-Τον είδες;
-Τι να δω ρε;
-Πώς έκανε. Ούτε καν τον πειράξαμε και τρελάθηκε! Κόντεψε να βάλει τα κλάματα
-Εε εντάξει ρε. Ποτέ δεν ξέρεις.
-Χαχα. Λες να τα έβαλε ήδη και να μην τον είδαμε; Όπως και έχει, πρέπει να φύγω. Θα τα πούμε ρε.
-Τα λέμε ρε.
-Γεια
-Γεια.
«Εε εντάξει ρε. Ποτέ δεν ξέρεις...» Και πώς να ξέρεις. Πραγματικά ποτέ δεν ξέρεις. Γενικότερα ποτέ δεν ξέρεις τίποτα, αλλά ας είμαστε λιγάκι πιο συγκεκριμένοι.
Εν προκειμένω, τον πειράζαμε για το στυλό. Ένα στυλό που το είχε πολλά χρόνια τώρα, δεν ξέραμε καν πόσα! Τίποτα ακριβό και ξεχωριστό (τουλάχιστον σε μας) αλλά τα τελευταία χρόνια ότι είχε γράψει το χέρι του με στυλό ήταν με μελάνι από εκείνο το στυλό. Δεν ξέραμε πώς το είχε αποκτήσει, τι είχε γράψει με αυτό το στυλό, πώς είχε ασχοληθεί με εκείνο το στυλό. Μέχρι που του το πήραμε και του το κρύψαμε. Αρχικά το πήρε στην πλάκα και άρχισε απλά να το ψάχνει. Διαφαινόταν σιγά-σιγά μια ένταση και ένα άγχος αλλά ακόμα δεν είχαν εκδηλωθεί. Όσο περνούσε η ώρα και δεν το έβρισκε, η έντασή του φαινόταν μέσα από τις άτσαλες κινήσεις του, το άγχος του έκανε το σώμα του δυσκίνητα και η κάθε του κίνηση τώρα ήταν απότομη, χοντροκομμένη. Το χαμόγελο άρχισε να σβήνει από τα χείλη του, τα μάτια του άρχισαν να κοκκινίζουν.
Ένιωσα πως όσο περνούσε η ώρα, δεν σκεφτόταν μόνο πού μπορεί να το είχαμε κρύψει αλλά και το πόσο και το πώς έχει δεθεί με εκείνο το στυλό. Η ένταση τώρα στο σώμα του ήταν εμφανής, είχε αρχίσει να ιδρώνει, είχε, σχεδόν, βουρκώσει και πλέον δεν σήκωνε απλά πράγματα δεξιά και αριστερά αλλά οι κινήσεις του θύμιζαν πρωτάρη ληστή που βιάζεται να τελειώσει για να φύγει από το σπίτι όπου κάνει διάρρηξη. Όταν τον είδαμε έτσι, του το δώσαμε. Ακόμα και τότε όμως δεν γαλήνεψε. Τον νιώσαμε μόνο να σταματάει μέσα του η ένταση να αυξάνει, νιώσαμε μόνο το σώμα του να επανέρχεται. Αλλά δεν γαλήνεψε μόλις τον έπιασε. Αντίθετα, τον έσφιξε στα χέρια του μας κοίταξε-δεν μπορώ ακόμα να προσδιορίσω πώς μάλλον είχε ανάμικτα συναισθήματα- μας γύρισε την πλάτη του και έφυγε με έντονο βήμα. Και όμως ήμασταν σίγουροι πως δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Τον ξέραμε τόσα χρόνια και ποτέ δεν είχε δώσει δείγματα παραξενιάς ή τέτοιων συμπεριφορών. Τον κρίναμε για την συμπεριφορά του αυτή, αρχικά....
Τον κρίναμε. Ποιοι είμαστε για να κρίνουμε κάποιον. Ποιος είναι ο καθένας για να κρίνει τον άλλον; Όσο θυμάμαι εκείνο το περιστατικό... Πραγματικά. Κανένας δεν μπορεί να κρίνει κανέναν τελικά. Δεν μπορούμε καλά-καλά να κρίνουμε τους εαυτούς μας. Γιατί το λέω αυτό; Μα είναι προφανές! Για να κρίνεις κάποιον, δεν αρκεί να τον ξέρεις 5-10 χρόνια. Δεν αρκεί να τον ξέρεις μια ζωή. Για να κρίνεις τον άλλον, πρέπει να ξέρεις, όλες τις μέρες της ζωής του πώς τις πέρασε. Πρέπει να ξέρεις όλες του τις σκέψεις. Από τις πιο γνωστές του, εκείνες που έχει μοιραστεί και με άλλους, μέχρι τις πιο ενδότερες και κρυφές του σκέψεις, εκείνες που ούτε εκείνος καλά-καλά δεν ξέρει πως έχει. Πρέπει να ξέρεις τις επιθυμίες του. Όλες. Όχι μόνο όσες φαίνονται ή εκφράζει, μα και όλες εκείνες που δεν εκφράζει και πιθανόν να μην εκφραστούν και ποτέ. Πρέπει να ξέρεις από τον πιο προφανή μέχρι τον πιο βαθύ του φόβο. Πρέπει να ξέρεις όλα του τα τραύματα, σωματικά και ψυχικά, από εκείνα που τον διέλυσαν, μέχρι εκείνα που τον ενέπνευσαν, καταστάσεις οι οποίες συνήθως δεν γίνονται καν αντιληπτές εφόσον δουλεύουν υποσυνείδητα. Πρέπει να ξέρεις ο άλλος πώς έφτασε εδώ που είναι σήμερα. Πού έχει χτίσει το οικοδόμημα αυτό που εσύ τώρα λες χαρακτήρα. Πάνω σε ποιους πόνους, σε ποιες χαρές, σε ποια λάθη, σε ποιες στιγμές απόγνωσης, πάνω σε ποιες αδυναμίες και πάνω σε ποιους πειρασμούς εξελίχθηκε αυτό που εμείς τώρα βλέπουμε και λαμβάνουμε ως έτοιμη ολότητα. Μα δεν φτάνει μόνο αυτό. Δεν αρκεί να ξέρεις το κάθε στάδιο της ζωής του για να τον κρίνεις. Πρέπει να ξέρεις και πώς το αντιμετώπισε. Πώς ξεπέρασε την κάθε δυσκολία, πώς αντιμετώπισε τον κάθε πόνο, την κάθε πληγή.
Μα ακόμα βαθύτερα πρέπει να κοιτάξεις και να μάθεις όχι μόνο πώς φέρθηκε σε μια στιγμή κρίσης, αλλά και τι σκέφτηκε, ποια ήταν η πρώτη του σκέψη ποια η δεύτερη, ποια η τρίτη, ποια η ψυχολογία του απέναντι σε κάθε εμπόδιο, ποια η πορεία της διάθεσής του, πόσο τον επηρέασε το κάθε τι, σε ποιανού τα πόδια πάτησε για να μάθει να περπατάει. Αν μπορεί να οριστεί με νούμερο, πρέπει να ξέρεις αυτόν που κρίνεις στο 101%. Θα πρέπει να είσαι για αυτόν πανταχού παρών, βλέποντας από τις προφανείς λύσεις και αντιδράσεις του, μέχρι τις ενδότερές του σκέψεις και αντιδράσεις. Αυτές που κάνει μόνος του, ή καμιά φορά και μέσα στον ύπνο του ο άλλος και ούτε καν συνειδητοποιεί πως κάνει. Ας είμαστε λοιπόν ρεαλιστές. Είναι σχεδόν ακατόρθωτο για κάποιον να κρίνει τον ίδιο του τον εαυτό. Πόσο μάλλον κάποιον άλλον που τον ξέρει και ακόμα λιγότερο.
Αυτό όμως αργήσαμε να το μάθουμε και το παιδί το είχαμε πληγώσει ήδη πάρα πολύ. Μετά από χρόνια που αυτό είχε ξεχαστεί πλέον και ενώ πίναμε ένα ποτό ένα βράδυ όλη η παρέα-και εκείνο το παιδί-μέσα στην βουή της μουσικής και της κίνησης, μου ψιθύρισε πως το στυλό εκείνο του το είχε αφήσει ο πατέρας του ο οποίος τους παράτησε όταν το παιδί ήταν 8 χρονών. Αυτό το στυλό ήταν ό,τι είχε από εκείνον. Αυτό το στυλό είχε ακούσει όσα δεν άκουσε ποτέ εκείνος ο πατέρας. Δεν υπήρχε στο σπίτι ούτε φωτογραφία του πατέρα ούτε οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο που να τον θυμίζει παρά μόνο εκείνο το στυλό που κρατούσε το παιδί-ακόμα και τώρα-μαζί του. Ανεξαρτήτως του γιατί έφυγε ο πατέρας, αυτό το στυλό δεν έπρεπε να το είχαμε πειράξει. Όποιος και ό,τι και αν ήταν ο πατέρας του. Ποιοι ήμασταν εμείς για να τον κρίνουμε άλλωστε;
σχόλια