Τώρα που το μελάνι στεγνώνει και δυσκολευόμαστε να γράψουμε καινούργιες διηγήσεις, στρέφει ο καθένας την σκέψη του στην εποχή που όλα έμοιαζαν πιο εύκολα και δημιουργικά. Ακόμη ο χρόνος ήταν σύμμαχος, φίλος και αδερφός ....
Tελευταία πρωτοχρονιά του 85 στην Αθηνά μετά από τρεις ημέρες έφυγα για μια επαρχιακή πόλη.
Απόγευμα αποκομμένοι από την κούραση έχοντας διανύσει ως μπάντα για κάλαντα με γεμάτες τις τσέπες κέρματα τουλάχιστον 15 χιλιόμετρα ( Πευκάκια, τέρμα Λαμπρινής, Ριζούπολη, προσφυγικά)
Τελευταία συνάντηση (Άγγελος η Φανή, Βαγγέλης, Λευτέρης, Σπύρος , Γιώργος και εγώ 10 χρόνοι ) έπειτα από εκείνη την στιγμή δεν τους ξαναείδα...
Με ρωτούσαν για το Αγρίνιο με διερευνητικές ερωτήσεις ( έχει άλσος, έχει αλάνες για μπάλα, τι χρώματα φοράει ο Παναιτωλικός, είναι κοντά το γήπεδο?). Ιδέα δεν έχω τους φώναζα.
Χωρίζοντας με κλάματα και κλωτσώντας ότι τσίγκο και παλιοσίδερο βρίσκαμε μπροστά μας. Φώναζαν, να έρθεις για το αγώνα με την Καλογρέζα σε δυο εβδομάδες, να μας αφήσεις τις στολές κ΄λ΄π.
Πέρασαν 25 χρόνια, δεν ξαναπάτησα στην γειτονιά ,τα παιδιά δεν τα ξαναείδα, στο παλατάκι δεν ξαναστήσαμε ματς, οι στολές φορεθήκανε Αγρίνιο.
Εχθές σαν άδειο περίπτερο ξαφρισμένος από επιθυμίες και εμμονές, μου καρφώθηκε η διαδρομή ηλεκτρικό Ομόνοια –Περισσός με όλες τις υπόλοιπες διαγραμμένες.
Η γειτονιά μου φάνηκε διαφορετική άλλα όχι ξένη.. Το φουγάρο και τα ερειπωμένα κτίρια από τις κλεισμένες κλωστοϋφαντουργίες, το ταπητουργείο και υφαντουργείο, είναι ακόμη εκεί.
Οι καμινάδες των εργοστασίων, δεσπόζoυν ακόμη πάνω από τα χαμηλά σπιτάκια των εργατικών συνοικιών που ορισμένες διατηρούν τα ίχνη τους
Τώρα πια οι καμινάδες δεν καπνίζουν. Ούτε κάποια μπουρού ακούγεται να σφυρίζει για να αλλάξουν οι βάρδιες στις φάμπρικες.
Στα εργοστάσια με τους χιλιάδες βιοπαλαιστές -άντρες, γυναίκες και ανήλικα παλικαράκια-
Τρεις καμινάδες έχουν μείνει να θυμίζουν το έντονο βιομηχανικό παρελθόν
Τα σπίτια των φίλων μου, τριάρια νοικιασμένα.. Τα φώτα τους ανοιχτά. ..Τους άφησα παιδιά...Και τώρα σκέφτομαι ότι ίσως ορισμένοι να μένουν σε αυτά τα διαμερίσματα με τις δικές τους οικογένειες...
Ο δρόμος και το μικρό παρκάκι που παίζαμε μπάλα εκεί...Το μόνο που άλλαξε ήταν τα μικρά σπίτια που αντικαταστήθηκαν από μεγάλες πολυκατοικίες...
Το σχολείο ανακαινίστηκε από το σεισμό του 99 και δεν το αναγνώρισα...μου φάνηκε κάπως μικρό τότε ήταν τεράστιο στα πόδια μου και την ματιά μου.
Γύρισα τις γειτονιές όλες, τέρμα περισσού, Λάμπρινή, Αγ Αναστασία, σε όποιες γωνιές, πλατείες και δρομάκια έπαιξα μπάλα, κρύφτηκα και κυνηγήθηκα. Τα σπίτια των θείων και συγγενών κάθισα στα σκαλοπάτια τους...Δεν ήταν πλέον εκεί άλλοι μετακομίσανε, άλλοι φύγανε τόσο νωρίς από κοντά μας...
Πήγα στις 11 τη νύχτα με τον οδηγό της ψυχής μου και έφυγα στις 8 το πρωί...
Καθόμουν με το χέρι σφιγμένο όπως τότε... Περίμενα να ξυπνήσουν όλοι να δω κανένα από τους φίλους και γείτονες μήπως και μπορέσω να τους αναγνωρίσω
Με καμμένο το λαιμό μου από το παράπονο και την νοσταλγία.
Τώρα που γύρω μας αλλάζουν όλα με ορμή, επιστρέφουμε σε αυτά που δεν με έκλεψαν ποτέ. Σε αυτά που μας πρόσφεραν απλόχερα αγάπη, αλληλεγγύη και ελπίδα. Καινούργιες κοινότητες θα χτίσουμε, τα μυαλά και ταλέντα υπάρχουν δεν χρεοκόπησαν δεν είναι υποθηκευμένα. Οι μνήμες μας, το αναγνωστικό της εφηβείας μας. Το μόνο δεν αφήναμε κάτω από τα θρανία