Τα οκτώ χρόνια που έζησα εκτός Ελλάδας συχνά καυχιόμουν πως δεν με έπιανε ποτέ η νοσταλγία για την Ελλάδα. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται περί μεγάλου ψέματος. Μπορεί πράγματι να μην έπεφτα συχνά θύμα του homesickness και να παρέμενα ανθεκτικός στη μελό δραματοποίηση της ξενιτιάς, όμως στην πραγματικότητα δεν υπήρχε Πάσχα που να μην έπιανα τον νου μου να ταξιδεύει στην Ελλάδα.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, σταδιακά συνειδητοποιούσα πως η αλλόκοτη και αθεράπευτα νοσταλγική εμπειρία του Πάσχα έξω από τα σύνορα ήταν αρκετά κοινό βίωμα για ένα μεγάλο κομμάτι της γενιάς του μισού εκατομμυρίου νεομεταναστών που αναζήτησαν την τύχη τους εκτός Ελλάδας την τελευταία δεκαπενταετία.
Θες γιατί το ορθόδοξο Πάσχα σπάνια συμπίπτει με το καθολικό ή κάποια άλλη εθνική εορτή και αργία, κι έτσι οι περισσότεροι παραμέναμε στα γραφεία και στα πανεπιστήμιά μας, περνώντας μία ακόμα εβδομάδα σαν να μην τρέχει τίποτα, παρέα με μια αίσθηση εγκλωβισμού· θες γιατί συμπίπτει με την άνοιξη, την άνθηση πάσης φύσεως λουλουδιών και την εαρινή πανδαισία των αισθήσεων που, θέλοντας και μη, σε συμπαρασύρει στον συναισθηματισμό· θες γιατί ακόμα και για τους πιο άθεους και αγνωστικιστές το ελληνικό Πάσχα ξεπερνούσε πάντοτε τη στεγνή θρησκευτική ερμηνεία, ξυπνώντας αναμνήσεις οικογενειακών τραπεζιών, ηλιόλουστων ημερών, κατανυκτικής ατμόσφαιρας και ίσως την πιο ανέμελη εκδοχή της χώρας που αφήσαμε πίσω.
Πάνε πλέον πέντε χρόνια από την επιστροφή μου στην Ελλάδα και πλέον τη Μεγάλη Εβδομάδα πιάνω συχνά τον εαυτό μου να ταξιδεύει πίσω στο νοσταλγικό Πάσχα που περνάει η γενιά του brain drain.
Κάπως έτσι, λοιπόν, ακροβατώντας μεταξύ μετατόπισης και μελαγχολίας, βρέθηκα να κουβαλάω επιταφίους στο Κονέκτικατ, γλιστρώντας στους ακόμα χιονισμένους δρόμους το απριλιάτικου Νιου Χέιβεν, να γιορτάζω Ανάσταση στη 3rd Avenue της Νέας Υόρκης, όπου το φως από τις λαμπάδες συναντούσε τις νέον πινακίδες, να αναζητώ βαφές αυγών και υλικά για μαγειρίτσα στην Αστόρια και να ξενυχτάω με τσίπουρα και άλλους ξενιτεμένους νεομετανάστες, σκρολάροντας νοσταλγικά στα κινητά μας και ανταλλάσσοντας ιστορίες από τους τόπους καταγωγής μας.
Πάνε πλέον πέντε χρόνια από την επιστροφή μου στην Ελλάδα και πλέον τη Μεγάλη Εβδομάδα πιάνω συχνά τον εαυτό μου να ταξιδεύει πίσω στο νοσταλγικό Πάσχα που περνάει η γενιά του brain drain. Απευθύνθηκα, λοιπόν, σε έξι Έλληνες που έχουν ζήσει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους στο εξωτερικό, ζητώντας τους να μοιραστούν τα βιώματα και τις σκέψεις τους από το Πάσχα έκτος συνόρων.
Αντιγόνη Χείλαρη: «Ανάσταση με πατάτες τηγανητές στη Χάγη, Επιτάφιος με υπεράσπιση διδακτορικού στο Ίνσμπρουκ»
Ε, λοιπόν, όσες φορές μείναμε έξω για το Πάσχα δεν κυνηγήσαμε ποτέ το παραδοσιακό ελληνικό ορθόδοξο, καθώς ξέραμε πως δεν θα μπορέσουμε με τίποτα να το αντικαταστήσουμε. Μια φορά, θυμάμαι, γιορτάσαμε τα γενέθλια της γιαγιάς της Ιταλίδας συγκατοίκου μου στην Περούτζια και ήταν ό,τι πιο κοντινό στην κλασική οικογενειακή μάζωξη, αλλά με ζυμαρικά αντί για το γνωστό πασχαλινό τραπέζι. Μια άλλη φορά, την πιο ξεκαρδιστικά μίζερη, ήμασταν στην Ολλανδία, στην πλατεία Het Plein στη Χάγη, όπου, αντί για σουβλιστό αρνί, φάγαμε πατάτες τηγανητές περασμένες σε ξυλάκι.
Όμως το πιο αξέχαστο Πάσχα που έχασα ήταν όταν παρουσίαζα διδακτορικό στο Ίνσμπρουκ, ανήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή, και οι μισοί μου συγγενείς το έβλεπαν live από το μαγαζί της μαμάς μου και οι άλλοι μισοί από το καφενείο του χωριού, πίνοντας ούζα.
Ίλυα Παρασκευόπουλος: «Καμπάνες στα σύνορα Ελβετίας και Λιχτενστάιν»
Ήταν βράδυ Πάσχα και ήθελα να βγω έξω να πάρω λίγο αέρα. Γκούγκλαρα, λοιπόν, «greek church St Gallen» και μου βγήκε μια ενορία Ανατολικής Ελβετίας και Λιχτενστάιν αφιερωμένη στον Άγιο Γάλλο. Άθεος είμαι, καλύτερη ιδέα για βόλτα δεν είχα, κοινωνική συναναστροφή έψαχνα, οπότε είπα ας πάω να δω τους ντόπιους Ελληνοελβετούς, έστω από ανθρωπολογικό ενδιαφέρον.
Δύο πράγματα μού έκαναν εντύπωση. Πρώτον, η ανεκτικότητα των συνήθως θορυβο-φοβικών Ελβετών σε μια αδιάφορη μειονότητα σαν τη δική μας που η καμπάνα της έκανε τρομερή φασαρία, και μάλιστα νυχτιάτικα. Και δεύτερον, τα πρόσωπα των περίπου τριακοσίων Ελληνοελβετών, που δεν παρουσίαζαν βιοποριστικό άγχος ή κάποια βαθύτερη ανησυχία, και η όψη τους – ήταν εντυπωσιακά καλοντυμένοι. Και κάπως έτσι μου ’ρθε στο μυαλό μια φράση του Κολοκοτρώνη στον Μαυροκορδάτο όταν αυτός ήταν ντυμένος με φράγκικα ρούχα: «Πώς είσαι έτσι, σαν ανάποδο παραμύθι;».
Επιστρέφοντας με το λεωφορείο, γνώρισα τέσσερις Έλληνες φοιτητές και φοιτήτριες και έναν Ουκρανό, που επέστρεφαν κι αυτοί. Ήταν ωραία παιδάκια και ανταλλάξαμε τηλέφωνα. Όσο είσαι στην Ελλάδα, η εθνική ταυτότητα δεν έχει καμία αξία, αφού όλοι γύρω σου είναι το ίδιο. Όμως έξω σε ρωτάνε πώς σε λένε, πόσο είσαι, από πού είσαι, και επομένως σε ορίζει. Εξάλλου, μόνο κάτι brain drainers ζουν cult στιγμές Πάσχα όπως οι παραπάνω.
Βασίλης Κουτσούμπας: «Κουβαλώντας το Πάσχα της Λιβαδειάς στην Ουάσινγκτον»
Θα περίμενε κανείς ότι η μεγαλύτερη νοσταλγία είναι αυτή των Χριστουγέννων – πριν έρθω στις ΗΠΑ αυτό πίστευα τουλάχιστον. Το Πάσχα όμως έχει μια άλλη ατμόσφαιρα, που είναι μάλλον πιο δύσκολο να την αναπαραγάγεις. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι.
Το κουδούνισμα στ' αυτιά από τις στρακαστρούκες που πάντα μας έλεγαν να μη ρίχνουμε; Το νέφος που σκεπάζει τη Λιβαδειά κάθε χρόνο; Ή τα βλέμματα των δικών σου όταν φτάνεις αργοπορημένος στο κυριακάτικο τραπέζι, διότι το προηγούμενο βράδυ ήσουν έξω με την παιδική σου παρέα; Μπορεί, από την άλλη, να είναι και η κατάνυξη των ημερών, την οποία περισσότερο έχεις συνδυάσει με την οικογενειακή τελετουργία μέχρι να πας στην εκκλησία, παρά με την ίδια την τελετή.
Μάλλον είναι όλα τα παραπάνω. Τα οποία για πρώτη φορά ζεις σε μια διαφορετική ήπειρο και βρίσκεις τρόπους κάπως να τα υποκαταστήσεις. Τη μικρή εκκλησία στις Τσουκαλάδες υποκαθιστά η επιβλητική Αγία Σοφία, δίπλα στον εθνικό καθεδρικό ναό στην Ουάσινγκτον. Μπορεί να μη συμπεριλαμβάνεται το καθιερωμένο κυριακάτικο ψήσιμο ή και οι αγκαλιές με τους δικούς σου ανθρώπους, έχοντας όμως ζήσει τόσες χρονιές το ίδιο μυστήριο, κουβαλάς μαζί σου αυτές τις εμπειρίες. Σε όποιον τόπο και να βρίσκεσαι πλέον, κάπως βρίσκεται μαζί σου και ο δικός σου τόπος.
Στέφανος Τύρος: «Παλαιστινιακό πασχαλινό πρωινό στο Άμστερνταμ»
Ως παιδί της επαρχίας, μεγάλωσα με το Πάσχα να είναι η μεγαλύτερη οικογενειακή γιορτή, με φασαρίες και χορούς δίπλα στα μεσσηνιακά ελαιόδεντρα. Λόγω, όμως, της διαφορετικής ημερομηνίας καθολικού και ορθόδοξου Πάσχα, τις περισσότερες χρονιές έπρεπε να βρίσκομαι στο Άμστερνταμ εκείνες τις μέρες για έρευνα ή διδασκαλία.
Κέρδισα όμως άλλες στιγμές κατά τη διάρκεια των ντόπιων, πολυπολιτισμικών εορτών, όπως ένα παλαιστινιακό πασχαλινό πρωινό αλλά και βόλτες με τον σκύλο στο ηλιόλουστο πάρκο. Φέτος, βέβαια, θα 'ναι αλλιώς. Μετά από χρόνια θα καταφέρω να είμαι πάλι Ελλάδα αυτές τις μέρες, καιρός ήταν.
Στεφανία Ευσταθίου: «Χριστός Ανέστη δυνατά, σε ελληνικά και αραβικά»
Φέτος γιορτάζω το Πάσχα σε μια ελληνορθόδοξη εκκλησία του Άμπου Ντάμπι στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αρμονικά τοποθετημένη ανάμεσα σε ένα τζαμί και μια καθολική εκκλησία. Είναι ιδιαίτερο, αλλά όχι και τόσο διαφορετικό απ' ό,τι έχω συνηθίσει. Το «Χριστός Ανέστη» ακούγεται δυνατά σε ελληνικά και αραβικά και μετά την Ανάσταση, μαζί με Έλληνες και Λιβανέζους ελληνορθόδοξους φίλους, επισκεπτόμαστε ένα ελληνικό εστιατόριο για τα παραδοσιακά εδέσματα της ημέρας. Σπάμε αυγά, ανταλλάσσουμε ευχές και ιστορίες από το Πάσχα στις χώρες μας.
Δεν υπάρχει ούτε νοσταλγία ούτε πίκρα. Στη ζωή όλες οι επιλογές έχουν το ανάλογο τίμημα, το θέμα είναι να ξέρεις για ποιο λόγο κάνεις αυτό που κάνεις τη δεδομένη στιγμή και να τη χαίρεσαι, όπου κι αν αυτή σε βρίσκει. Θα ήθελα να είμαι με όλη την οικογένεια; Φυσικά, όμως η χαρά είναι επιλογή και η παράδοση πρόσφορο έδαφος για να νιώσεις κοντά, ακόμα και αν είσαι πολλά χιλιόμετρα μακριά από τα αγαπημένα σου πρόσωπα.
Μαρία Δήμα: «Βάφοντας αυγά με χυμό από βρασμένα παντζάρια»
Φέτος είναι η τέταρτη χρονιά που βρίσκομαι στην Αμερική την περίοδο του ελληνικού Πάσχα. Κοντινά μου άτομα γνωρίζουν πως γιορτάζω μία βδομάδα μετά από εκείνους, καθώς το καθολικό Πάσχα είναι την Κυριακή πριν από το ελληνικό, κι έτσι δέχομαι διπλό «Chreesto Anehstee». Προσωπικά, μου είναι δύσκολο να γιορτάσω ή να ακολουθήσω τις παραδόσεις όπως θα ήθελα. Αρχικά, είναι το τέλος του εξαμήνου στο πανεπιστήμιο και είναι αρκετά πιεστική περίοδος, με διαγωνίσματα, εργασίες και παρουσιάσεις. Έπειτα, δεν υπάρχουν ορθόδοξες ελληνικές εκκλησίες στη γειτονιά όπου μένω στο Σικάγο. Επειδή εδώ είμαι μόνη μου, δεν έχω ιδιαίτερη όρεξη να βάψω κόκκινα αυγά και να φτιάξω τσουρέκια.
Φέτος προσπάθησα να βάψω αυγά με χυμό από βρασμένα παντζάρια (δεν μπόρεσα να βρω μπογιές) και να ψάξω κοντινές εκκλησίες ώστε να μπορέσω να δείξω στο αγόρι μου ένα ακόμα κομμάτι του εαυτού μου και το πώς μεγάλωσα και συνειδητοποίησα ότι το να γιορτάσει κανείς το Πάσχα μόνος του είναι πολλή δουλειά! Άλλωστε, για μένα τα έθιμα του Πάσχα ήταν κάτι ευχάριστο που έκανα στην Ελλάδα με την οικογένειά μου. Αν καταφέρω όμως να μείνω στο εξωτερικό και κάνω οικογένεια, θα το πάρω πιο σοβαρά γιατί θα ήθελα τα παιδιά μου να μεγαλώσουν γνωρίζοντας τις ελληνικές παραδόσεις και όχι μόνο το πασχαλινό λαγουδάκι.