Πέθανε η σπουδαία αρχαιολόγος και πρώην πρόεδρος στο Μουσείο Μπενάκη Αιμιλία Γερουλάνου.
Την είδηση του θανάτου της Αιμιλίας Γερουλάνου, έκανε γνωστή με ανάρτησή του ο γιος της Παύλος Γερουλάνος.«Αντίο μανούλα μου γλυκιά» έγραψε και της αφιέρωσε ένα τραγούδι της Βίκυς Μοσχολιού.
«Δεν με νοιάζει να πουν το παραμικρό για μένα. Στο κάτω κάτω, η οικογένειά μου έχει αφήσει σχεδόν όλη της την περιουσία στο ελληνικό κράτος» είχε πει η ίδια σε συνέντευξή της στη LiFO όταν είχε αφηγήθηκε τη ζωή της.
Η ίδια σε εκείνη την αφήγησή της είχε μιλήσει για τη σπουδαία δουλειά της στο Μουσείο Μπενάκη. «To 1985 έγινα υποδιευθύντρια στο Μουσείο Μπενάκη, το 2000 μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και το 2005 πρόεδρος. Στο μουσείο, δυστυχώς, η δουλειά μου είναι πολύ σφιχτή, είναι διαχειριστική - κάτι που δεν ήταν ποτέ πολύ του είδους μου. Αλλά η κατάσταση είναι τέτοια που πρέπει να την αντιμετωπίσουμε και, κυρίως, εν μέσω της κρίσης δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα από το υπουργείο, μάλλον λιγότερα απ' ό,τι περνάμε. Τώρα αυτή είναι μια νέα, μεγάλη αγωνία είχε πει τον Μάϊο του 2011.
Είχε ομολογήσει ότι είχε «μια έλλειψη φόβου. Προέρχεται από την αισιοδοξία μου αυτό. Ο καημένος ο Άγγελος ο Δεληβορριάς λέει «το μεγαλύτερο δώρο του μουσείου είναι η αισιοδοξία της Αιμιλίας». Δεν είναι πεπεισμένος ότι έχω δίκιο, αλλά... Κοιτάξτε, παντού υπάρχουν δυσκολίες, οι συνθήκες είναι αντίξοες, μπορεί να χάσει κανείς το κουράγιο του».
Η Αιμιλία Γερουλάνου είχε παραδεχθεί στη LiFO. ότι είχε υπέροχους ανθρώπους γύρω της. «Ήμουν πάντα τυχερή. Στο Κολέγιο είχα την τύχη να έχω εκπληκτικούς δασκάλους: Γιωτοπούλου, Σισιλιάνου, Μπούμπουρα, Ηλιοπούλου. Ανθρώπους που έκλειναν την επίσημη ύλη και μας μιλούσαν για σημαντικά πράγματα. Έξι μήνες Αναγέννηση μας δίδασκε η Γιωτοπούλου. Μπήκαμε στο νόημα της ιστορίας της τέχνης, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας».
Το βιογραφικό της Αιμιλίας Γερουλάνου
Η Αιμιλία Γερουλάνου γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του Παύλου Καλλιγά, συνεργάτη του Ελευθερίου Βενιζέλου, και της Ειρήνης Μπενάκη. Από την πλευρά του πατέρα της ήταν δισέγγονη του Παύλου Καλλιγά και ανιψιά του Μαρίνου Καλλιγά ενώ από την πλευρά της μητέρας της, ήταν εγγονή του Αντώνη Μπενάκη και δισέγγονη του Εμμανουήλ Μπενάκη.
Η Αιμιλία Γερουλάνου φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών και σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Εργάστηκε δίπλα στον βυζαντινολόγο Μανόλη Χατζηδάκη για την βυζαντινή έκθεση του 1964 στο Ζάππειο και στη συνέχεια στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο είχε ιδρύσει ο παππούς της, Αντώνης.
Εκεί οργάνωσε το πρώτο φωτογραφικό αρχείο στην Ελλάδα και αφού πέρασε από διάφορα πόστα το 2005 έγινε πρόεδρος του Μουσείου Μπενάκη. Η ίδια είχε ασχοληθεί και με τα κοινά και είχε εκλεγεί δημοτική σύμβουλος Αθηνών με την παράταξη του Αντώνη Τρίτση.
Βέρα Αθηναία και ειδικά του κέντρου, όπου και έμεινε σχεδόν σε όλη της η ζωή. Ήταν παντρεμένη με τον Μαρίνο Γερουλάνο και με τον οποίο και είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά.
Μουσείο Μπενάκη για Αιμιλία Γερουλάνου: «Η ζεστή αγκαλιά της θα μας λείψει πολύ»
«Με βαθιά θλίψη και αγάπη, η Διοικητική Επιτροπή και το προσωπικό του Μουσείου Μπενάκη αποχαιρετούν την Αιμιλία Γερουλάνου. Η παρουσία της στο Μουσείο υπήρξε καθοριστική για όλους» αναφέρει η ανακοίνωση του Μουσείου Μπενάκη για τον θάνατο της Αιμιλίας Γερουλάνου.
«Κόρη του Παύλου και της Ειρήνης Καλλιγά και εγγονή του ιδρυτή του Μουσείου, Αντώνη Μπενάκη, αρχαιολόγος η ίδια, αποτέλεσε πάντα μια δυναμική και πρωτοποριακή προσωπικότητα σε όλη της τη ζωή. Συνεργάστηκε αρχικά με τον Μανόλη Χατζηδάκη στη μεγάλη Βυζαντινή έκθεση στο Ζάππειο το 1964 και αργότερα, όταν η χούντα των συνταγματαρχών την απέλυσε από το Βυζαντινό Μουσείο, ξεκίνησε να εργάζεται εθελοντικά στο Μουσείο Μπενάκη. Ήταν πάντα ανοικτή στους ανθρώπους και στις ιδέες τους, πάντα ευαίσθητη και πρόθυμη για κοινωνική προσφορά.
»Είχε την διορατικότητα να ξεκινήσει τη δημιουργία του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου, πρώτου στην Ελλάδα, αρχικά ως μια συλλογή φωτογραφιών από μνημεία και αντικείμενα βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης και αργότερα ως ένα οργανωμένο αρχείο με διευρυμένη θεματική που κάλυπτε την ιστορία και τον πολιτισμό της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας.
»Το 1979 πρωτοστάτησε στη συγκρότηση ενός ακόμα τμήματος του Μουσείου, των Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, του πρώτου τμήματος εκπαίδευσης σε ελληνικό μουσείο. Και τα δύο αυτά πρωτοποριακά βήματα συντέλεσαν στη διαμόρφωση του πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα του Μουσείου Μπενάκη. Καρπός της προσωπικής ενασχόλησής της με το χρυσό κόσμημα ήταν το βιβλίο της «Διάτρητα» (1999).
»Η προσφορά της στο Ίδρυμα συνεχίστηκε από τις θέσεις του μέλους της Διοικητικής Επιτροπής (2000–2005) και της Προέδρου (2005–2018), κατά τη διάρκεια μίας από τις δυσκολότερες συγκυρίες για τους πολιτιστικούς θεσμούς. Η αστείρευτη αισιοδοξία, η ειλικρίνεια, το χιούμορ και πάνω απ' όλα η ακλόνητη πίστη της στους ανθρώπους και στο Μουσείο, αποτέλεσαν την ανεκτίμητη συνεκτική ύλη της δημιουργικής οικογένειας του Μουσείου Μπενάκη. Η ενεργός και μακροχρόνια δράση της όχι μόνο στο Μουσείο Μπενάκη αλλά και στο Σώμα Ελληνικού Οδηγισμού και τον Δήμο Αθηναίων άφησαν βαθύ και θετικό αποτύπωμα στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της Ελλάδας, αποτύπωμα που όλοι όσοι την γνώρισαν και εργάστηκαν μαζί της αναμετρούν με σεβασμό και αγάπη. Η ζεστή αγκαλιά της θα μας λείψει πολύ», καταλήγει η ανακοίνωση.