Απαραίτητες συστάσεις.
Δεν έχω υπάρξει ποτέ πολιτικοποιημένο (με την παρεξηγημένη έννοια), και φυσικά, κατ' επέκταση, κομματικοποιημένο άτομο. Δεν έχω συμμετάσχει ποτέ σε οποιαδήποτε Νεολαία. Δεν έχω παρευρεθεί ποτέ σε κανενός είδους συγκεντρώσεις και ομιλίες «αρχηγών», «ομάδων», «νεολαιών» και άλλων αντίστοιχων καταστάσεων. Δεν έχω κρατήσει ποτέ σημαία κόμματος στα χέρια μου. Δεν ζήτησα ποτέ την παραμικρή χάρη από οποιονδήποτε πολιτικό. Δεν έχω επισκεφτεί ποτέ στη ζωή μου πολιτικά γραφεία.
Για μένα πάντα η έννοια της δημοκρατίας ήταν κάτι πολύ απλό στο μυαλό μου: είχε πάντα το χρώμα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας του λόγου, των δικαιωμάτων, αλλά και των υποχρεώσεων, το χρώμα της αλληλεγγύης, της αλληλοϋποστήριξης, της σύμπνοιας, της ελευθερίας των επιλογών, της αληθινής εκπαίδευσης, του πρωταρχικού μελήματος της υγείας και της ζωής των συνανθρώπων μου, της αξιοπρέπειας, της αξιοκρατίας. Δεν είχε χρώμα ούτε πράσινο, ούτε γαλάζιο, ούτε κόκκινο, ούτε κάποιο άλλο.
Ζω στην Ελλάδα. Από επιλογή. Και θα συνεχίσω να ζω εδώ. Από επιλογή. Τις επιλογές άλλωστε τις φτιάχνουμε. Δεν έρχονται ουρανοκατέβατες.
Για πολλούς, αυτή η χώρα είναι το κέντρο της διαφθοράς. Της παρανομίας. Της ψευτιάς. Της παγαποντιάς. Ίσως αυτοί που το πιστεύουν με τόση θέρμη, να είναι και αυτοί που έχουν την πιο καθαρή εικόνα, γιατί πολύ απλά, είναι και οι ίδιοι κομμάτι της.
Δεν έχω υπάρξει ποτέ φανατική «πατριώτισσα» και οτιδήποτε σοβινιστικό και εθνικιστικό, μου φέρνει ναυτία.
Είμαι από τους ανθρώπους που ζηλεύω τα προτερήματα πολλών ξένων λαών και που θα έκανα πολλά, προκειμένου να τα υιοθετούσαμε και εμείς, ως Έλληνες.
Ταυτόχρονα, πολλές φορές έχω θυμώσει με το λαό μου, για την ικανότητά του να ξεχνά, να υποτιμά, να ξεγλιστρά, να είναι αναιδής, να κερδίζει εις βάρος των υπολοίπων, να παρακούει, να συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένα 8χρονο παιδί ή σαν επαναστατημένος αιώνιος έφηβος.
Τα τελευταία χρόνια, η χώρα μου ζει μία από τις πολλές, είναι αλήθεια, δύσκολες στιγμές της. Οι πολίτες της, δηλαδή εμείς που την κατοικούμε, και κυρίως οι νεώτεροι, (άρα και άπειροι σε τέτοιες καταστάσεις) βιώνουν μια πλήρη ισοπέδωση. Παντού. Και σε όλους τους τομείς. Μια πλήρη απαξίωση. Σε επίπεδο εργασιακό, σε επίπεδο διαβίωσης, σε επίπεδο ακόμη και διαπροσωπικών σχέσεων. Δικαιώματα απολύτως βασικά και αυτονόητα, αμφισβητήθηκαν και σχεδόν καταργήθηκαν. Ξαφνικά το να ζεις με 300 ευρώ, για πολλούς συνανθρώπους μου έγινε το καλύτερο σενάριο· το χειρότερο, να μείνουν άνεργοι. Το να σε πετάει ο εργοδότης σου από τη μια μέρα στην άλλη στο δρόμο (κυριολεκτικά) επειδή «κοστίζεις», και στη θέση σου να «αγοράζει παιδάκια με 200 ευρώ να του κάνουν τη δουλειά», ξαφνικά έγινε στα χείλη πολλών «η τιμωρία τού να είσαι Έλληνας». «Αυτό σου αξίζει».
Μου αξίζει τί; Να ζω στα όρια της εξαθλίωσης; Να εξαρτώμαι καθημερινά από το αν ο εκάστοτε επιχειρηματίας αποφασίσει ότι προκειμένου να εξακολουθεί να υπάρχει στην αγορά, θα καταστρατηγήσει όλα τα εργασιακά δικαιώματα; Μου αξίζει τί; Να ανέχομαι το δάκτυλο της τιμωρίας και των απειλών από τους «εταίρους» που με ειλικρινή και ανθρωπιστικά κριτήρια σπεύδουν να με σώσουν; Μου αξίζει τί; Να έχω πολιτικούς που με πλήρη πρόθεση και πλήρη επίγνωση, γνωρίζουν μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, την δρομολογημένη και χωρίς επιστροφή καταστροφή της χώρας μου; Και όλα αυτά μου ζητά να τα δεχτώ ποιος? Ποιος είναι ο «επίγειος θεός» που καθορίζει και ορίζει σε ποιόν αξίζει η εξαθλίωση και σε ποιόν η πολυτέλεια? Σε ποιόν η απαξίωση και σε ποιόν η αξιοκρατία?
Στις τελευταίες εκλογές λοιπόν, συνέβη κάτι, που για τα δικά μου δεδομένα και κριτήρια, ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Θετική. Είδα τα δύο παραδοσιακά κόμματα να κατακρημνίζονται. Κατάλαβα ότι άνθρωποι που ψήφιζαν πάντα με κριτήρια προσωπικής συμφεροντολογικής αξίας ή ακόμα και «οικογενειακής παράδοσης» (δηλαδή κριτήρια κάθε άλλο παρά πολιτικά), ψήφισαν το μη αναμενόμενο. Είμαι σίγουρη ότι ανάμεσα σε όλους αυτούς είναι και οι «δυσαρεστημένοι» από την παράταξή τους.
Ακούω και διαβάζω για «ψήφο οργής». Από πότε το νιώθει κάποιος που έχει υποστεί βιασμό και κακομεταχείριση, δεν δικαιούται να είναι οργισμένος; Από πότε ο θυμός, το «όχι» στην περαιτέρω κακοποίηση είναι επιλήψιμος και μειώνει τη σοβαρότητα της ψήφου; Ναι, καταλαβαίνω την έκπληξη και τον φόβο όλων αυτών που το υπερασπίζονται αυτό· γιατί το να ξυπνά ένας λαός ξαφνικά από τον λήθαργο, και εκεί που για δεκάδες χρόνια ψήφιζε σαν ναρκωμένος και χωρίς ίχνος προσωπικής αφύπνισης και εγρήγορσης, τώρα να ψηφίζει συνειδητά, είναι τρομακτικό.
Το να μη θέλω να συνεχίζω να είμαι τόσο βαθιά χωμένη σε αυτόν το κυκεώνα που κανείς μα κανείς δεν έχει την ειλικρίνεια να παραδεχτεί ότι δεν θα τελειώσει, ή όταν τελειώσει, οι απώλειες θα είναι απερίγραπτες, ναι, με κάνει ξαφνικά «εχθρό του καλού» της χώρας μου.
Κανονικά, ως υπεύθυνος και σοβαρός πολίτης, θα έπρεπε να σκεφτώ· «ας απολύονται καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι, δεν πειράζει, είναι για το καλό της χώρας μου, άρα και το δικό μου· ας τινάζονται στον αέρα καθημερινά σπίτια με άνεργους γονείς, δεν πειράζει· ας βλέπω παντού ανθρώπους να τρώνε από τα σκουπίδια· ας καταργούνται καθημερινά όλα τα εργασιακά δικαιώματα και ας εξευτελίζομαι· ας αφήσω τους «εταίρους» να κουμαντάρουν αυτοί τα εδάφη, τα νησιά, τις θάλασσες, τον αέρα που αναπνέω· ας ξεχάσω τι σημαίνει αξιοπρέπεια».
Όλα αυτά για το καλό μας.
Μετά από μεγάλη εσωτερική πάλη, λοιπόν, και βαθύ προβληματισμό αποφάσισα. Όχι, δεν είμαι «υπεύθυνος και σοβαρός» πολίτης. Είμαι από αυτούς που σκέφτονται ανώριμα. Που θέλουν τη χώρα να αρχίσει να αναπνέει, γιατί ο αέρας έχει τελειώσει τα τελευταία χρόνια. Είμαι από εκείνους, τους... ξέρεις... τους «αντιμνημονιακούς». Ναι, αυτή είναι η νέα ορολογία που θα καταγράψει η ιστορία δίπλα στους ...«αντιστασιακούς», στους «κομμουνιστες» και όλα αυτά, και η οποία θα συνοδεύεται από ένα ελαφρύ μειδίαμα (στην καλύτερη περίπτωση) ή ένα βλέμμα τρόμου (στη χειρότερη). Το να αγαπάς την πατρίδα σου, δεν αποδεικνύεται με λόγια. Ούτε με φαμφάρες και συναισθηματισμούς. Η εποχή δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τέτοια. Είναι δύσκολη για όλους. Με μια διαφορά: υπάρχουν αυτοί που κουνάνε το δάκτυλο σαν δάσκαλοι, και ξέρουν τα πάντα και έχουν απαντήσεις για τα πάντα, αλλά μιλάνε ρισκάροντας από τίποτα μέχρι το ελάχιστο. Εκφράζουν πρόστυχες απόψεις για τους συνανθρώπους τους, υποτιμάνε τα πάντα, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν λύση για τίποτα.
Είναι και οι άλλοι. Που δεν ξέρουν ποιο είναι το σωστό. Που δεν έχουν απαντήσεις σε όλα. Που αμφιταλαντεύονται. Και το μόνο που κάνουν είναι να δίνουν μικρές καθημερινές μάχες, ελπίζοντας ότι έτσι μπορεί να κερδηθεί ο πόλεμος.
Οι πρώτοι αισθάνονται ακόμη και ντροπή που είναι Έλληνες. Αναρωτιέμαι: γιατί δεν φεύγουν?
Και επίσης, όλοι οι εκείνοι που έχουν επιλέξει να απέχουν από όλο αυτό, συνειδητά, αλλά που έχουν (κυρίως) άποψη αλλά και λύσεις, γιατί δεν έρχονται?
Πάντα πίστευα ότι είναι προτιμότερο να μένουν λιγότεροι και αποφασισμένοι για τα δύσκολα και τα δυσάρεστα και τα άγνωστα, παρά πολλοί και υπερόπτες και ξιπασμένοι. Ουκ εν τω πολλώ το ευ. Γνωστά πράγματα εδώ και αιώνες. Αν η Ιστορία έχει αποφασίσει ότι το ελληνικό κράτος και έθνος θα πρέπει να τιμωρηθεί μέχρι θανάτου για όλα τα αδικήματα και τα λάθη, θα φανεί στην πορεία. Επειδή όμως η Ιστορία γράφεται ενόσω τη ζούμε, εγώ προσωπικά δεν θα έπαιρνα ποτέ την ευθύνη να το δεχτώ και να παραδοθώ άνευ όρων. Ή τουλάχιστον, αμαχητί. Δεν πιστεύω σε σωτήρες. Δεν το έκανα ποτέ για αυτό και δεν απογοητεύτηκα ποτέ. Μπορώ να καταλάβω πόσο σκληρό είναι να έχεις πιστέψει με όλο σου το είναι σε ανθρώπους-σωτήρες και να αποδεικνύονται καταστροφείς. Δεν περιμένω από κανένα Τσίπρα ή οποιονδήποτε άλλο να με σώσει. Αλλά, μετά από τόσες ορδές σωτήρων που έχουν περάσει από αυτή τη χώρα, ας αφήσουμε και χώρο για κανέναν καινούργιο..
Είμαι από αυτούς που θέλω την τελική απόφαση και την τελική ευθύνη για την καταστροφή της χώρας ή το σώσιμο της, να ανήκει σε εμένα. Αποκλειστικά. Βέβαια, υπάρχει και το ενδεχόμενο ακόμα και αυτό να αντίκειται στα «σωστά και σοβαρά» ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Μπορεί να αρχίσει να αμφισβητείται και η ίδια η ύπαρξή μου σε λίγο διάστημα, σε αυτή τη χώρα.
Επειδή εγώ εδώ θα συνεχίζω να ζω, θέλω (και θα) έχω μερίδιο ευθύνης· ευθύνης αρνητικής (αν συμβεί το πρώτο, η καταστροφή) ή ευθύνης θετικής (αν συμβεί το δεύτερο, η λύτρωση).
Η άγνοια μερικές φορές σκοτώνει. Και η απειρία. Η πρόθεση όμως, σκοτώνει πάντα. Καιρός να δοκιμάσουμε και κάτι διαφορετικό. Όπως κάναμε πάντα, πριν γίνουμε «αυτή η ελεεινή κακόμοιρη τρισάθλια τριτοκοσμική χώρα με τους ανάξιους και ηλίθιους πολίτες». Έχω εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη δύναμη. Πάντα την είχα. Τώρα ακόμα περισσότερο, όμως.
σχόλια