ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ των «New York Times», το 2020 και το 2022, αντίστοιχα, οι κάτοικοι του Όρεγκον και του Κολοράντο ψήφισαν υπέρ της νομιμοποίησης της χρήσης της ψιλοκυβίνης, του ψυχοτρόπου συστατικού που βρίσκεται στα λεγόμενα παραισθησιογόνα μανιτάρια. Ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων αναμένεται να την εγκρίνει μαζί με το MDMA ή «έκσταση» για τη θεραπεία της κατάθλιψης και του PTSD έως το έτος 2024.
Έπειτα από δεκαετίες κατά τις οποίες οι ψυχοδηλωτικές ουσίες στιγματίστηκαν, κρίθηκαν ως εθιστικές, επικίνδυνες και καταστροφικές, το τοπίο δείχνει να αλλάζει, τόσο σε ερευνητικό όσο και (με πολύ βραδύτερους ρυθμούς) σε νομοθετικό επίπεδο. Το ενδιαφέρον των ερευνητών για τις θεραπευτικές ιδιότητες των ψυχοδηλωτικών ουσιών δεν είναι καινούργιο. Περισσότερες από 1.000 σχετικές μελέτες ξεκίνησαν στην Αμερική μεταξύ των μέσων της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1970, αλλά η συσχέτιση των ουσιών αυτών με την κουλτούρα των χίπις οδήγησε στον πρόωρο τερματισμό των μελετών, καθώς οι ουσίες αντιμετωπίστηκαν ως ακόμη ένα στοιχείο της «ελευθεριότητας» και των ανοιχτά αντιπολεμικών και αντικυβερνητικών ιδεών των χίπις, το οποίο έπρεπε να ελεγχθεί.
«Πιστεύω ότι ως ανθρωπότητα υποφέρουμε από το βάρος των ψυχιατρικών ασθενειών, που είναι πλέον πολύ διαδεδομένες σε όλες τις κοινωνίες και που μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Είμαστε λοιπόν έτοιμοι να δοκιμάσουμε μια νέα προσέγγιση και πιστεύω ότι η κοινωνία μας βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματική επιστημονική ανακάλυψη».
Τα τελευταία χρόνια, σε μερικά από τα μεγαλύτερα και πιο έγκριτα πανεπιστήμια του κόσμου, όπως το NYU, το Johns Hopkins, το Imperial College στο Λονδίνο και το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, πραγματοποιούνται κλινικές μελέτες στις οποίες ερευνώνται τα οφέλη από τη χρήση της ψυχοκυλίνης σε άτομα που υποφέρουν από κατάθλιψη, εθισμό ή αντιμετωπίζουν κάποια ανίατη νόσο. Από τα αποτελέσματα των ερευνών της Ιατρικής Σχολής του NYU και αυτής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins προκύπτει ότι η ψιλοκυβίνη καταπολεμά αποτελεσματικά συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης τα οποία βιώνουν ασθενείς σε τελικό στάδιο κάποιας νόσου, με το 70% των συμμετεχόντων στην έρευνα του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης να σημειώνει πως η εμπειρία αυτής της θεραπείας είναι μια από τις 5 πιο επιδραστικές και ουσιαστικές εμπειρίες της ζωής τους.
Με αφορμή το πάνελ «Η περίπτωση των ψυχοδηλωτικών», που θα πραγματοποιηθεί στην Ελευσίνα, στο πλαίσιο του τριήμερου διεθνούς συμποσίου με τίτλο «Πώς θα αλλάξουμε το μυαλό μας, για να αλλάξουμε τον κόσμο», που συνδιοργανώνει το World Human Forum με την Ελευσίνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης από τις 27 έως τις 29 Σεπτεμβρίου, μιλάμε με τρεις προσκεκλημένους, διακεκριμένους ακαδημαϊκούς και ερευνητές, για την επόμενη αυτή σελίδα της ψυχιατρικής επιστήμης.
Στο ερώτημα πού βρισκόμαστε σήμερα όσον αφορά τις ψυχοτρόπες ουσίες, η σύντομη απάντηση και των τριών τους είναι ότι είμαστε ακόμα στην αρχή, αλλά η εικόνα που διαγράφεται για το μέλλον της ψυχικής υγείας φαίνεται ιδιαίτερα ελπιδοφόρα. Όπως μας εξηγεί ο Fred Barrett, επικεφαλής του Johns Hopkins Psychedelic Research Centre, πρωτοπόρος στο πεδίο της έρευνας γύρω από τα ψυχοδηλωτικά, τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις που αφορούν τις θετικές επιδράσεις τους, ενώ οι μελέτες που έχουν στα χέρια τους οι επιστήμονες δημιουργούν αισιοδοξία για την ασφάλεια και τη δυνητική θεραπευτική τους δράση ιδίως σε ασθενείς που βασανίζονται από διαταραχές της διάθεσης και εθισμούς. «Πιστεύω ότι ως ανθρωπότητα υποφέρουμε από το βάρος των ψυχιατρικών ασθενειών, που είναι πλέον πολύ διαδεδομένες σε όλες τις κοινωνίες και που μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Είμαστε λοιπόν έτοιμοι να δοκιμάσουμε μια νέα προσέγγιση και πιστεύω ότι η κοινωνία μας βρίσκεται μπροστά σε μια πραγματική επιστημονική ανακάλυψη», αναφέρει.
«Οι επιστημονικές μας μέθοδοι καθώς και τα δεοντολογικά μας μοντέλα έχουν εξελιχθεί σημαντικά από τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, και είμαστε σε θέση ως επιστημονική κοινότητα να παράγουμε πολύ πιο ασφαλή και αξιόπιστη έρευνα. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά ερωτήματα σχετικά με τις ψυχεδελικές θεραπείες, τα οποία παραμένουν αναπάντητα». Όπως εξηγεί, παρότι υπάρχουν πολλές ελπίδες γύρω από τις θεραπείες αυτές, η επιστήμη δεν έχει ακόμα απαντήσει με σαφήνεια σε θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με το σε ποιους και υπό ποιες συνθήκες είναι ασφαλής η χορήγησή τους.
Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείται στις θεραπείες με ψυχοδηλωτικά;
Ζητώ από τον επίσης προσκεκλημένο ομιλητή, Anthony Bossis, κλινικό ψυχολόγο και επίκουρο καθηγητή Κλινικής Ψυχιατρικής στο NYU School of Medicine, να μας παρουσιάσει βήμα-βήμα τη διαδικασία που ακολουθείται σε μια από τις κλινικές μελέτες του με ψυχοδηλωτικές ουσίες.
«Πρώτο μέλημα είναι η προσεκτική εκτίμηση της ιατρικής και ψυχολογικής κατάστασης των ασθενών. Αφού οι συμμετέχοντες κριθούν ιατρικά και ψυχικά κατάλληλοι για να λάβουν μέρος στο πρόγραμμα, εισέρχονται στην προπαρασκευαστική περίοδο, όπου συναντιούνται με δύο θεραπευτές για να επανεξεταστεί το ιατρικό ιστορικό τους και να αξιολογηθεί η πρόθεσή τους να συμμετάσχουν στη μελέτη. Η συνεδρία διαρκεί μία ολόκληρη ημέρα, με τις επιδράσεις της ουσίας να κρατούν περίπου έξι έως οκτώ ώρες, και πραγματοποιείται σε έναν πολύ άνετο χώρο μέσα στο ιατρικό κέντρο.
Ο ασθενής, ξαπλωμένος σε έναν καναπέ, φοράει συνήθως ακουστικά, τα οποία παίζουν μια συγκεκριμένη μουσική λίστα, καθώς και καλύμματα ματιών για να μπορεί να στρέψει την προσοχή του προς τα μέσα, παρατηρώντας τις διάφορες μικροαλλαγές στη συνείδησή του, και να μην αποσπάται από τυχόν περιβαλλοντικά ερεθίσματα. Οι θεραπευτές είναι παρόντες καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας, αλλά αυτή περιλαμβάνει ελάχιστη ομιλία. Μετά τη συνεδρία ακολουθεί μια περίοδος συμπληρωματικών συναντήσεων σε διάστημα μερικών εβδομάδων για την ασφαλή θεραπευτική ενσωμάτωση της εμπειρίας».
Όπως υπογραμμίζει, η τήρηση αυτών των αυστηρών διαδικασιών διαλογής, προετοιμασίας και αποθεραπείας είναι αναγκαία για την αποφυγή σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών και για την αποτροπή των κινδύνων που ελλοχεύουν κατά τη χρήση αυτών των ουσιών για ψυχαγωγικούς σκοπούς.
Πώς επιδρούν οι ψυχοδηλωτικές ουσίες στο σώμα και το μυαλό μας;
Σε κείμενο του στο «The New Yorker», ο Michael Pollan υποστηρίζει πως οι επιδράσεις της ψιλοκυβίνης μοιάζουν με εκείνες του LSD, αλλά η ψυλοκιβίνη δεν φέρει κανένα από τα πολιτικά και πολιτιστικά σημαίνοντα αυτών των τριών γραμμάτων. Παράλληλα, το LSD είναι πολύ ισχυρότερο, η επίδρασή του διαρκεί περισσότερο, ενώ επίσης θεωρείται πολύ πιο πιθανό να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες. Σύμφωνα με την έρευνα του Fred Barrett, οι ψυχοδηλωτικές ουσίες οδηγούν σε μια μέτρια αλλά ασφαλή αύξηση του καρδιακού ρυθμού και της αρτηριακής πίεσης.
«Οι αυξήσεις του καρδιακού ρυθμού και της αρτηριακής πίεσης σταματούν όταν παρέλθει η επίδραση του φαρμάκου (4-6 ώρες με την ψιλοκυβίνη) και η ψιλοκυβίνη δεν φαίνεται να έχει μόνιμες επιδράσεις στον οργανισμό των συμμετεχόντων. Είναι αλήθεια πως τα ψυχοδηλωτικά μπορεί να οδηγήσουν σε δυσάρεστες ψυχολογικές καταστάσεις. Κατά την περίοδο της οξείας επίδρασης του φαρμάκου, τα άτομα μπορεί να βρεθούν μπροστά σε εμπειρίες που είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που έχουν συνηθίσει να βιώνουν. Αυτές οι επιδράσεις είναι δύσκολο να προβλεφθούν με ακρίβεια, αλλά μπορεί να περιλαμβάνουν σημαντικές αλλαγές στη συναισθηματική τους κατάσταση (από τη χαρά και την έκσταση έως τη θλίψη, την παράνοια και τα συναισθήματα τρόμου). Μερικές φορές περιγράφονται ως κάποιες από τις πιο έντονες εμπειρίες ενός ατόμου, δημιουργώντας την αίσθηση ότι το άτομο χάνει το μυαλό του ή ακόμη και ότι πεθαίνει» λέει ο ερευνητής.
Και συμπληρώνει: «Όμως κατά τη διάρκεια αυτών των εμπειριών οι άνθρωποι μπορούν να βιώσουν υπερβατικές ψυχολογικές καταστάσεις που μπορεί να τους βοηθήσουν να θεραπευτούν, μερικές φορές σχεδόν αμέσως, από την επίμονη κατάθλιψη ή τον εθισμό. Αυτές οι επιδράσεις μπορεί να είναι πολύ έντονες, γι’ αυτό και οι ασθενείς συνοδεύονται από εκπαιδευμένους θεραπευτές πριν, κατά τη διάρκεια και σε εβδομαδιαίες συναντήσεις μετά από αυτές τις εμπειρίες. Για πολλούς, οι δύσκολες ψυχολογικές εμπειρίες αφορούν την αντιμετώπιση του δικού τους προσωπικού τραύματος ή της πηγής της ψυχολογικής δυσφορίας τους. Φυσικά, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι πως αυτή θα είναι μια επίπονη και δύσκολη διαδικασία».
Τι διαφοροποιεί τις ψυχοδηλωτικές ουσίες από τα παραδοσιακά, συνταγογραφούμενα αντικαταθλιπτικά;
Τα τελευταία χρόνια, όπως γράφουν οι «New York Times», έχουν εμφανιστεί στο τοπίο δεκάδες start-up που επιχειρούν να κυριαρχήσουν την αγορά των ψυχοδηλωτικών ουσιών, μια αγορά η οποία παρότι παραμένει ακόμη σε εμβρυακό στάδιο έχει ξεπεράσει σε αξία τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια. Ένα καίριο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο οι ψυχοδηλωτικές ουσίες είναι μια ουσιαστική −αν όχι και καλύτερη− εναλλακτική σε σχέση με τη χορήγηση αντικαταθλιπτικών, ή αν τελικά αυτό για το οποίο μιλάμε είναι μια αλλαγή φρουράς, μια ακόμη μάχη των φαρμακευτικών τιτάνων για τον έλεγχο και την οικονομική εκμετάλλευση της ψυχικής ασθένειας.
Όπως αναφέρει ο Anthony Bossis, του οποίου το ερευνητικό έργο επικεντρώνεται στη χρήση ψυχοδηλωτικών για την ανακούφιση ασθενών σε τελικό στάδιο, παρά τις σημαντικές προόδους που έχουν σημειωθεί στον κλάδο της ανακουφιστικής θεραπείας και της ψυχικής υγείας, τα εργαλεία που έχουν στα χέρια τους οι ειδικοί παραμένουν περιορισμένα, υπογραμμίζοντας έτσι την ουσιαστική ανάγκη που υπάρχει για μια νέα διέξοδο.
Στο ερώτημα κατά πόσο οι συμβατικές ψυχοφαρμακοθεραπείες, όπως η χορήγηση αντικαταθλιπτικών, είναι λιγότερο ευεργετικές για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης, υποστηρίζει ότι, παρότι μπορεί να λειτουργούν σε κάποιους ασθενείς, υπάρχουν ορισμένοι εξ αυτών που μάχονται με ανίατες ασθένειες και πάσχουν από το λεγόμενο «σύνδρομο αποθάρρυνσης», μια κατάσταση ολοκληρωτικής απώλειας νοήματος και βαθιάς υπαρξιακής δυσφορίας και πόνου, η οποία έχει αποδειχθεί σε έρευνες ότι δεν ανταποκρίνεται τόσο καλά στα συμβατικά ψυχιατρικά φάρμακα.
«Επιπλέον, τα αντικαταθλιπτικά, αν και είναι ιδαιτέρως χρήσιμα για πολλούς ανθρώπους, μάχονται αποκλειστικά τα συμπτώματα της κατάθλιψης και γι’ αυτό χρειάζεται να λαμβάνονται καθημερινά. Τα ευρήματα της έρευνάς μας αποδεικνύουν την ικανότητα μίας μόνο δόσης ψιλοκυβίνης, ενταγμένης σε μια σύντομη πορεία προετοιμασίας και ψυχοθεραπείας, να οδηγεί σε πραγματικές μετατοπίσεις στη συνείδηση των συμμετεχόντων. Έναντι μιας προσωρινής αντιμετώπισης μόνο των συμπτωμάτων, το μοντέλο αυτό προσφέρει τη δυνατότητα μιας θεραπευτικής αλλαγής, μέσω της ευκαιρίας να εξερευνηθούν υπαρξιακές και πνευματικές διαστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Η ψυχεδελική θεραπεία δεν στηρίζεται επομένως αποκλειστικά και μόνο στην επίδραση του φαρμάκου, αλλά μάλλον σε γνώσεις και αναμνήσεις οι οποίες αποκτώνται από τη μοναδική φύση αυτών των διαπροσωπικών εμπειριών και που επιτρέπουν τη δυνατότητα ανακάλυψης νέων σχέσεων με έννοιες όπως ο θάνατος, ο εαυτός και η συνείδησή μας».
Πού βρίσκεται η συζήτηση για τις θεραπευτικές ιδιότητες των ψυχοτρόπων ουσιών αυτήν τη στιγμή στη χώρα μας;
Μιλάμε, τέλος, με τη Χριστίνα Δάλλα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρο του Ελληνικού Συμβουλίου για τον Εγκέφαλο. Στο ερώτημα πώς βλέπει τις διεθνείς εξελίξεις γύρω από τη χρήση ψυχεδελικών ουσιών, μας απαντά: «Τις βλέπω πολλά υποσχόμενες. Άλλωστε η θεραπεία με ψυχεδελικές ουσίες έχει ήδη λάβει έγκριση σε ορισμένες χώρες, όπως στην Αυστραλία, αλλά και οι κλινικές μελέτες, οι οποίες διεξάγονται παγκοσμίως, δίνουν πολύ θετικά αποτελέσματα. Η έρευνα που διεξάγεται σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πολύ υψηλού επιπέδου και ήδη υπάρχουν στην Ευρώπη (Ελβετία, Γερμανία, Σουηδία) και στο Ηνωμένο Βασίλειο νέες εταιρείες παραγωγής και μελέτης των ουσιών, αλλά και ερευνητικά-κλινικά κέντρα που υποδέχονται ασθενείς, οι οποίοι φαίνεται ότι ωφελούνται από τη θεραπεία με μόνο 1-2 συνεδρίες χορήγησης της ουσίας. Θεωρώ ότι σύντομα θα έχουμε αυτές τις πολλά υποσχόμενες θεραπείες ως ένα νέο όπλο καταπολέμησης των ψυχικών διαταραχών, οι οποίες ταλαιπωρούν χιλιάδες ασθενείς και προκαλούν μεγάλη επιβάρυνση τόσο σε προσωπικό όσο και σε οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Ειδικά στο πλαίσιο της παρηγορητικής ιατρικής και στην αντιμετώπιση του άγχους ασθενών με άλλες σοβαρές παθήσεις, οι νέες αυτές θεραπείες μπορεί να έχουν μοναδική αξία».
Για το πού βρίσκονται τα πράγματα τώρα στην Ελλάδα, η ίδια επισημαίνει: «Πράγματι, αυτή η συζήτηση γίνεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο και στη χώρα μας, ειδικά στον χώρο των νευροεπιστημών και της ψυχιατρικής, όπου ακολουθούμε αλλά και συμβάλλουμε στις διεθνείς εξελίξεις. Ειδικά το Δίκτυο Νέων Ψυχιάτρων και Επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας συζητάει τη χρήση των ψυχεδελικών ουσιών ως νέα θεραπευτική προσέγγιση ήδη από το 2016. Επίσης, στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ διδάσκουμε εδώ και χρόνια τις ψυχεδελικές ουσίες ως νέα υποσχόμενη θεραπεία για την αντιμετώπιση της μετατραυματικής διαταραχής στρες, της ανθεκτικής στη θεραπεία κατάθλιψης κ.ά. Θεωρώ ότι στη χώρα μας υπάρχει η υποδομή και το ανθρώπινο δυναμικό για να διεξαχθούν κλινικές μελέτες αντίστοιχες με αυτές του εξωτερικού και για την έγκριση αυτών των καινοτόμων θεραπειών. Η έγκρισή τους βέβαια προϋποθέτει τόσο χρηματοδότηση για την αντίστοιχη έρευνα και κλινική εκπαίδευση όσο και νομοθετικές ρυθμίσεις από την πολιτεία και τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων».