Είναι η εποχή που όποιος περπατούσε στο Παρίσι και έφτανε στο θρυλικό βιβλιοπωλείο Shakespeare and Company θα έβλεπε τους τοίχους γεμάτους με φωτογραφικά πορτρέτα του Μαν Ρέι και της Μπέρενις Άμποτ.
Ήταν ήδη διάσημοι φωτογράφοι για τη δουλειά τους και τα έργα τους ήταν στο στέκι της αφρόκρεμας των Γάλλων και ξένων διανοούμενων, συγγραφέων και καλλιτεχνών όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και η Γερτρούδη Στάιν, ο Έζρα Πάουντ και ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, η Τζούνα Μπαρνς και ο Τ.Σ. Έλιοτ.
Το 1922, η πρώτη ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Σίλβια Μπιτς ανέθεσε στον Μαν Ρέι -που είχε φτάσει το 1920 στο Παρίσι απογοητευμένος από την αποτυχία της τρίτης έκθεσής του στη Daniel Gallery στη Νέα Υόρκη, «εγκαταλείποντας κάθε ελπίδα να φτάσει κάπου με τη ζωγραφική» και είχε αρχίσει να συμμετέχει στις δραστηριότητες της ομάδας των Ντανταϊστών- να κάνει το πορτρέτο του Τζέιμς Τζόις για να τυπωθεί στο βιβλίο «Οδυσσέας» του Ιρλανδού μυθιστοριογράφου, το οποίο επρόκειτο να εκδώσει.
Ο Μαν Ρέι φωτογράφισε τόσα πολλά πρόσωπα που ήταν σαν ένας Ναντάρ, ο διάσημος φωτογράφος του 19ου αιώνα, συντάσσοντας ένα ασυναγώνιστο φωτογραφικό αρχείο των μεγάλων καλλιτεχνών, συγγραφέων και άλλων διασημοτήτων της εποχής του.
Την ίδια χρονιά, ο Ρέι φωτογράφισε τον Μαρσέλ Προυστ στο νεκροκρέβατό του. Αυτά είναι δυο από τα πιο διάσημα πορτρέτα του που παρουσιάζονται σε μια έκθεση στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια, με τίτλο «Man Ray: The Paris Years Through». Τα πορτρέτα αυτά είναι διάσημα πλέον και πολλές ιστορίες κρύβονται πίσω από τα πρόσωπα που έχουν ποζάρει στον φακό του.
Το 1925 συμμετέχει μαζί με τους Μαξ Ερνστ, Χουάν Μιρό, Πάμπλο Πικάσο και Ζαν Αρπ στην πρώτη υπερρεαλιστική έκθεση που πραγματοποείται στο Παρίσι. Η συνύπαρξη με όλους αυτούς τους τολμηρούς καλλιτέχνες τον καθορίζει και τον καθιερώνει ως μέλος της πιο τολμηρής σκηνής της τέχνης.
Στα πορτρέτα του ο Μαν Ρέι μεταφέρει την πινακοθήκη των διάσημων μια εποχής που στο Παρίσι άνθιζε η τέχνη και η πολιτιστική γοητεία του, το κουτσομπολιό, το σεξ, τα γρήγορα αυτοκίνητα, η μποέμ αίσθηση, τα σκάνδαλα.
Ο Μαν Ρέι φωτογράφισε τόσα πολλά πρόσωπα που ήταν σαν ένας Ναντάρ, ο διάσημος φωτογράφος του 19ου αιώνα, συντάσσοντας ένα ασυναγώνιστο φωτογραφικό αρχείο των μεγάλων καλλιτεχνών, συγγραφέων και άλλων διασημοτήτων της εποχής του. Φωτογράφισε τον Ματίς, τον Ντισάν, τον Μπρανκούζι, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Αντρέ Μπρετόν και τον Άλντους Χάξλεϊ, τον Έρικ Σάτι και τον Ιγκόρ Στραβίνσκι, αλλά και καλλιτέχνιδες που έμειναν για χρόνια στην αφάνεια, τη Ζερμέν Ταϊγφές που ήταν Γαλλίδα συνθέτης και η μόνη γυναίκα μέλος της ομάδας συνθετών του Μονπνπαρνάς –ανάμεσά τους και ο Φρανσίς Πουλένκ– που είναι γνωστή ως Les Six, την Τζάνετ Σκάντερ που ήταν γλύπτρια και σύντροφος της συγγραφέως παιδικών βιβλίων και σουφραζέτας Μάριον Κόθρεν.
Μετά από παραγγελία του Ζαν Κοκτό, φωτογράφισε και την Μπαρμπέτ, το γυναικείο όνομα του καλλιτέχνη Βάντερ Κλάιντ, φωτογραφίες οι οποίες απαθανάτισαν όχι μόνο πτυχές της ερμηνείας του αλλά και τη διαδικασία μεταμόρφωσής του στη γυναικεία του προσωπικότητα.
Η προσέγγιση του Μαν Ρέι είναι αποκαλυπτική και κάνει την έκθεση να αποκαλύπτει πολύ περισσότερα για την εποχή και τον τρόπο που φωτογράφιζε.
Ο Μαν Ρέι, που γεννήθηκε με το όνομα Εμμανουέλ Ράντνιτσκι, ξεκίνησε ως ζωγράφος. Γεννημένος στη Νότια Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, ήταν γιος Ρωσοεβραίων μεταναστών που είχαν μια μικρή επιχείρηση ραπτικής. Έμαθε να χρησιμοποιεί φωτογραφική μηχανή γιατί ήθελε καλές ρεπροντιξιόν των έργων του για καταλόγους και τον Τύπο. Έχοντας κατακτήσει την τεχνική, άρχισε να φωτογραφίζει πρώτα στην Αμερική και μετά στο Παρίσι.
Μαζί με την Άμποτ, που εργάστηκε για μερικά χρόνια ως βοηθός του στο στούντιο, θεωρούνται πλέον ως δύο από τους μεγαλύτερους φωτογράφους του 20ού αιώνα. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν άρχισαν να τραβούν πορτρέτα για τη Σίλβια Μπιτς και μετά για τον κύκλο του ποιητή και σκηνοθέτη Ζαν Κοκτό, κανένας από τους δύο δεν δούλευε αποκλειστικά με φωτογραφικές μηχανές. Η Άμποτ ήταν αρχικά γλύπτρια. Ένα πορτρέτο που έφτιαξε ο Μαν Ρέι, με τίτλο «Πορτρέτο ενός γλύπτη», κέρδισε ένα βραβείο 10 δολαρίων στη Φιλαδέλφεια το 1921.
Το ζευγάρι συναντήθηκε αργότερα εκείνη τη χρονιά στο Παρίσι. Δεδομένου ότι η Σύλβια Μπιτς και ο Κοκτό ήταν δύο από τους ανθρώπους που είχαν τις καλύτερες σχέσεις στην πόλη, η επιχείρηση πορτρέτων του Μαν Ρέι άκμασε και μέχρι το 1922 είχε ένα ευρύχωρο στούντιο στο Μονπαρνάς. Τα επόμενα 13 χρόνια, ένα πραγματικό πάνθεον πολιτιστικών προσωπικοτήτων του 20ού αιώνα παρέλασε μέσα σε αυτό.
Ο Ρέι γνώριζε, θαύμαζε και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ερωτεύτηκε πολλές ενδιαφέρουσες γυναίκες. Φωτογράφισε την Κικί ντε Μονπαρνάς και τη Γερτρούδη Στάιν, διάσημες προσωπικότητες εκείνης της περιόδου, τη Ρούμπι Ρίτσαρντς, καλλιτέχνιδα από τη Δυτική Ινδία, και την Έλσι Χιούστον, μια Βραζιλιάνα τραγουδίστρια.
Η Ρούμπι Ρίτσαρντς ξεκίνησε την καριέρα της ως κοριτσάκι χορωδίας στο Cotton Club του Χάρλεμ και μετακόμισε στο Παρίσι το 1938, παίζοντας, σύμφωνα με την παράδοση που είχε δημιουργήσει η Ζοζεφίν Μπέικερ, σε χώρους όπως το Folies Bergère. Ο Μαν Ρέι προφανώς ενθουσιάστηκε από αυτήν: οι φωτογραφίες του περιλαμβάνουν διπλά πορτρέτα της, που θυμίζουν τα κυβιστικά πορτρέτα του Πικάσο, στα οποία η όψη του προφίλ της επικαλύπτεται με μια μετωπική όψη.
Η Έλσι Χιούστον τραγουδούσε βραζιλιάνικα λαϊκά τραγούδια υπό το φως των κεριών στο Παρίσι. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1939, όπου έπαιζε σαν δαιμονισμένη μουρμουρίζοντας ξόρκια «βουντού» και παίζοντας ντραμς. Πέθανε στο σπίτι της το 1943, με ένα άδειο φιαλίδιο με υπνωτικά χάπια δίπλα στο κρεβάτι της. Στη φωτογραφία του Μαν Ρέι, το χαμόγελό της είναι απαλό. Το κεφάλι της γέρνει σε ευθεία με το λεπτό χέρι της. Οι δροσερές, καθαρές αντιθέσεις του λευκού τουρμπάν που φορά και των σκούρων ρούχων της κάνουν το πορτρέτο ένα από τα καλύτερα του Μαν Ρέι.
Ως σύμμαχος των σουρεαλιστών ο Μαν Ρέι έμαθε τόσο από άλλους φωτογράφους όσο και από ζωγράφους όπως ο Ρέμπραντ, ο Βερμέερ και ο Χανς Χόλμπαϊν τη χρήση του φωτός και της σκιάς, την αμεσότητα με το έντονο φως στο πρόσωπο και το μινιμαλιστικό φόντο.
Το πορτρέτο της Λι Μίλερ του 1929, ένα από τα πιο συναρπαστικά φωτογραφικά πορτρέτα που τραβήχτηκαν ποτέ, ένα παράδειγμα συμμετρίας της σύνθεσης. Η ίδια είναι σπουδαία φωτογράφος, ερωμένη του αλλά και εξαιρετικό μοντέλο με σπάνια ομορφιά, και στο πορτρέτο αυτό λάμπει το αψεγάδιαστο δέρμα της ενώ κοιτάζει κατάματα τον φακό.
Όταν πια ο φασισμός διέλυσε τον σουρεαλισμό, και μετά το Ολοκαύτωμα, η ενασχόληση με το ασυνείδητο δεν φαινόταν πλέον ανεκτή. Η Λι Μίλερ, η γοητευτική γυναίκα αυτού του πορτρέτου, φωτογραφήθηκε στο ιδιωτικό διαμέρισμα του Χίτλερ στο Μόναχο την ημέρα που ανακοινώθηκε ο θάνατός του, γυμνή στην μπανιέρα του. Έφτασε εκεί ως πολεμική φωτογράφος με τα συμμαχικά στρατεύματα. Δίπλα της, σε μια άκρη της φωτογραφίας, είναι οι λασπωμένες από το Νταχάου μπότες της.
Η ζήλια του Μαν Ρέι είχε διώξει τη Μίλερ στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Νωρίτερα είχαν επινοήσει μαζί τη μέθοδο που καλείται solarization και ουσιαστικά αποτελεί το φαινόμενο Sabatier στη διαδικασία της φωτογραφικής εκτύπωσης.
Αργότερα σχτίστηκε με την Άντι Φιντελέν, μια χορεύτρια από τη Γουαδελούπη που είχε μετακομίσει στο Παρίσι αφού επέζησε από έναν καταστροφικό τυφώνα το 1928. Η φωτογραφία της Φιντελέν στο «Harper's Bazaar» το 1937 ήταν η πρώτη φωτογραφία μαύρου μοντέλου που εμφανίστηκε σε σημαντικό αμερικανικό περιοδικό μόδας. Μέχρι τότε ο διαβόητος εκδότης του «Bazaar» Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ απαγόρευε τις φωτογραφίες μαύρων ανθρώπων και θέματα που αφορούσαν τους μαύρους -μια συνηθισμένη κατάσταση εκείνη την εποχή στην Αμερική.
Όμως η Καρμέλ Σνόου, αρχισυντάκτρια του περιοδικού, τόλμησε να αμφισβητήσει τον Χιρστ για αυτό το φυλετικό ζήτημα. Την ίδια χρονιά, παρήγγειλε φωτογραφίες της μαύρης τραγουδίστριας της όπερας Μάριαν Άντερσον και αμέσως μετά δημοσίευσε μια από τις φωτογραφίες του Μαν Ρέι με τη Φιντελέν ως μοντέλο στο τεύχος του Σεπτεμβρίου 1937.
Ο Γάλλος μόδιστρος Πολ Πουαρέ ήταν αυτός που ενθάρρυνε τον Μαν Ρέι να εργαστεί ως φωτογράφος μόδας, καθώς τα περιοδικά «Vogue», «Femina» και «Vanity Fair» αφιέρωναν ολοένα και περισσότερο χώρο στη φωτογραφία. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε εμπειρία, με λίγη εξάσκηση ο Μαν Ρέι κατέκτησε γρήγορα την τεχνική, δίνιντας ένα «καλλιτεχνικό κύρος» στις εικόνες του που τις έκανε τόσο πρωτότυπες.
Οι αναθέσεις πολλαπλασιάστηκαν σύντομα και το 1933 έγινε φωτογράφος στο αμερικανικό περιοδικό «Harper’s Bazaar». Αντισυμβατικές συνθέσεις με κίνηση, παιχνίδια σκιάς και φωτός, εφέ με το φως και τον χρωματισμό ήταν μόνο μερικές από τις καινοτομίες που αποκάλυψαν το ταλέντο του.
Η χρήση αυτών των τεχνικών υπογραμμίζει τη σχέση μεταξύ του έργου του ως φωτογράφου και της κατακλυσμιαίας αλλαγής στην εικόνα της μόδας κατά τη δεκαετία του 1930. Η γυναικεία σιλουέτα άλλαξε και η μόδα έγινε μαζικό φαινόμενο, μία αλλαγή που ταίριαζε απόλυτα στις εικόνες του Μαν Ρέι.
Τα διπλά πορτρέτα του Ρέι είναι από τα πιο γοητευτικά της δουλειάς του. Σε ένα από αυτά συμμετέχουν η Νους Ελιάρ, ηθοποιός, ακροβάτισσα και βοηθός υπνωτιστή που παντρεύτηκε τον σουρεαλιστή ποιητή Πολ Ελιάρ. Ποζάρει με την ανοιχτά αμφιφυλόφιλη ηθοποιό, τραγουδίστρια, σουρεαλίστρια και μοντέλο Σόνια Μοσέ.
Τραβηγμένη το 1937, η φωτογραφία θυμίζει την κορυφαία σκηνή στην «Persona» του Ίγκμαρ Μπέργκμαν, όπου το πρόσωπο της Μπίμπι Άντερσον αρχίζει να συγχωνεύεται με αυτό της Λιβ Ούλμαν. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί σε μια εποχή που μάχονται οι αντίθετες δυνάμεις της προσωπικής απελευθέρωσης και της μοχθηρής καταστολής. Το αποτέλεσμα είναι μια φωτογραφία που δεν αντέχεις εύκολα να κοιτάξεις.
Η Μοσέ, ένα πλάσμα ελεύθερο, είχε μια ρομαντική σχέση με τον Γάλλο δραματουργό Αντονέν Αρτό. Ο «πατέρας» του θεάτρου της σκληρότητας είχε προσπαθήσει να διακόψει τη σχέση τους το 1939 «μέσω χειρόγραφης καταδίκης», μιας επιστολής στην οποία έγραφε κατάρες. Αλλά ο πόλεμος είχε ξεσπάσει και η Μοσέ δεν πήρε ποτέ αυτή την επιστολή. Καταγγέλθηκαν με την αδερφή της ως Εβραίες και η Γκεστάπο τις μετέφερε αρχικά στο Ντρανσί, στα περίχωρα του Παρισιού, και μετά στο στρατόπεδο εξόντωσης Σομπιμπόρ στην κατεχόμενη Πολωνία, όπου η Σόνια Μοσέ δολοφονήθηκε σε θάλαμο αερίων.
O Μαν Ρέι διέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες και έζησε στην Καλιφόρνια. Επέστρεψε στο Παρίσι το 1951 και έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πέθανε το 1971 στο Παρίσι. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τις 21 Φεβρουαρίου του 2022.