«Τα τελευταία χρόνια χιλιάδες πρόσφυγες έχουν πέσει θύματα των παράνομων επαναπροωθήσεων (pushbacks) προς την Τουρκία. Χιλιάδες οικογένειες προσφύγων υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν από τα διαμερίσματα ευάλωτων ομάδων του προγράμματος ΕΣΤΙΑ, ενώ προσφυγόπουλα εγκαταλείπουν τις σχολικές αίθουσες, αναγκασμένα να ακολουθήσουν τις οικογένειές τους σε προσφυγικά στρατόπεδα έξω από τις πόλεις. Χιλιάδες παιδιά που γεννήθηκαν ή/και μεγάλωσαν εδώ αναγκάζονται να δίνουν εξετάσεις “πατριδογνωσίας” για να αποκτήσουν τα αυτονόητα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Χιλιάδες μετανάστ(ρι)ες που μένουν και εργάζονται για χρόνια στη χώρα στοιβάζονται σε ουρές στην Πέτρου Ράλλη για ανανέωση της άδειας διαμονής, με το άγχος της απόρριψης να κυκλώνει τις ζωές και τις επιλογές τους».
Αν αναρωτιέσαι πώς είναι να είσαι μετανάστης ή πρόσφυγας στην Ελλάδα του 2023, το φετινό 24ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, μέσω του δελτίου Τύπου του, σκιαγραφεί τη σκληρή τους καθημερινότητα σε λίγες αράδες, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα την αντίθεσή του στην κρατική βαρβαρότητα, στις ρατσιστικές πολιτικές, στην εκμετάλλευση, στη συνένοχη σιωπή και στους ολοένα περισσότερους και ψηλότερους φράχτες που «την πλατωσιά του κόσμου μας στενεύουν».
Τα προβλήματα αυτά εντάθηκαν βέβαια με την κρίση του 2008 και τα μνημόνια – η ακροδεξιά στην πιο εξτρεμιστική της μορφή γιγαντώθηκε και έγινε ρυθμιστής του πολιτικού παιχνιδιού, ενώ, δαιμονοποιημένοι και από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, οι μετανάστες έγιναν αποδιοπομπαίοι τράγοι. Αυξήθηκαν, επιπλέον, οι εγκληματικές επιθέσεις εναντίον τους.
Πώς, όμως, έφτασε ως εδώ ένα από τα μεγαλύτερα στο είδος του φεστιβάλ της Ευρώπης; Ιδού τι λέει σχετικά η Όλγα Λαφαζάνη, μέλος της οργανωτικής επιτροπής:
«Το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ έχει σίγουρα εξελιχθεί θεαματικά από την πρώτη εκείνη διοργάνωση το 1996 στον λόφο του Κολωνού χάρη στη θέληση και το πείσμα των ανθρώπων που το τρέχουν τόσα χρόνια εθελοντικά αφενός, στη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου που έχει αφετέρου. Δεν αντανακλά απλώς ανθρώπινους και κινηματικούς συσχετισμούς, τους διαμορφώνει κιόλας ‒ μαζί του βέβαια εξελίχθηκε και το μεταναστευτικό-προσφυγικό. Τη δεκαετία του ’90, ας πούμε, ουσιαστικά δεν υπήρχε καν διαδικασία νομιμοποίησης των ανθρώπων αυτών που τότε προέρχονταν κυρίως από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, το αλληλέγγυο κίνημα διεκδικούσε δηλαδή τα στοιχειώδη. Την επόμενη δεκαετία τη χαρακτήριζε πολλή αισιοδοξία για την ένταξη στην Ευρωζώνη και αναπτυξιακός “οργασμός” χάρη και στην Ολυμπιάδα της Αθήνας, οπότε, χάρη στη μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια στην οικοδομή, στη λάντζα, στα χωράφια αλλά και στην οικιακή φροντίδα, έγιναν κάπως πιο αποδεκτοί και ολίγον φολκλόρ, χωρίς όμως και πάλι κάποια σοβαρή προσπάθεια νομιμοποίησης και ενσωμάτωσής τους», λέει.
Τα προβλήματα αυτά εντάθηκαν βέβαια με την κρίση του 2008 και τα μνημόνια – η ακροδεξιά στην πιο εξτρεμιστική της μορφή γιγαντώθηκε και έγινε ρυθμιστής του πολιτικού παιχνιδιού, ενώ, δαιμονοποιημένοι και από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, οι μετανάστες έγιναν αποδιοπομπαίοι τράγοι. Αυξήθηκαν, επιπλέον, οι εγκληματικές επιθέσεις εναντίον τους. «Επόμενο ήταν την περίοδο εκείνη το φεστιβάλ να εστιάσει περισσότερο στον ρατσισμό, στη φασιστική απειλή, στην εκ νέου διεκδίκηση της παρουσίας των μεταναστών/-τριών στον δημόσιο χώρο και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Η κορύφωση της προσφυγικής κρίσης το 2015 δημιούργησε ένα νέο τοπίο.
» Αρχικά πυροδότησε ένα μαζικό κύμα συμπαράστασης σε Ελλάδα και Ευρώπη, γρήγορα όμως αυτό άλλαξε και μαζί με την προσφυγιά άρχισε να διώκεται πια και ποινικοποιείται και η αλληλεγγύη. Οι εξελίξεις αυτές αντικατοπτρίστηκαν, βέβαια, στις εκδηλώσεις, στις θεματικές και στις διεκδικήσεις των αντιρατσιστικών φεστιβάλ, για να φτάσουμε στο σήμερα, που το μεταναστευτικό - προσφυγικό περνά μία από τις δυσκολότερες φάσεις του: περισσότεροι φράχτες, περισσότερες παράνομες επαναπροωθήσεις, περισσότερα εμπόδια στην ένταξη, νέα καμπ-φυλακές για τους νεοφερμένους, οι οποίοι στοχοποιούνται ως εξωτερικός και ταυτόχρονα εσωτερικός εχθρός, κι ας έχουμε τεράστια έλλειψη εργατικών χεριών, κι ας υπάρχει δημογραφική κρίση.
» Βλέπουμε δηλαδή εδώ ένα παράδοξο, δεδομένου κιόλας ότι μετά τη συμφωνία Τουρκίας - Ε.Ε. απέμειναν στη χώρα μόλις 50-60.000 άνθρωποι που θα μπορούσαν να απορροφηθούν εύκολα και αθόρυβα», συνεχίζει, εξαίροντας την έμπρακτη αλληλεγγύη που επέδειξαν, και συνεχίζουν να επιδεικνύουν στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι κάτοικοι ακριτικών νησιών όπως η Λέσβος, ακόμα και την εποχή που την Αθήνα όργωναν τα χρυσαυγίτικα “τάγματα εφόδου”. Αυτό μάλιστα, παρότι όταν εγκλωβίζεις επί μακρόν σε έναν τόπο χιλιάδες ανθρώπους χωρίς ελπίδα και προοπτικές, επόμενο είναι να τροφοδοτείς την παραβατικότητα και να δημιουργείς αντιπαλότητες και μεταξύ τους και με τον ντόπιο πληθυσμό. Και η απάντηση εδώ δεν είναι τα κλειστά σύνορα αλλά πολιτικές απεγκλωβισμού, διάλογος και τρόποι ώστε η συνύπαρξη να μη δημιουργεί προβλήματα για κανέναν».
Το 24ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, μια αφορμή πολιτικής διεκδίκησης και ταυτόχρονα γιορτής με συζητήσεις, συναυλίες, προβολές, εκθέσεις, κουζίνες, παζάρια και άλλα δρώμενα, κεντρικό άξονα το μεταναστευτικό - προσφυγικό αλλά και αναφορές σε όλη την κινηματική και δικαιωματική γκάμα μάς προσκαλεί όλους/-ες, ανεξαρτήτως καταγωγής, εθνικότητας, ηλικίας, φύλου ή ερωτικού προσανατολισμού στο Άλσος Βεϊκου (7-9/7) για μια ζωντανή «προσομοίωση» ενός κόσμου που μπορεί και πρέπει να χωράει πολλούς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.