«Οι λέξεις με επηρεάζουν πολύ περισσότερο από την πολιτική, αλλά μου αρέσουν ιδιαίτερα οι υπαινικτικές, έμμεσες λογοτεχνικές φράσεις και μεταφορές... Θα ήθελα οι λέξεις για τις φωτογραφίες μου να είναι ό,τι οι φωτογραφίες για το κείμενο στο "Nadia" του Αντρέ Μπρετόν. Διαλέγει τις νύξεις και τις αινιγματικές λεπτομέρειες κάποιων μάλλον συνηθισμένων, μη μυστηριωδών στιγμιότυπων και τις επεξεργάζεται σε μια ιστορία. Θα ήθελα οι φωτογραφίες μου να συμπυκνώσουν την εμπειρία». Αυτά έγραφε η Francesca Woodman το 1979, δυο χρόνια πριν αυτοκτονήσει σε ηλικία 22 ετών πηδώντας από το παράθυρο μιας σοφίτας στο East Side της Νέας Υόρκης. Αργότερα ο πατέρας της είπε ότι η αυτοκτονία της σχετιζόταν με μια ανεπιτυχή αίτηση για χρηματοδότηση από το National Endowment for the Arts. Η Woodman υπέφερε από βαθιά κατάθλιψη, ενώ μια αποτυχημένη σχέση και η δουλειά της, στην οποία δεν υπήρχε ικανοποιητική για εκείνη ανταπόκριση, την είχαν φέρει σε απόγνωση.
Είναι τρομερά ειρωνικό ότι σήμερα, περισσότερα από 40 χρόνια μετά τον θάνατό της, το έργο της παρουσιάζεται σε δεκάδες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο και πολλές φορές σε συνομιλία με μεγάλους καλλιτέχνες. Το 2018 η Tate παρουσίασε τις «υπέροχες φωτογραφίες» της, όπως έγραφε το κείμενο του μουσείου, δίπλα στα έργα του Έγκον Σίλε, ενώ η National Portrait Gallery στην έκθεση «Portraits to Dream In», που θα διαρκέσει μέχρι τον Ιούνιο 2024, παρουσιάζει τις φωτογραφίες της σε συνομιλία με αυτές της Julia Margaret Cameron, θεωρώντας ότι ήταν οι δυο γυναίκες με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της φωτογραφίας. Και οι δυο χρησιμοποιούν την ίδια τεχνική, ως μέλη του κινήματος του πικτοριαλισμού σε διαφορετικό αιώνα: εσκεμμένα λάθος εστίαση με θολό περίγραμμα, προκειμένου να αποδώσουν την αίσθηση του ονείρου. Επί σειρά ετών η κατασκευασμένη φωτογραφική εικόνα θεωρήθηκε ως η μιμητική προσέγγιση της φωτογραφίας προς τη ζωγραφική, με αποτέλεσμα να εκτιμηθεί η φωτογραφία ως υποδεέστερη της ζωγραφικής και να μην αντιμετωπιστεί ως ένα νέο μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης. Τώρα τιμάται σε όλα τα μουσεία του κόσμου.
Η Woodman εξερεύνησε το πορτρέτο πέρα από την ικανότητά του να καταγράφει την εμφάνιση – χρησιμοποιώντας τη δημιουργικότητα και τη φαντασία της για να μιλήσει για τις έννοιες της ομορφιάς, του συμβολισμού, της μεταμόρφωσης και της αφήγησης. Αν και έφυγε από τη ζωή πολύ νέα, άφησε πίσω της πάνω από 800 εκτυπώσεις χωρίς τίτλο και θεωρείται από τις πιο καινοτόμους καλλιτέχνιδες της γενιάς της.
«Είμαι στην εικόνα; Μπαίνω ή βγαίνω από αυτή; Θα μπορούσα να είμαι ένα φάντασμα, ένα ζώο ή ένα νεκρό σώμα, όχι μόνο αυτό το κορίτσι που στέκεται στη γωνία;» έγραφε για το έργο της που, επηρεασμένο από τον σουρεαλισμό και την εννοιολογική τέχνη, συχνά παρουσίαζε επαναλαμβανόμενα συμβολικά μοτίβα, όπως πουλιά, καθρέφτες και κρανία.
Η Sophie Calle αναφέρεται συχνά στη Woodman και την τεράστια επιρροή που άσκησε στη δουλειά της, ενώ η Cindy Sherman γράφει: «Είχε περιορισμένα όρια και έκανε τέχνη από το τίποτα: άδεια δωμάτια με ξεφλουδισμένες ταπετσαρίες και μόνο τη φιγούρα της. Χωρίς περίτεχνο σκηνικό στήσιμο ή φώτα... Η διαδικασία της με εντυπωσίασε γιατί έμοιαζε περισσότερο με τον τρόπο που δουλεύει ένας ζωγράφος, ο οποίος αρκείται σε ό,τι έχει μπροστά του, σε αντίθεση με φωτογράφους σαν εμένα που χρειάζονται χρόνο για να σχεδιάσουν τι θα κάνουν».
Η Cindy Sherman αναγνώρισε στις φωτογραφίες της Woodman αυτό που έλεγε η ίδια για τη δουλειά της. «Χρησιμοποιώ το γυμνό εν μέρει με ειρωνική έννοια, όπως συμβαίνει στην κλασική ζωγραφική του γυμνού. Θέλω οι εικόνες μου να έχουν μια ορισμένη διαχρονική, προσωπική αλλά αλληγορική ποιότητα, όπως συμβαίνει π.χ. στους ιστορικούς πίνακες του Ingres, αλλά μου αρέσει η τραχιά πλευρά που δίνει η φωτογραφία σε ένα γυμνό. Μου αρέσει να βλέπω την αμεσότητα μιας φωτογραφίας να παλεύει με τη "διαχρονική εικόνα", όπως συμβαίνει ας πούμε σε μια πικτοριαλιστική φωτογραφία».
Στο έργο της η Woodman εξερευνά τη σεξουαλικότητα και το σώμα της με έναν τρόπο που συγκρίνεται με αυτόν του Γερμανού καλλιτέχνη Hans Bellmer, ο οποίος είχε εμμονή με τις κούκλες. Η ατελείωτη κατασκευή, ανασύνθεση και φωτογραφική παρουσίασή τους ήταν μια προσπάθεια κατασκευής αντικειμένων που θα άρθρωναν τις βασανισμένες επιθυμίες του σε υλική μορφή. Η απόκοσμη αύρα των έργων του, ένα «βραχυκύκλωμα στο καρδιακό σύστημα», όπως έγραψε ο σουρεαλιστής ποιητής Pierre Reverdy, θυμίζει τις εικόνες της από τη σειρά «Polka Dots Series, Providence, Rhode Island» (1976), με τη νεαρή φωτογράφο να κοιτάζει κατάματα έναν άγνωστο εαυτό. Όταν σπούδαζε στο Rhode Island School of Design λάτρευε τους πρωτοπόρους των σουρεαλιστών, τον Man Ray και τη Meret Oppenheim, και τους φωτογράφους μόδας όπως ο Guy Bourdin και η Deborah Turbeville. Αυτή η επιρροή είναι αισθητή στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούσε με ευαισθησία τα ρούχα στα έργα της.
«Είμαι στην εικόνα; Μπαίνω ή βγαίνω από αυτή; Θα μπορούσα να είμαι ένα φάντασμα, ένα ζώο ή ένα νεκρό σώμα, όχι μόνο αυτό το κορίτσι που στέκεται στη γωνία;» έγραφε για το έργο της που, επηρεασμένο από τον σουρεαλισμό και την εννοιολογική τέχνη, συχνά παρουσίαζε επαναλαμβανόμενα συμβολικά μοτίβα, όπως πουλιά, καθρέφτες και κρανία.
Εφάρμοσε μερικά από τα χαρακτηριστικά του σουρεαλισμού όταν δημιούργησε ονειρικά περιβάλλοντα με ενδιαφέροντα και ασυνήθιστα αντικείμενα, και συνδύασε οικεία αντικείμενα σε άγνωστα πλαίσια για να προκαλέσει παράξενα συναισθήματα. Από τον σουρεαλισμό εμπνεύστηκε για να μεταμορφώσει εξαιρετικά περιορισμένα και καθόλου υποσχόμενα περιβάλλοντα σε χώρους φαντασίας και πειραματισμού.
Η Francesca Woodman γεννήθηκε σε οικογένεια καλλιτεχνών. Ο πατέρας της ήταν φωτογράφος και ζωγράφος και η μητέρα της κεραμίστρια. Η ίδια έδειξε ενδιαφέρον για τη φωτογραφία, τράβηξε την πρώτη της αυτοπροσωπογραφία σε ηλικία δεκατριών ετών και συνέχισε να φωτογραφίζει τον εαυτό της μέχρι το τέλος. Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια που ταξίδευε στον κόσμο και περνούσε τα καλοκαίρια της στην ύπαιθρο της Φλωρεντίας, σε ένα παλιό αγρόκτημα, έκανε μία σχολική χρονιά στην Ιταλία και τις γυμνασιακές σπουδές της στο Abbot Academy, ένα ιδιωτικό οικοτροφείο της Μασαχουσέτης. Εκεί άρχισε να αναπτύσσει τις φωτογραφικές της ικανότητες και να ενδιαφέρεται για την τέχνη.
Ξεκινώντας το 1975, παρακολούθησε το Rhode Island School of Design (RISD). Σπούδασε στη Ρώμη μεταξύ 1977 και 1978 σε ένα πρόγραμμα αριστείας RISD και εκεί, καθώς μιλούσε άπταιστα ιταλικά, έγινε φίλη με Ιταλούς διανοούμενους και καλλιτέχνες. Ενώ βρισκόταν στη Ρώμη, δημιούργησε μερικά από τα πιο ποιητικά και προκλητικά έργα της. Επηρεάστηκε από την ιταλική τέχνη, την αρχιτεκτονική και τον πολιτισμό. Η εκλεπτυσμένη κατανόηση της φωτογραφίας και η καλλιτεχνική της ωριμότητα ήταν εμφανείς. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έκανε ατομικές εκθέσεις στην Addison Gallery of American Art το 1976 καθώς και την έκθεση της διατριβής της στην γκαλερί Woods-Gerry, RISD, το 1978.
Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1979 και τα επόμενα δύο χρόνια αποδείχθηκαν προβληματικά για την καριέρα που ήθελε να κάνει ως καλλιτέχνιδα. Δεν υπήρχε ενδιαφέρον για το έργο της. Στη Νέα Υόρκη άρχισε να ενδιαφέρεται για την εμπορική φωτογραφία μόδας, παράγοντας μια σειρά από φωτογραφίες «μόδας» το 1979 και το 1980. Ήταν συνεργάτιδα στην περίφημη αποικία MacDowell στο Νιου Χάμσαϊρ το καλοκαίρι του 1980. Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και συνέχισε να αναπτύσσει μια σειρά έργων μεγάλης κλίμακας τυπωμένων σε αρχιτεκτονικό χαρτί μπλε ή σέπια.
Η τεχνική που χρησιμοποιούσε όταν φωτογράφιζε της επέτρεπε να αποτυπώσει πολλά στάδια της κίνησης με τρόπο που να μπορεί να ανιχνεύσει το μοτίβο του χρόνου. Ως αποτέλεσμα, η εικόνα της είναι θολή, γεγονός που υποδηλώνει κίνηση και επείγουσα ανάγκη.
Σε πολλές από τις εικόνες αυτές εμφανίζεται ως θέμα, μερικές φορές ντυμένη, άλλοτε γυμνή, μεταμφιεσμένη, κρυμμένη ή θολή. Παραμορφώνει το σώμα της μέσα από καθρέφτες, το πιέζει σε γυάλινους πίνακες για να συμπιέσει, να αναδιαμορφώσει και να ισοπεδώσει τη σάρκα της, ώστε τα φυσικά χαρακτηριστικά της να φαίνονται γκροτέσκα και υπερβολικά. Όταν ρωτήθηκε για τον λόγο που πόζαρε στις φωτογραφίες της, απάντησε: «Είναι θέμα ευκολίας, είμαι πάντα διαθέσιμη».
Κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής της η Woodman πήρε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις και έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της εξέθεσε το «Temple Project», ένα εμβληματικό έργο που ανήκει σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, (μέχρι τις 27 Απριλίου εκτίθεται στην Gagosian στο Μανχάταν), ένα μνημειακό κολάζ που αποτελείται από είκοσι εννέα φωτογραφίες τυπωμένες σε χαρτί αρχιτεκτονικού σχεδίου. Λίγο πριν από τον θάνατό της βρισκόταν στο κατώφλι μιας αλλαγής. Νιώθοντας στριμωγμένη από τα συμβολιστικά ταμπλό στα οποία εμφανιζόταν συχνά γυμνή και για τα οποία είχε γίνει γνωστή, προσπάθησε να κάνει την τέχνη της λιγότερο προσωπική και να διευρύνει πολύ την κλίμακά της.
Αντλώντας έμπνευση από τα πλακάκια μπάνιου με ασπρόμαυρα σχέδια στις πολυκατοικίες της Νέας Υόρκης, προσπάθησε να επικαλεστεί το αρχαίο παρελθόν και τη στοχαστική ηρεμία που τη συνέδεε μαζί του με τα πιο αμυδρά ίχνη του στην καθημερινή ζωή. Στο «Blueprint for a Temple» διοχέτευσε τη δική της βαθιά και διά βίου ενασχόληση με την τέχνη της αρχαιότητας. Έβαλε επίσης τις φίλες της να ποζάρουν ως Καρυάτιδες, θολώνοντας τη γραμμή μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, άψυχου και έμψυχου. Σήμερα αυτό το έργο θεωρείται από τα πιο περίπλοκα που παρουσίασε.
Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό της έγινε η πρώτη ατομική της έκθεση στο Wellesley College Museum στη Μασαχουσέτη και αυτή η παρουσίαση ήταν η αφετηρία για το έντονο ενδιαφέρον για το έργο της από μουσεία και γκαλερί που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας. Το 1998, το Fondation Cartier pour l'Art Contemporain οργάνωσε μια έκθεση που περιόδευσε σε όλη την Ευρώπη, ενώ η εκθέση στο ΜοΜΑ και στο Μουσείο Guggenheim («Francesca Woodman: On Being an Angel») παρουσιάστηκε στο Moderna Museet της Στοκχόλμης το 2015 και ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.
Λίγο πριν από τον θάνατό της κυκλοφόρησε το βιβλίο «Some Disordered Interior Geometries» με φωτογραφίες της, που έχει έκταση 24 σελίδων και βασίζεται σε επιλεγμένες σελίδες από ένα ιταλικό τετράδιο ασκήσεων γεωμετρίας στις οποίες η Woodman είχε επισυνάψει 16 φωτογραφίες και είχε προσθέσει χειρόγραφα και λευκό διορθωτικό υγρό. Οι κριτικοί έγραψαν πολλές απόψεις για αυτό το βιβλίο, αποκαλώντας το παράξενο, περίεργο, «ένα τριπλό παιχνίδι που παίζουν το κείμενο και οι εικονογραφήσεις για μια εισαγωγή στον Ευκλείδη με το κείμενο και τα διαγράμματα της ίδιας της Woodman, καθώς και με τη "γεωμετρία" των τυπικών συνθέσεών της», «ποιητικό και χιουμοριστικό, αναλυτικό και στοχαστικό». Πολλά λόγια για μια καλλιτέχνιδα που προσπαθούσε να βρει τη θέση της στον κόσμο της τέχνης με τον πιο απλό καμβά, το σώμα της. Η Francesca Woodman ήταν πολύ νέα, πολύ ταλαντούχα, πολύ απρόβλεπτη και έξω από τα «νερά της εποχής».
Ο φωτογράφος και συγγραφέας George Lange, στον οποίο οφείλουμε μερικές από τις ωραιότερες φωτογραφίες της τραβηγμένες από άλλους, ήταν συμφοιτητής της το 1976 και γράφει:
«Η Francesca έζησε την τέχνη της. Έμοιαζε με την τέχνη της. Είχε το λεξιλόγιο της τέχνης. Η έντασή της ήταν αισθητή. Με τρόμαξε. Δεν είχα συναντήσει ποτέ κανέναν που θα μπορούσε να αποκαλύψει τόσο ξεκάθαρα ένα εκλεπτυσμένο όραμα. Θα μπορούσε επίσης να είναι ένα χάος. Ο τόπος της ήταν χάος. Η τεχνική της φωτογραφίας, λεκιασμένη. Αυτό το χάος είναι η υφή της δουλειάς της. Δεν μπορούσε να ελέγξει τα πάντα, αλλά κατά κάποιον τρόπο με το άγγιγμά της, αυτό το χάος έγινε ποίηση». Ο Lange κράτησε όλες τις φωτογραφίες της σε ένα κουτί. «Ήταν γεμάτο με φωτογραφίες που τραβήξαμε μαζί, εκτυπώσεις που έστελνε με το ταχυδρομείο (με σφραγίδα και γράμματα ακριβώς στο πίσω μέρος), προσκλήσεις που πετούσε κάτω από την πόρτα μου». Της χάρισε το 2019 στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στο Ντένβερ για την έκθεση «Francesca Woodman: Portrait of a Reputation», φέρνοντας στο φως ένα κεφάλαιο της ζωής της που έλειπε.
Η Francesca Woodman στις φωτογραφίες της ποζάρει με την αποστασιοποιημένη ανεμελιά ενός νέου ανθρώπου του οποίου το σώμα δεν έχει αγγίξει η φθορά του χρόνου. Η ίδια ρομαντικοποίησε τη φθορά στο έργο της, το εύθραυστο, την ένταση ανάμεσα στις ονειρικές, θολές φωτογραφίες και στις πιο σκληρές αλήθειες που κρύβονται από κάτω τους. Μπόρεσε και δραματοποίησε τους τρόπους με τους οποίους το ανθρώπινο σώμα, και ιδιαίτερα το γυναικείο σώμα, τοποθετείται και μετατοπίζεται, γιόρτασε τη σεξουαλικότητά της με εκπληκτική διαφάνεια και ταλέντο στο οποίο συνδύασε το καθημερινό με το μυθικό. Η Woodman σήμερα «λατρεύεται» από φεμινίστριες, ιστορικούς τέχνης, καλλιτέχνες. Υπάρχουν οι φωτογραφίες που σφράγισαν τη σύντομη ζωή της για να κάνουμε υποθέσεις, ποιητικούς συνειρμούς και καλλιτεχνικές αναγνώσεις. Η ζωή της διέσχισε σαν κομήτης το σύμπαν, αλλά η κληρονομιά της είναι ένα λαμπρό άστρο.