρκάρει.
Επιβιβάστηκε στο φορτηγάκι και κάλεσε την αστυνομία, αλλά τον ενημέρωσαν πως δεν μπορούν να παρέχουν καμία βοήθεια λόγω της επικινδυνότητας της καταιγίδας. Λίγο αργότερα έμαθε πως ο φίλος του είχε διασωθεί.
Περί τις 23:00, άκουσε ένα χτύπημα στο παράθυρο του αυτοκινήτου και όταν το άνοιξε είδε την Mary, μία ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία είχε αποκλειστεί στο σημείο από το απόγευμα και χρειαζόταν βοήθεια. Της είπε να μπει και αυτή στο αυτοκίνητό του.
Μέχρι το επόμενο πρωί, τα καύσιμα είχαν τελειώσει και οι τρεις τους αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν στο αυτοκίνητο της Mary. Από μία μικρή έρευνα που έκαναν στο GPS είδαν ότι σε κοντινή απόσταση υπήρχε ένα σχολείο και κατευθυνθήκαν προς τα εκεί, ελπίζοντας πως θα σωθούν.
Ο Jay ήταν αποφασισμένος να εισβάλει στο σχολείο, γνωρίζοντας πως θα έχει ζέστη και τουαλέτες.
Στη διαδρομή βρήκαν πολλούς ακόμα εγκλωβισμένους σε οχήματα. «Ένας είχε ένα σκυλάκι και τους πήγα όλους στο σχολείο. Σε αυτό το σημείο, είχα περίπου 10 άτομα στο σχολείο». Εκτίμησε πως ήταν ηλικιών μεταξύ 20 και 70.
Όταν ήταν πλέον ασφαλείς, άρχισε να ψάχνει για προμήθειες και κάτι ζεστό να πιούν και μπήκαν όλοι στο γυμναστήριο. «Όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι που ήταν στο σχολείο και που είχε ζέστη και φαγητό». Ανήμερα Χριστουγέννων, κατάφεραν να φύγουν όλοι.
Ο ίδιος δηλώνει πλέον πως η μεγάλη του περιπέτεια ήταν μία ευλογία. Εάν κάποιος τού είχε δώσει άσυλο εκείνο το βράδυ, δεν θα μπορούσε να σώσει τόσο κόσμο.
Καθώς έφευγε από το σχολείο, τον προσέγγισε ένας άνδρας, από τον οποίο είχε ζητήσει βοήθεια την προηγούμενη μέρα. Απολογήθηκε, λέγοντας πως δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ, σκεπτόμενος πως τον άφησε έξω.
Πριν φύγει από το σχολείο, άφησε ένα μήνυμα, απολογούμενος για την εισβολή, το οποίο βρήκε η αστυνομία όταν πήγε να κάνει έλεγχο για τον συναγερμό που σήμανε την ώρα που έμπαιναν μέσα.
«Λυπάμαι πολύ που έσπασα το παράθυρο του σχολείου και που μπήκα στην κουζίνα» έγραφε. «Κόλλησα στις 20:00 της Παρασκευής και κοιμήθηκα στο φορτηγό μου με δύο αγνώστους, απλά προσπαθώντας να μην πεθάνω» συνέχιζε. «Υπήρχαν επτά ηλικιωμένοι άνθρωποι που είχαν, επίσης, κολλήσει και δεν είχαν καύσιμα. Έπρεπε να το κάνω για να τους σώσω όλους και να τους δώσω καταφύγιο, φαγητό και ένα μπάνιο». Έκλεινε το σημείωμα, ευχόμενος «Καλά Χριστούγεννα».
Με πληροφορίες από CNN