«Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα, από χώρα “εξαγωγής” Ελλήνων μεταναστών, μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής μεταναστών». Αυτή η φράση (ή παραλλαγή της) είναι μία από τις πρώτες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο όποιο άτομο επιχειρήσει να ενημερωθεί για το φαινόμενο της μετανάστευσης στην Ελλάδα. Φυσικά, η πρόταση αυτή είναι εν μέρει αληθής, καθώς ο απόδημος ελληνισμός έχει για πάνω από έναν αιώνα παρουσία σε μεγάλο μέρος του πλανήτη, ενώ ισχύει και το ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των ανθρώπων που μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο να μη συζητούμε ιδιαίτερα τι συνέβαινε πριν από το 1990.
Είναι σημαντικό, ωστόσο, να γνωρίζουμε πως, αν και φυσικά σε μικρότερο βαθμό, στην Ελλάδα υπήρχαν μετανάστες και μετανάστριες και αρκετά πριν από το 1990. Άνθρωποι που έχτισαν τις ζωές τους στην Αθήνα, δίπλα στους υπόλοιπους Αθηναίους, συνεισφέροντας στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης. Παράλληλα, έθεσαν τα θεμέλια των μεταναστευτικών κοινοτήτων που γνωρίζουμε σήμερα.
Άνθρωποι που έχτισαν τις ζωές τους στην Αθήνα, δίπλα στους υπόλοιπους Αθηναίους, συνεισφέροντας στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης. Παράλληλα, έθεσαν τα θεμέλια των μεταναστευτικών κοινοτήτων που γνωρίζουμε σήμερα.
Τι αξία έχει η διερεύνηση αυτού του κομματιού της ιστορίας της πόλης; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. Αφενός, προσφέρει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο ερμηνεύεται η πρόοδος της Ελλάδας σε ζητήματα διαχείρισης και ένταξης του πληθυσμού αυτού. Αφετέρου, καθίσταται σαφές το πόσοι δεσμοί έχουν αναπτυχθεί αυτές τις δεκαετίες παρουσίας των μεταναστευτικών κοινοτήτων στη χώρα, γεγονός που μας προσφέρει ένα σημαντικό εργαλείο ενάντια στις φωνές που επιμένουν να τις αντιμετωπίζουν ακόμα ως «ξένο στοιχείο».
Το άρθρο αυτό αφιερώνει λίγες γραμμές σε αυτήν τη λιγότερο γνωστή πλευρά της μετανάστευσης προς την Ελλάδα με όχημα τις αφηγήσεις Αθηναίων με μεταναστευτική καταγωγή, που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα από τα τέλη του 1960 κι έπειτα. Οι αφηγήσεις αυτές μπορούν να εντοπιστούν στην ιστοσελίδα www.ourstories.gr. Η αρχική αφορμή για την καταγραφή των μαρτυριών αυτών ήταν το γεγονός πως η εμπειρία, η φωνή και η μνήμη των πρώτων μεταναστών και μεταναστριών στη χώρα ήταν απούσα και η διαπίστωση πως η απουσία αυτή αντικατοπτρίζεται στο πώς η κοινωνία βλέπει αυτόν τον πληθυσμό.
Αυτά που είναι γνωστά σήμερα, κυρίως από αποσπασματικές αναφορές σε άρθρα, είναι τα εξής:
• Τις δεκαετίες 1960-1970 είχαν εγκατασταθεί ήδη στην Ελλάδα φοιτητές από χώρες της Αφρικής, όπως το Σουδάν και η Αιθιοπία, για σπουδές σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Διαβιούσαν κυρίως σε αστικά κέντρα με άδεια διαμονής για λόγους σπουδών. Κάποιοι από αυτούς προχώρησαν μετά σε άλλες χώρες, άλλοι επέστρεψαν στις χώρες καταγωγής τους και άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών τους δημιούργησαν μια ένωση Αφρικανών φοιτητών, η οποία δραστηριοποιούνταν σε αίθουσες των φοιτητικών εστιών του ΕΚΠΑ.
• Την ίδια χρονική περίοδο, μετά από αίτημα του ΣΕΒ, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε διακρατική συμφωνία με το Πακιστάν για την αντιμετώπιση του ελλείμματος σε εργατικά χέρια σε εργοστάσια αλλά και στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Αν και η συμφωνία αναφέρεται σε διάφορες πηγές, σαφή στοιχεία για τον ακριβή αριθμό και τη ζωή της κοινότητας αυτής στην Αθήνα δεν υπάρχουν, πέρα από προσωπικές μαρτυρίες. Ο Μπατ, που ήρθε από το Πακιστάν στην Ελλάδα το 1975, αναφέρει: «Όχι, είχαν έρθει και αρκετοί άλλοι Πακιστανοί το ’74-’75, μετά τη χούντα. Δουλεύανε οι περισσότεροι εδώ, στον Σκαραμαγκά. Πολλοί έφευγαν ναυτικοί στα καράβια. Ήταν και λίγο δύσκολα τα χρόνια, κυνήγαγε η αστυνομία τους παράνομους».
Αυτή η παρουσία έχει καταγραφεί και σε μία από τις πρώτες απεργίες της Μεταπολίτευσης στο εργοστάσιο National Can, όπου περίπου 100 Πακιστανοί εργαζόμενοι συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις.
• Τη δεκαετία του 1980 φθάνουν στην Αθήνα Φιλιππινέζοι (κυρίως Φιλιππινέζες), για να εργαστούν ως οικιακοί βοηθοί σε σπίτια μεσοαστών Αθηναίων στο Κολωνάκι και στα βόρεια προάστια, και σταδιακά εγκαθίστανται στις περιοχές των Αμπελοκήπων και των Ιλισίων. Αναφέρεται μάλιστα η ύπαρξη γραφείων που αναλάμβαναν τη συλλογή εγγράφων αλλά και την εκπαίδευση των μελλοντικών οικιακών βοηθών. Η Μαίρη από τις Φιλιππίνες αφηγείται σχετικά: «Φύγαμε από κει στις 16 Μαρτίου του 1987. Και ήρθαμε εδώ μαζί αεροπορικώς. Εδώ όλοι βρήκαν κάπου δουλειά, αλλά μετά από μερικά χρόνια αποφάσισαν να πάνε σε άλλη χώρα. Εμείς παραμείναμε στο γραφείο εύρεσης εργασίας και μας είπαν ότι έπρεπε να μας εκπαιδεύσουν πώς να δουλεύουμε στα σπίτια που θα μας έστελναν. Μας έδειξαν πώς να καθαρίζουμε ένα σπίτι, πώς να φροντίζουμε ένα μωρό. (…) Νομίζω ότι αυτοί που είχαν γραφείο ήταν ένα ζευγάρι, μια Φιλιππινέζα και ο Έλληνας άνδρας της. Γι’ αυτό εκεί βρεθήκαμε πολλοί από το Μπατάνγκας».
Μαρτυρίες
Οι μαρτυρίες των ανθρώπων αυτών στο Our Stories δεν μας δίνουν ποσοτικά δεδομένα αλλά ποιοτικά στοιχεία για τον χαρακτήρα και την εξέλιξη της παρουσίας τους στην πόλη της Αθήνας, και όχι μόνο. Είναι ενδεικτικές, αν και, φυσικά, δεν θεωρούνται αντιπροσωπευτικές με τη στενή έννοια του όρου. Επίσης, μας δίνουν μια πιο ευκρινή εικόνα της κατάστασης, δηλαδή πληροφορίες για το προφίλ των ανθρώπων που ήρθαν στην Ελλάδα καθώς και τους λόγους που τους οδήγησαν στη συγκεκριμένη χώρα. Τέλος, φανερώνουν την οπτική τους, τη ζωή που είχαν προτού τη στήσουν από την αρχή στην Ελλάδα, τις προσδοκίες τους από τη νέα χώρα καθώς και τον απολογισμό που οι ίδιοι κάνουν για τη ζωή που έκαναν εδώ.
Κοινότητα και υποδοχή
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον να δούμε πόσο άλλαξε η ελληνική κοινωνία στο κομμάτι της αποδοχής του ξένου. Σε σχέση με την κοινωνία υποδοχής, ενδιαφέροντα ντοκουμέντα αποτελούν κάποια άρθρα στον Τύπο της εποχής: Σημειώνεται εδώ, πάντως, πως είναι χαρακτηριστικό το ότι συνήθως οι άνθρωποι αναφέρουν πως η ελληνική κοινωνία ήταν πιο δεκτική υπό την έννοια ότι τους έβλεπαν ως «εξωτικά φρούτα» και νιώθουν ότι δεν υπήρχε η ξενοφοβία με τον τρόπο που τη βίωσαν τα πιο πρόσφατα χρόνια. Αντίθετα, η Λίνα, που ήρθε στην Αθήνα από το Κονγκό το 1982, όταν ήταν 20 ετών, θυμάται ότι «τότε τα χρόνια ήταν λίγο δύσκολα. Δεν ήταν πολλοί οι ξένοι εδώ στην Ελλάδα και η κατάσταση ήταν καμιά φορά... Ε, βλέπεις, οι άνθρωποι σε κοιτούσαν σαν... Δεν είχαν δει μαύρη και κοιτούσαν με τρόπο που σε έκανε να νιώθεις άσχημα. Έλεγες “γιατί με κοιτάνε έτσι;”».
Ο Μπατ συνεχίζει λέγοντας: «... Τότε, το ’75, ήταν πολύ λίγοι οι μετανάστες, η κατάσταση δεν ήταν όπως σήμερα. Αυτήν τη στιγμή οι περισσότεροι μετανάστες είναι από Αλβανία, τότε δεν υπήρχε ούτε ένας Αλβανός. Αυτοί όλοι ήρθαν μετά τη συμφωνία που έγινε. Πριν δεν είχαν καλές σχέσεις και δεν ερχόταν κανένας Αλβανός εδώ για να δουλέψει. Πακιστανοί, Ινδοί, Αιθίοπες ήταν εδώ πάρα πολλά χρόνια – από Αφρική περισσότερο. Από Φιλιππίνες ήρθαν μετά και στη συνέχεια από Μπαγκλαντές. Αυτές ήταν, νομίζω, οι εθνικότητες που πρωτοήρθαν στην Ελλάδα.
— Και από την ελληνική κοινωνία ποια ήταν η πρώτη σας εικόνα;
Ήταν καλή. Οι Έλληνες τότε αγαπούσαν πάρα πολύ τους μετανάστες. Δεν είχαν αυτό το μίσος για τους ξένους. Ήμασταν γείτονες και η συμπεριφορά τους ήταν πάντα πάρα πολύ καλή προς τους μετανάστες. Όχι μόνο προς τους Πακιστανούς, γενικά προς όλους. Ήταν πολύ καλές οι εποχές που έχουμε περάσει στην Ελλάδα, πάρα πολύ καλές…»
Αλληλεγγύη και κοινωνικοποίηση: Τα θεμέλια των οργανωμένων κοινοτήτων που γνωρίζουμε σήμερα
Από τις μαρτυρίες προκύπτει μια εικόνα για τις απαρχές της άφιξης και οργάνωσης των μεταναστευτικών κοινοτήτων στην Αθήνα, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας 1960. Ειδικότερα, ο Μανσούρ με καταγωγή από το Σουδάν αναφέρει πως ήρθε στην Ελλάδα για σπουδές το 1969, όπως και άλλοι Σουδανοί, και πως εκείνη την εποχή διαμορφώθηκε μια ένωση Σουδανών φοιτητών η οποία έκανε συναντήσεις στο κτίριο της Χριστιανικής Ένωσης Νέων. Όσον αφορά τη λειτουργία μιας τέτοιας ένωσης την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας, αναφέρει: «… Θυμάμαι, φώναξαν τον πρόεδρο της ένωσης αυτής από την Ασφάλεια. Και του είπαν: “Εμείς καταλαβαίνουμε ότι εσείς, οι Σουδανέζοι, όπου πάτε, πρέπει να οργανώνεστε, να ασχολείστε με την πολιτική. Το πιο σημαντικό, που μας ενδιαφέρει, είναι να μην ανακατεύεστε με τα εσωτερικά της χώρας που σας φιλοξενεί…”». Και φαίνεται ότι όντως τέτοιες ενώσεις είχαν επίκεντρο τη διασύνδεση ομοεθνών φοιτητών και την οργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Ο Μανσούρ συνεχίζει: «Οι περισσότεροι είχαν υποτροφίες. Η κατάσταση στο Σουδάν δεν ήταν αυτή που είναι τώρα, δηλαδή μια σουδανική λίρα ίσον τριάντα δολάρια. Τώρα το ένα δολάριο είναι χίλιες σουδανικές λίρες. Τότε σου έστελναν από το Σουδάν δέκα ή είκοσι λίρες και έφταναν για να ζήσεις. Η ζωή στην Ελλάδα ήταν πάρα πολύ φθηνή. Οι Σουδανοί δεν είχαν πρόβλημα οικονομικό, είχαν υποτροφίες και η κυβέρνησή τους τούς έδινε βοήθεια».
Πέρα από εθνικές ενώσεις φοιτητών, διαμορφώθηκε αργότερα και η Ένωση Αφρικανών Φοιτητών (αναφέρεται στις συνεντεύξεις ως «Πανάφρικαν»), η οποία δραστηριοποιούνταν σε χώρους των πανεπιστημίων όπως οι φοιτητικές εστίες στα Πατήσια και στα Ιλίσια.
Η Λίνα αναφέρει: «Οι άντρες είχαν ομάδα ποδοσφαίρου και ομάδα μουσικής. Πήγαιναν να παίξουν μπάλα με διάφορες άλλες κοινότητες, π.χ. από το Καμερούν, έκαναν κάτι σαν τουρνουά ή έπαιζαν μουσική στη φοιτητική εστία στα Ιλίσια. Αυτή ήταν η διασκέδασή μας. Καμιά φορά πηγαίναμε και κανένα σινεμά, αυτά. Αυτά κάναμε ως νεολαία τότε, το ’80, μάλλον από το ’83 και μετά».
Βέβαια, εκτός από τους φοιτητές, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν έρθει στην Ελλάδα για να εργαστούν, πολλές φορές σε σπίτια Ελλήνων της διασποράς που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, όπως αναφέρουν σε μαρτυρίες τους άνθρωποι με καταγωγή από το Σουδάν, τη Σιέρα Λεόνε και την Αιθιοπία. Αυτές οι εμπειρίες διαφέρουν από αφηγητή σε αφηγητή. Υπάρχει το παράδειγμα της Μαίρης από τις Φιλιππίνες, που αναφέρει περήφανα πως είχε τρεις δουλειές ταυτόχρονα, αλλά και το παράδειγμα της Λορέτας από τη Σιέρα Λεόνε, που αντιμετώπιζε την απειλή της αστυνομίας όταν διεκδικούσε την πληρωμή της.
Απολογισμός
Στο τέλος κάθε αφήγησης μεταφερόμαστε στο σήμερα, όπου οι αφηγητές κάνουν τον απολογισμό τους. Είναι σαφές πως οι αντικειμενικές συνθήκες έχουν αλλάξει και η αίσθηση προσωρινότητας έχει μετατραπεί σε μια συνθήκη μονιμότητας. Αν μη τι άλλο, η δυνατότητα νομιμοποίησης και μονιμοποίησης της διαμονής όπως και η πρόσβαση (με περιορισμούς) στην ιθαγένεια εκ των πραγμάτων έχουν επιτρέψει και συνδιαμορφώσει το «ρίζωμα» που αναφέρουν και οι ίδιοι. Σχεδόν όλοι αναφέρουν πόσο σημαντική είναι η νομιμοποίηση και η πολιτογράφηση ώστε να έχουν την αίσθηση του ανήκειν και να ελπίζουν πως η δεύτερη γενιά μεταναστών δεν θα περάσει τα ίδια με αυτούς.
Ιωσήφ: «Κοιτάξτε, τουλάχιστον οι μετανάστες τώρα έχουν χαρτιά, δηλαδή τακτοποιήθηκε το θέμα της διαμονής, που ήταν μεγάλο πρόβλημα. Βέβαια, τώρα υπάρχει το πρόβλημα της εργασίας, οι περισσότεροι μετανάστες εργάζονται σε άθλιες δουλειές, δεν τους δίνουν καλές θέσεις». Είναι φανερό το αποτύπωμα των αλλαγών στη μεταναστευτική νομοθεσία όπως και ο τρόπος που επηρεάζει τον μελλοντικό σχεδιασμό των ανθρώπων που έχουν ζήσει και εργαστεί τουλάχιστον 30 χρόνια στην Ελλάδα».
Άννα: «Όχι, θέλουμε απλώς να αλλάξει ο νόμος εδώ προς το καλύτερο για μας, για τους μετανάστες. Αυτό δεν είναι ανάγκη να γίνεται πάντα. Για παράδειγμα, γιατί πρέπει να αλλάξει η indefinite permit; Γιατί έπρεπε να την πάρουν και να την κάνουν δέκα χρόνια; Μετά την κατάργησαν ξανά και έγινε για πέντε χρόνια. Τώρα, αν τα ένσημα δεν φτάνουν, δεν μπορείς να την ανανεώσεις για πέντε χρόνια, θα σου τη δώσουν μόνο ένα, δύο, τρία χρόνια. Τι θα συμβεί σε κάποιον σαν εμένα όταν φτάσω εβδομήντα και δεν θα έχω άδεια;»
Αυτό που είναι σίγουρα κοινό σε όλες τις αφηγήσεις είναι το ότι όλες και όλοι βλέπουν πως το μέλλον τους είναι στην Ελλάδα.
Λίνα: «Τώρα είναι διαφορετικά, γιατί έχουν μάθει οι Έλληνες να ζουν με ξένους. Δηλαδή, όταν περπατάς στον δρόμο, δεν σε κοιτάνε όπως παλιά, τότε που βγαίναν στο μπαλκόνι και ένιωθες ότι δεν σε βλέπουν σαν άνθρωπο. Έχει αλλάξει αυτό, οι Έλληνες πάντα είναι οι άνθρωποι που βοηθάνε, αγαπάνε…»
Ιωσηφ: «Εγώ θα μείνω μέχρι να πάρω σύνταξη. Και υπάρχει περίπτωση μετά να πάω στην Αίγυπτο για λίγο, να κάτσω εκεί και να γυρίσω εδώ. Αλλά εμείς εδώ ριζώσαμε, δεν μπορούμε τώρα, μετά από τόσα χρόνια, να αλλάξουμε».
Ελένη: «Αυτά που λες η Ελλαδίτσα μας. Τώρα εγώ είμαι Ελληνίδα, τελείωσε. Να σκεφτείς, όταν πάω στην Αιθιοπία, που παλιότερα πήγαινα το καλοκαίρι κάθε χρόνο, αν δεν έβλεπα τον αδελφό μου και τα παιδιά, δεν χαμογέλαγα. Δεν μου φαινόταν ότι είναι η χώρα μου. Όταν όμως γύριζα εδώ, στην Ελλάδα, μόλις έβλεπα τη θάλασσα, δεν μπορείς να φανταστείς τι αισθανόμουν, πόση χαρά, είναι τρομερό πράγμα. Μια ασφάλεια, λέω “μπήκα σπίτι μου, στη χώρα μου”. Δεν είναι περίεργο αυτό τώρα; Να μισείς τη χώρα που γεννήθηκες, που μεγάλωσες;»
Μπατ: «Κοιτάξτε, εγώ ειλικρινά σας λέω ότι για τους μετανάστες πάντα ήταν και πάντα θα είναι δύσκολη η ζωή. Εκατό χρόνια να μένω εδώ, θα είμαι πάντα Πακιστανός, ποτέ Έλληνας. Όποιος μετανάστης έρχεται εδώ, ακόμα κι αν ζήσει πολλά χρόνια στη χώρα, πάντα θα αναγνωρίζεται σαν ξένος».
Λίγα λόγια για το εγχείρημα
To Our Stories αποτελεί ένα πρότζεκτ προφορικής ιστορίας μετανάστευσης προς την Ελλάδα τις δεκαετίες 1970 και 1980. Μέσω προφορικών μαρτυριών και φωτογραφικού υλικού επιχειρείται η γνωστοποίηση της μακρόχρονης παρουσίας μεταναστευτικών κοινοτήτων στη χώρα, και ειδικότερα στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο εγχείρημα της Σεμπένε Ισέτε, το οποίο υλοποιήθηκε με την υποστήριξη της υποτροφίας Landecker Democracy του ιδρύματος Humanity In Action. Η εύρεση ανθρώπων και ιστοριών έγινε με τη συμβολή του Ελληνικού Φόρουμ Μεταναστών.
Επιπλέον στοιχεία και αναφορές
Από τα λίγα διαθέσιμα στοιχεία που υπάρχουν, καλό οδηγό αποτελεί το βιβλίο του Δημήτρη Κατσορίδα με τίτλο «Ξένοι(;) εργάτες στην Ελλάδα» (εκδόσεις Ίαμος, 1993). Σε αυτό αναφέρεται η υπόδειξη του ΣΕΒ στην κυβέρνηση Παπαδόπουλου το 1970 για την άφιξη εργατικού δυναμικού από τις ηπείρους της Αφρικής και της Ασίας για την κάλυψη αναγκών στην αγορά εργασίας. Συγκεντρώνονται επίσης τα μέχρι τότε διαθέσιμα στοιχεία για την παρουσία αλλοδαπών εργαζομένων στην Ελλάδα, όπως τα έχουν καταγράψει τα 3 σχετικά υπουργεία, το Εσωτερικών, το Δημοσίας Τάξης και το Ναυτιλίας. Τα στοιχεία αυτά κατά κύριο λόγο αναφέρονται σε ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ως εργάτες στη ναυτιλία και σε εργοστάσια. Το υπουργείο Εργασίας είχε καταγράψει το 1980, 28.628 νόμιμα απασχολούμενους αλλοδαπούς, αριθμός ο οποίος αυξήθηκε στους 33.891 το 1992. Ενδιαφέρον θα είχε να βρεθούν τα αριθμητικά στοιχεία για τους ανθρώπους που έφτασαν στην Ελλάδα τις δεκαετίες 1960-70, έτσι ώστε να ποσοτικοποιηθεί η εξέλιξη του φαινομένου στη χώρα.
Η Σεμπένε Ισέτε είναι πολιτική επιστήμονας και δημιουργός της πλατφόρμας Our Stories.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.