Live

Γιατί έφυγα από την Ουάσιγκτον Ποστ

Γιατί έφυγα από την Ουάσιγκτον Ποστ Facebook Twitter
«Αγαπώ την Post. Μου ραγίζει την καρδιά το γεγονός ότι πρέπει να φύγω, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς»
0


 

ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΩ  στην Washington Post ως δημοσιογράφος πλήρους απασχόλησης τον Σεπτέμβριο του 1984. Έμεινα στην εφημερίδα σαράντα χρόνια, έξι μήνες και έξι ημέρες. Έμεινα μέχρι που δεν μπορούσα πλέον να μείνω – μέχρι που ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας, ο Τζεφ Μπέζος, εξέδωσε ένα διάταγμα σύμφωνα με το  οποίο τα άρθρα και οι στήλες γνώμης της Post θα επικεντρώνονταν στο εξής στους δίδυμους πυλώνες των «προσωπικών ελευθεριών και των ελεύθερων αγορών» και, ακόμη πιο ανησυχητικό, ότι «οι απόψεις που αντιτίθενται σε αυτούς τους δύο πυλώνες δεν θα δημοσιεύονται στην εφημερίδα». Έμεινα μέχρι που ο εκδότης της Post, Γουίλ Λιούις, «έπνιξε» την στήλη που κατέθεσα την περασμένη εβδομάδα εκφράζοντας τη διαφωνία μου με αυτή τη νέα κατεύθυνση. Του ζήτησα να συναντηθούμε αλλά το αίτημα μου δεν έγινε δεκτό.  

Είναι δυνατόν να αγαπάς έναν θεσμό με τον τρόπο που αγαπάς έναν άνθρωπο, με θέρμη και χωρίς επιφυλάξεις; Για μένα, και για πολλούς άλλους  ρεπόρτερ και συντάκτες, αυτός είναι ο τρόπος που αισθανόμαστε για την Post. Ήταν εκεί για εμάς και εμείς για αυτήν. Ένα Σαββατόβραδο, τον Μάιο του 1992, ο συνάδελφος Τζορτζ Λάρντνερ βρισκόταν στην αίθουσα σύνταξης όταν έλαβε ένα τηλεφώνημα ότι η 21χρονη κόρη του είχε πυροβοληθεί και σκοτωθεί στη Βοστώνη από έναν βίαιο πρώην φίλο της. Δεν υπήρχαν άλλες πτήσεις για τη Βοστώνη εκείνο το βράδυ. Ο τότε ιδιοκτήτης της εφημερίδας Ντον Γκράχαμ, ναύλωσε αμέσως ένα αεροπλάνο για να πάει ο Λάρντνερ εκεί που έπρεπε να πάει.

Στις 12 Δεκεμβρίου 2024, η Amazon δήλωσε ότι θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Meta και θα δωρίσει ένα εκατομμύριο δολάρια για την ορκομωσία του Τραμπ. Στις 5 Ιανουαρίου, η Amazon ανακοίνωσε ότι αγόρασε τα δικαιώματα ενός ντοκιμαντέρ για τη Μελάνια Τραμπ, συμπαραγωγής της ίδιας της Μελάνια.

Η υπέρτατη πράξη αφοσίωσης όμως του Γκράχαμ προς την Post ήταν η οδυνηρή για τον ίδιον απόφασή του να πουλήσει την εφημερίδα, το 2013, στον Μπέζος. Η οικογένεια Γκράχαμ δεν ήταν φτωχή φυσικά, αλλά στο νέο περιβάλλον των μέσων μαζικής ενημέρωσης – και κάτω από τις αδυσώπητες απαιτήσεις της υποβολής τριμηνιαίων κερδών –  είχε αναγκαστεί, ξανά και ξανά, να κάνει περικοπές, σε μια εποχή που οι επενδύσεις ήταν απαραίτητες. Αντί να συνεχίσει τις περικοπές, «μειώνοντας» αναπόφευκτα την εφημερίδα που αγαπούσε, ο Γκράχαμ διεξήγαγε μια σχολαστική αναζήτησης νέου ιδιοκτήτη με τους πόρους, την κρίση και το όραμα να βοηθήσει την Post να πλοηγηθεί σε αυτή τη νέα εποχή. Ο Μπέζος φαινόταν τότε να είναι η σωστή επιλογή.

Τον Σεπτέμβριο του 2016, δημοσιεύσαμε μια σειρά από έξι κύρια άρθρα που περιέγραφαν «τον ξεκάθαρο και παρόντα κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο Ντόναλντ Τραμπ», από την κλιματική αλλαγή μέχρι την παγκόσμια οικονομία και τη μετανάστευση. Είχαμε κάθε ένδειξη ότι ο Μπέζος συμμεριζόταν αυτή την αίσθηση συναγερμού. Μετά από την πρώτη εκλογή του Τραμπ και την ορκωμοσία του όμως, άρχισαν τα προβλήματα. Περίπου εξήντα τρία εκατομμύρια ψηφοφόροι είχαν υποστηρίξει τον Τραμπ, αλλά ακόμη και οι συντηρητικοί αρθρογράφοι μας  ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι του. Ο Μπέζος άρχισε να μας πιέζει να βρούμε περισσότερους αρθρογράφους «από την ενδοχώρα», οι οποίοι θα μπορούσαν να κατανοήσουν καλύτερα την απήχηση του Τραμπ. Αυτό ήταν απολύτως θεμιτό. Πιο ανησυχητική ήταν η εκπεφρασμένη επιθυμία του, στην αρχή της νέας διοίκησης, να βρίσκουν τα κύρια άρθρα της εφημερίδας κάτι, οτιδήποτε, θετικό να πουν για τον Τραμπ. Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του στον Λευκό Οίκο, αρχισυντάκτης της Post ήταν ο Μάρτιν Μπάρον και όπως αφηγείται στο βιβλίο του με τίτλο “Collision of Power”, ο Μπέζος «μας προέτρεπε διαρκώς να δείξουμε κάποια υποστήριξη στον Trump σε όποια θέματα γινόταν. ''Αν η άποψη της συντακτικής ομάδας της Post τυχαίνει να συμπίπτει με εκείνη του Τραμπ, γιατί να μην το πούμε;'', μας έλεγε».

Τελικά, δεν βρήκαμε και πολλά θετικά να γράψουμε για την πρώτη θητεία του Τραμπ – και ο Μπέζος δεν μας πίεσε ποτέ να τον «χαϊδέψουμε». Τέσσερα χρόνια αργότερα, η εφημερίδα υποστήριξε τον Τζο Μπάιντεν για Πρόεδρο, προειδοποιώντας ότι «η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε όλο τον κόσμο. Το έθνος χρειάζεται απεγνωσμένα έναν πρόεδρο που θα σέβεται τους υπηρέτες του δημοσίου, θα υπερασπίζεται το κράτος δικαίου, θα αναγνωρίζει τον συνταγματικό ρόλο του Κογκρέσου και θα εργάζεται για το δημόσιο καλό και όχι για το ιδιωτικό του όφελος». Δεν υπήρξε κάποια διαφωνία από τον ιδιοκτήτη.

Τόσα πολλά άλλαξαν από τότε –  και μάλιστα πολύ πριν από την απόφαση του Μπέζος να μην υποστηρίξει η εφημερίδα την Κάμαλα Χάρις το 2024. Ο αρχισυντάκτης των κύριων άρθρων Φρεντ Χάιατ πέθανε ξαφνικά τον Δεκέμβριο του 2021 και τον αντικατέστησε ο Ντέιβιντ Σίπλεϊ (έκανα κι εγώ αίτηση για τη θέση αλλά δεν την πήρα), ο οποίος, ως διευθυντής σύνταξης του Bloomberg, είχε εμπειρία στη διαχείριση ενός δισεκατομμυριούχου ιδιοκτήτη. Βέβαια, ο Τραμπ δεν γλίτωσε από την κριτική- στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιον υποψήφιο προτιμούσε η συντακτική επιτροπή. Ωστόσο, η αλλαγή στον τόνο ήταν αδιαμφισβήτητη. Διαβάζοντας κανείς τα editorials του 2024 δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι μόλις τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχαμε αποκαλέσει τον Τραμπ «τον χειρότερο Πρόεδρο της σύγχρονης εποχής». Γινόταν σαφές, καθώς ο Σεπτέμβριος έδινε τη θέση του στον Οκτώβριο, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το ζήτημα της υποστήριξης. Όσοι δεν γνώριζαν - στους οποίους περιλαμβάνονταν σχεδόν όλοι εμείς οι αρθρογράφοι γνώμης – υπέθεσαν ότι η καθυστέρηση αφορούσε διαπραγματεύσεις για τον τόνο και το ύφος του κειμένου. Στη συνέχεια, στις 25 Οκτωβρίου, συνέβη ο πρώτος από τους αυτοτραυματισμούς μας: η ηγεσία της εφημερίδας ανακοίνωσε ότι δεν θα δηλώσουμε επίσημη υποστήριξη σε κανέναν από τους υποψηφίους για την προεδρική κούρσα του 2024, και δεν θα το κάναμε ούτε στις μελλοντικές αναμετρήσεις.

Γιατί έφυγα από την Ουάσιγκτον Ποστ Facebook Twitter

Ο Γουίλ Λιούις, ο εκδότης και διευθύνων σύμβουλος της εφημερίδας, χαρακτήρισε την απόφαση αυτή ως «επιστροφή στις ρίζες μας», αναφερόμενος στη μακρόχρονη πρακτική μας να μην υποστηρίζουμε επίσημα κάποιον τις προεδρικές εκλογές. Αυτό δεν ήταν διόλου πειστικό. Η σύγχρονη Post – η Post μετά το Γουότεργκεϊτ –  πάντα ανακοίνωνε την υποστήριξή της σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, εκτός από τη θλιβερή αναμέτρηση του Μάικλ Δουκάκη με τον Μπους το 1988, όταν η εφημερίδα εξήγησε το σκεπτικό της για το ότι δεν βρήκε κανέναν από τους δύο υποψηφίους άξιο.

Οι παλαιότεροι αρθρογράφοι – ο Ντέιβιντ Ιγκνάτιους, ο Γιουτζίν Ρόμπινσον, η Κάρεν Τουμούλτι, ο Ντέινα Μίλμπανκ κι εγώ – συζητήσαμε για το τι έπρεπε να κάνουμε και τελικά  συντάξαμε μια δήλωση, την οποία υπέγραψαν είκοσι ένας αρθρογράφοι, χαρακτηρίζοντας την απόφαση «τρομερό λάθος» και «εγκατάλειψη των θεμελιωδών εκδοτικών πεποιθήσεων της εφημερίδας που αγαπάμε». Τηλεφώνησα στον εκδότη μου για να του πω ότι θα κατέθετα κι εγώ μια στήλη διαφωνώντας με την απόφαση αυτή, η οποία κατέληγε ως εξής: γράφτηκε από μόνο του, και είναι οδυνηρό να το διαβάζεις τώρα: «Πολλοί φίλοι και αναγνώστες επικοινώνησαν σήμερα, λέγοντας ότι σκόπευαν να ακυρώσουν τις συνδρομές τους ή ότι το έχουν ήδη κάνει. Καταλαβαίνω και συμμερίζομαι τον θυμό σας. Νομίζω ότι η καλύτερη απάντηση, για εσάς και για μένα, μπορεί να ενσαρκωθεί σε αυτή τη στήλη: Διαβάζετε τώρα την διαμαρτυρία σας, στην ίδια πλατφόρμα, στην ίδια εφημερίδα, που σας απογοήτευσε τόσο βαθιά».

Γύρω στις τριακόσιες χιλιάδες αναγνώστες ακύρωσαν τις συνδρομές τους τότε, ενώ δύο αρθρογράφοι μας – ο Ρόμπερτ Κέιγκαν και η Μισέλ Νόρις – παραιτήθηκαν. Θα έπρεπε να τους είχα ακολουθήσει; Ίσως. Σύντομα, τα πράγματα χειροτέρεψαν κι άλλο. Στις 12 Δεκεμβρίου 2024, η Amazon δήλωσε ότι θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Meta και θα δωρίσει ένα εκατομμύριο δολάρια για την ορκομωσία του Τραμπ. Στις 5 Ιανουαρίου, η Amazon ανακοίνωσε ότι αγόρασε τα δικαιώματα ενός ντοκιμαντέρ για τη Μελάνια Τραμπ, συμπαραγωγής της ίδιας της Μελάνια. Μέσα σε όλα αυτά, παραιτήθηκε η Ann Telnaes, η βραβευμένη με Πούλιτζερ σκιτσογράφος της Post, επειδή υπέβαλε μια γελοιογραφία που απεικονίζει τον Μπέζος και τους άλλους δισεκατομμυριούχους γονατιστούς μπροστά σε ένα άγαλμα του Τραμπ, η οποία δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.  

Στη συνέχεια ήρθε η ορκωμοσία, με το θέαμα του Μπέζος και των άλλων μεγιστάνων  και που παρατάχθηκαν σαν τρόπαια πίσω από τον θριαμβευτή Πρόεδρο. Δοκίμασα τα όρια της νέας ντιρεκτίβας της εφημερίδας με μια στήλη που σχολίαζε την «ορκωμοσία των ολιγαρχών». Όπως αποδείχτηκε, η συντριπτική πλειονότητα από εμάς στην εφημερίδα δεν είχαμε ιδέα τι συνέβαινε στα παρασκήνια, καθώς ο Σίπλεϊ, ο Λιούις και ο Μπέζος συζητούσαν για ένα νέο όραμα για το τμήμα με τα άρθρα γνώμης. Αυτό το όραμα έφτασε στα εισερχόμενά mail μας στις 9:31 π.μ. της 26ης Φεβρουαρίου, με την ανακοίνωση του Μπέχος για «μια αλλαγή που έρχεται στις σελίδες γνώμης» και την είδηση ότι ο Σίπλεϊ είχε παραιτηθεί.

Η επόμενη στήλη μου δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και η εξήγηση ήταν ότι περιείχε πολλές «εικασίες». Υπέβαλα την επιστολή παραίτησής μου τη Δευτέρα που μας πέρασε, στον Μπέζος και τον Λιούις. «Η απόφαση του Γουίλ να μην δημοσιεύσει τη στήλη που έγραψα με σεβασμό διαφωνώντας με το διάταγμα του Τζεφ –  κάτι που δεν έχω βιώσει σε σχεδόν δύο δεκαετίες τακτικής αρθρογραφίας – υπογραμμίζει ότι η παραδοσιακή ελευθερία των αρθρογράφων να επιλέγουν τα θέματα που επιθυμούν να θίξουν και να λένε αυτό που σκέφτονται έχει διαβρωθεί επικίνδυνα», έγραφα. «Αγαπώ την Post. Μου ραγίζει την καρδιά το γεγονός ότι πρέπει να φύγω, αλλά δεν μπορεί να γίνει αλλιώς».

Μακάρι να μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην εφημερίδα ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να γίνει, και εδώ βρίσκεται η αναπόφευκτη αλήθεια: η Washington Post στην οποία εντάχθηκα, και την οποία αγάπησα, δεν είναι η Washington Post από την οποία έφυγα προχθές.

Με στοιχεία από The New Yorker

Τι διαβάζουμε σήμερα
0

Live

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς η METLEN χτίζει γέφυρες προσφοράς και δημιουργεί δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες

Θέματα / Πώς η METLEN χτίζει γέφυρες προσφοράς και δημιουργεί δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες

Σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, ελάχιστες εταιρείες ή επιχειρηματικοί όμιλοι καταφέρνουν να ισορροπήσουν μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της βαθιάς σύνδεσης με τις τοπικές κοινωνίες. Η METLEN το πετυχαίνει επενδύοντας στην κοινωνική συνοχή, τη βιωσιμότητα και την ανθρώπινη εμπειρία.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΛΑΡΗΣ
Γυναικείο μέταλλο: Οι γυναίκες της METLEN αλλάζουν τη στερεοτυπική εικόνα της βαριάς βιομηχανίας

Θέματα / Γυναικείο μέταλλο: Οι γυναίκες της METLEN αλλάζουν τη στερεοτυπική εικόνα της βαριάς βιομηχανίας

Τέσσερις γυναίκες της εταιρείας μιλούν για τη σημασία της ενδυνάμωσης, την κατάργηση των στερεοτύπων αλλά και το πώς είναι να ξεχωρίζεις και να προοδεύεις σε έναν ανδροκρατούμενο τομέα.
ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΠΕΝΝΥ ΜΑΣΤΟΡΑΚΟΥ
O έρωτας μιας Αγγλίδας αριστοκράτισσας για τον Χίτλερ και το φιλοναζιστικό παρελθόν της βασιλικής οικογένειας

Θέματα / O έρωτας μιας Αγγλίδας αριστοκράτισσας για τον Χίτλερ και το φιλοναζιστικό παρελθόν της βασιλικής οικογένειας

Τα ημερολόγιά της, που ήρθαν πρόσφατα στην επιφάνεια, αποκαλύπτουν τη σχέση της Γιούνιτι Μίτφορντ με τον Φύρερ. Υπάρχουν, όμως, πολύ χειρότερα μυστικά σχετικά με τις σχέσεις του Οίκου των Γουίνδσορ με τον Ναζισμό.
THE LIFO TEAM
H METLEN σε 40 χώρες του κόσμου

[ME] ΜΕΤΑΛΛΟ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ / H METLEN σε 40 χώρες του κόσμου

Από την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Μεγάλη Βρετανία, στη Χιλή, στον Καναδά και στην Αυστραλία, η METLEN Energy & Metals έχει αγγίξει μεγέθη που πλέον ξεπερνούν τα σύνορα αλλά και την ευρωπαϊκή ήπειρο, σφυρηλατώντας ένα ισχυρό διεθνές αποτύπωμα. Δραστηριοποιείται σήμερα σε περισσότερες από 40 χώρες του κόσμου, και το γεγονός αυτό δεν ήρθε διόλου «τυχαία». Αντίθετα, ήρθε με σχεδιασμό, όραμα, στέρεες βάσεις και έμφαση στην εξωστρέφεια.
ΧΡΥΣΑ ΓΡΙΒΑ
48 ώρες στο στρατηγείο της METLEN Energy & Metals

[ME] ΜΕΤΑΛΛΟ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ / 48 ώρες στο στρατηγείο της METLEN Energy & Metals

Μια ξενάγηση στο εργοστάσιο και στους χώρους όπου η METLEN χαράσσει τη στρατηγική της, αναπτύσσει τις γενικές κατευθύνσεις της και υιοθετεί μια διαφορετική διοικητική προσέγγιση που εστιάζει στο ανθρώπινο δυναμικό και στις ανάγκες του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ