Το βακτήριο E coli ευθύνεται για τον θάνατο ενός ηλικιωμένου στο Κολοράντο και τη δηλητηρίαση 49 ανθρώπων (οι δέκα από τους οποίους χρειάστηκε να νοσηλευτούν σε νοσοκομείο) που έφαγαν ένα συγκεκριμένο μπέργκερ από τα McDonald’s.
Σύμφωνα με τα Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (CDC), τον κυριότερο αμερικανικό οργανισμό δημόσιας υγείας, μολύνθηκαν από το βακτήριο Escherichia coli τρώγοντας σε εστιατόρια της αλυσίδας. Στην πλειονότητά τους, οι άνθρωποι που μολύνθηκαν βρίσκονται στις πολιτείες Κολοράντο και Νεμπράσκα, όμως το πρόβλημα αφορά συνολικά δέκα πολιτείες των δυτικών ΗΠΑ, υπογράμμισαν σε δελτίο Τύπου τα Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (CDC), ο κυριότερος αμερικανικός οργανισμός δημόσιας υγείας.
«Όλα τα πρόσωπα που ερωτήθηκαν είπαν πως έφαγαν σε McDonald’s προτού αρρωστήσουν, κι οι περισσότεροι από αυτούς ανέφεραν πως έφαγαν (συγκεκριμένο) χάμπουργκερ» γνωστό με την ονομασία «Quarter Pounder» στις ΗΠΑ. Αυτό το τελευταίο ενδέχεται να αποσυρθεί και να είναι «προσωρινά μη διαθέσιμο» σε κάποιες πολιτείες, πρόσθεσαν τα CDC. Το συγκεκριμένο συστατικό που προκάλεσε τις μολύνσεις από το εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο δεν έχει εντοπιστεί ακόμη, ωστόσο ενδέχεται να είναι είτε ο κιμάς βοδινού, ή τα κρεμμύδια. Και τα δύο υλικά αυτά αποσύρθηκαν από τα McDonald’s στις πολιτείες όπου αναφέρθηκαν μολύνσεις για να ερευνηθεί το θέμα, πάντα σύμφωνα με τη δημόσια υπηρεσία.
E coli: Τα τρόφιμα που κρύβεται το βακτήριο
Σύμφωνα με στοιχεία από το UC Davis Health, το βακτήριο μπορεί να εντοπιστεί σε:
- βοδινό,
- χοιρινό,
- κοτόπουλο,
- κατεψυγμένα,
- κονσερβοποιημένα ή άλλα προσυσκευασμένα τρόφιμα,
- λαχανικά και φρούτα.
E coli: Τα συμπτώματα και η αντιμετώπισή του
Tο κολοβακτηρίδιο (Escherichia coli) είναι ένα Gram (-) ραβδόμορφο βακτήριο που ανήκει στην οικογένεια των Εντεροβακτηριοειδών, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ. Τα συμπτώματα της λοίμωξης από εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο ποικίλουν ανάλογα με το άτομο που νοσεί και συνήθως περιλαμβάνουν κοιλιακές κράμπες, απότομη έναρξη υδαρούς διάρροιας (συχνά αιμορραγικής) και εμέτους. Κάποιες φορές, η διάρροια είναι μη αιμορραγική ή δεν υπάρχουν καθόλου συμπτώματα. Εάν εμφανιστεί πυρετός, συνήθως δεν είναι πολύ υψηλός (μπορεί να φτάσει μέχρι και τους 38,5°C).
Περίπου 5-10% των ατόμων που διαγιγνώσκονται με λοίμωξη από εντεροαιμορραγικό κολοβακτηρίδιο (κυρίως τα παιδιά κάτω των 5 ετών και οι ηλικιωμένοι) αναπτύσσουν μια επιπλοκή, που είναι γνωστή ως ουραιμικό αιμολυτικό σύνδρομο (hemolytic uremic syndrome, HUS). Κάποια από τα συμπτώματα που υποδεικνύουν ότι κάποιος αναπτύσσει το σύνδρομο είναι η μειωμένη ούρηση, η κόπωση και η ωχρή όψη του προσώπου. Τα άτομα που πάσχουν από το σύνδρομο πρέπει να εισάγονται για νοσηλεία γιατί κινδυνεύουν να αναπτύξουν νεφρική ανεπάρκεια και άλλα σημαντικά προβλήματα. Τα περισσότερα άτομα που εμφανίζουν το σύνδρομο αναρρώνουν μέσα σε λίγες εβδομάδες, παρόλα αυτά δεν αποκλείεται ο κίνδυνος για κάποιους να υποστούν μόνιμες βλάβες ή και να πεθάνουν.
Το βακτήριο μπορεί να μεταδοθεί:
- με κατανάλωση μολυσμένου τροφίμου ή νερού. Συνήθως το μολυσμένο τρόφιμο είναι ωμό ή ατελώς μαγειρεμένο κρέας, φρούτα ή λαχανικά και διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως μη παστεριωμένο φρέσκο γάλα, μαλακά τυριά και γιαούρτι. Ένα τρόφιμο είναι δυνατόν να έχει μολυνθεί κατά την προετοιμασία του προς κατανάλωση από μολυσμένο άτομο που δεν έπλυνε καλά τα χέρια του μετά τη χρήση τουαλέτας.
- μέσω της επαφής με βοοειδή ή τα περιττώματα τους. Τα βοοειδή, αλλά και άλλα ζώα όπως τα πτηνά και οι χοίροι, μπορεί να φέρουν το βακτήριο χωρίς να νοσούν.
- μέσω της κατάποσης μολυσμένου νερού από θάλασσες, λίμνες, πισίνες κλπ. Δυνητικά μολυσμένες θεωρούνται και επιφάνειες σε μέρη όπου φυλάσσονται ζώα, όπως οι ζωολογικοί κήποι.
- από άνθρωπο σε άνθρωπο, η μετάδοση γίνεται μέσω της άμεσης επαφής με τα κόπρανα μολυσμένου ατόμου. Χώροι όπου ο κίνδυνος θεωρείται ιδιαίτερα αυξημένος είναι οι παιδικοί σταθμοί και οι οίκοι ευγηρίας.
Σημειώνεται πως δεν υπάρχει κάποια ειδική θεραπεία. Συστήνεται η κατανάλωση πολλών υγρών για την αντιμετώπιση της αφυδάτωσης που προκαλείται από τη διάρροια και τους εμέτους. Η θεραπεία με αντιβιοτικά, αλλά και η λήψη αντιδιαρροϊκών φαρμάκων δεν συστήνεται, γιατί η λήψη τους μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών.