ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Στιγμές (Σαλαμίνα-Αργυρούπολη)

Στιγμές (Σαλαμίνα-Αργυρούπολη) Facebook Twitter
1

10:30 Στο Ferry boat. Δέκα λεπτά. Να ηρεμήσεις. Να κοιτάξεις τον ουρανό. Να μυρίσεις την θάλασσα. Να παίξεις με τους γλάρους. Να αφήσεις το κεφάλι σου να πέσει πίσω και να δεις, να νιώσεις, να γευθείς τις σταγόνες της βροχής. Με ταρακούνησε ο μεταλλικός θόρυβος της βαριάς σιδερένιας μπουκαπόρτας. Πετάγομαι. Γρήγορα. Να πάρω την τσάντα μου, να σβήσω το τσιγάρο μου, να τρέξω να προλάβω το λεωφορείο. Μην φύγει...Αν φύγει;... Κι αν φύγει; Τρέχω...γιατί τρέχω...ωραία δεν ήταν πριν; Κράτα το συναίσθημα. Συνέχισε έτσι...


Σαν να μην ακούω τα πάντα πλέον. Ένα ωραίο φίλτρο μπήκε ανάμεσα στο τύμπανο του αυτιού μου και τις υγρές αυλακώσεις του εγκεφάλου μου. Δεν ακούω τα ουρλιαχτά των αυτοκινήτων. Τις κραυγές των μηχανών. Ακούω όμως τις βαριές ανάσες των περαστικών.


10:45 Μπήκα στο λεωφορείο Ψάχνω τον χώρο μου. Κοιτάω τα πρόσωπα γύρω μου. Άλλα σφριγηλά....άλλα ζαρωμένα. Με ένα βλέμμα βυθισμένο στο κενό. Στις σκέψεις των. Μια γυναίκα κάθεται απέναντι μου. Μαλλί μακρύ, ίσιο -σαν τις γραμμές του προσώπου της- φωτεινή! Δίχως ίχνος πούδρας. Μεγάλα μαύρα φρύδια που τονίζουν και δίνουν βάθος στο βλέμμα της. Θα έχει ωραίο χαμόγελο. Θα πηγαίνει να δει τον έρωτα της. Να γελάσουν παρέα.


Δίπλα της ένας άντρας. Ένα βρώμικο μπουφάν τον κρατάει ζεστό. Με πολλές σακούλες, που θορυβούν στην περιέργεια των χεριών του. Μούσια, βρεγμένα μαλλιά, και ένα βλέμμα...! Να τον κοιτώ και να ταξιδεύω ανάμεσα στις ρυτίδες του. Τι να έχει ζήσει άραγε;


11:10 Πειραιάς. Δεν τα κατάφερα να συνεχίσω έτσι. Θόρυβος. Αυτοκίνητα. Μηχανές. ΤΡΕΧΑ...
Λίμνες. Χωρίς ζωή. Που τις ταράζουν οι ρόδες των αυτοκινήτων. ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ. Τρέχα να προλάβεις το φανάρι. Πρόσεχε τις λίμνες. ΒΙΑΣΟΥ. Πού θα πάει; Θα ξαναηρεμήσω. Συγκεντρώσου...


11:15 Ηλεκτρικός. Αυτές οι πόρτες... Κλείνουν έξω όλους τους ήχους. Μέσα όλοι σιωπηλοί. Περιμένουν. Η μουσική ξεκινά. Οι ρόδες αρχίζουν τον σκοπό τους πάνω στις αυστηρές ράγες. Δεν θέλω να συρθώ πάνω σε ράγες. Ποτέ.


11:20 Πεζογέφυρα. ΣΕΦ. Σταματάω πάνω από το ασφάλτινο σαλίγκαρο. Σαν μυρμήγκια είμαστε μέσα σε αυτοκίνητα. Ας κάτσω λίγο. Το τραμ. Ε και; κι αυτό φυλακισμένο είναι πάνω στις ράγες. Θα περιμένει.

11:30 Οι πόρτες του τραμ κλείνουν. Άλλη μουσική ξεκινά. Άλλος χαρακτήρας. πιο γλυκός. πιο νέος. Δεν έχουν ποτιστεί ακόμα με τον ιδρώτα των ανθρώπων τα καθίσματα του. Ξέρεις τι λατρεύω στο τραμ; Τα υπέροχα μεγάλα παράθυρά του. Τέλειο κάδρο, και μέσα του η θάλασσα. Αυτή η υπομονετική γυναίκα που δέχεται και απορροφά την ταραχή μας. Τους λυγδιασμένους με αντηλιακά ανθρώπους. Τις πέτρες που πετάγαμε μικρά. Θυμάσαι; Βατραχάκια. Ένα..δύο...τρία.........τέσσερα................πέντε...........................μπλουμ! Ησυχία.
Σήμερα όμως έχασε την υπομονή της. Αγρίεψε. Φουρτούνιασε. Μαύρισε η ψυχή της. Τόσοι που κάθονται και της λεν΄ τον πόνο τους...Φουσκώνει μπας και τους πάρει στην αγκαλιά της.


11:50 Στην μεγάλη λεωφόρο. Λίγα χιλιόμετρα με χωρίζουν από το κυριακάτικο τραπέζι με την οικογένεια. Να σταματήσω στην στάση; Άρχισε πάλι να βρέχει. Ας περπατήσω...
Ο ήχος του λεωφορείου με ξυπνά από τις σκέψεις μου. Γυρίζω. Κοιταζόμαστε. Αποφασίζω να παραβγώ μαζί του. Θα το προλάβω.....τρέχω...δεν θα το προλάβω... Σταμάτησε. Δεν κατεβαίνει κανείς. Δεν ανεβαίνει κανείς. Με περιμένει. Ανεβαίνω. Ευχαριστωωώ! Ένα ωραίο χαμόγελο από τον καθρέφτη η απάντηση. Πόσο ωραία θα νιώθει; Άνθρωπος Κοιτάω απ΄έξω χορεύοντας στον ρυθμό των μαλακών αμορτισέρ του. Φίλε...αυτή είναι η τελευταία στάση. Εδώ στρίβω εγώ. Σ΄ευχαριστώ. Θα κατέβω.


11:55 Στο ήρεμο στενό, περπατάω. Δεν χρειάζομαι φίλτρα εδώ. Ακούω τις σταγόνες της βροχής στην ομπρέλα μου. Φωνάζουν σαν παιδιά που παίζουν πέφτοντας όλες μαζί στο φρεάτιο στην άκρη του δρόμου.
Οι αισθήσεις μου μαλώνουν Ποια θα πρωτομιλήσει στον εγκέφαλο μου. Η καρδιά μου τα βάζει σε σειρά. Η μύτη μου φωνάζει. Τζάκι....μυρίζει τζάκι. Τα αυτιά μου πάλι μπροστά. Λεπτές οι ισορροπίες. Μια παρέα ακούγεται πίσω από ένα παράθυρο να γελά. Άξιζε τον κόπο.


12:05 Μια ζεστή αγκαλιά από τους ανθρώπους που μεγάλωσα δίπλα τους. Κομμάτια του εαυτού μου. Νιώθω πιο γεμάτος. Πιο. Γιατί χώρος υπάρχει πάντα. ωραία και τα κενά. Χώρος για νέα. Τρώμε. Πίνουμε Γελάμε.
Μια κόλλα χαρτί και ένα στυλό παρακαλώ. Με ρώτησες πως τα περνώ πατέρα. Δεν μπορώ να στο πω. Να στο γράψω; Θα περιμένετε;


Άρχισα να γράφω. Πήρα φωτιά. Χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου ένιωσα άσχημα την ησυχία. Περιμένανε. Υπομονή σκέφτηκα. Συνέχισα χωρίς να σηκώσω το κεφάλι.


Ψίθυροι αργότερα χάιδευαν τ΄ αυτιά μου. Η περιέργεια με αποσυντόνισε. Σήκωσα κεφάλι. Την κράταγε αγκαλιά. Κι αυτή..είχε διπλώσει πάνω του από τα γέλια..Δεν πειράζει. Άξιζε.


Φτάνει. Ας πιω μαζί τους σαν μεγάλος ένα κρασί. Ας γελάσω μαζί τους σαν παιδί. Ας τους χαρώ όσες Κυριακές μας απομένουν.

1

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ