Εδώ και μέρες προσπαθώ να καταλάβω τι κάνω λάθος. Διόρθωση: Αν κάνω λάθος.
Γιατί οι εκδοτικοί οίκοι δε μου λένε απλά ναι, θα δοκιμάσουμε μαζί σου, γιατί όταν μου λένε όχι τους παίρνει πέντε μήνες για να μου στείλουν με e-mail το μισητό «Αγαπητή κυρία Μαθιουδάκη...», γιατί δε λένε τον πραγματικό λόγο μήπως και κάποτε γίνω καλύτερη, γιατί μιλάνε για συνέκδοση τόσο ψυχρά, σα να ξέρουν ότι ξέρεις ότι δεν αξίζεις, αλλά αφού είσαι ψώνιο έχουν μια λύση για εσένα.
Γιατί δε σταματάω να ρωτάω γιατί και απλά να προσπαθήσω να γίνω καλύτερη; Γιατί κανείς δε μου λέει τι πάει λάθος.
Γιατί πέρα από το φόβο της έκθεσης της ψυχής μου στο κοινό, πρέπει να βουτήξω μέσα στο κείμενο, να πάρω κάθε μία λέξη και να την ταρακουνήσω μπας και έχει κρυφό νόημα, να μην ξανασχοληθώ με το κείμενο για έξι μήνες και μετά να το κοιτάξω με καινούργια μάτια, να γράψω κάτι καινούργιο, να διαβάσω ανάλογα βιβλία, να το δώσω σε φίλους και γνωστούς για να μου πουν τη γνώμη τους (ξανά), να αναρωτιέμαι αν τελικά η ιστορία που ήθελα να πω στην αρχή υπάρχει κάπου μέσα στο μεταλλαγμένο κείμενό μου, να γράφω, να σβήνω, να γράφω, να σβήνω, να γράφω, να το αφήνω και φυσικά να αναρωτιέμαι αν κάνω κάτι λάθος.
Αλλά δεν απελπίζομαι. Γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι εκεί έξω που ενδιαφέρονται για αυτό που κάνω. Κάποιοι άνθρωποι που δεν είναι ιδιαίτερα κοντινοί μου φίλοι, αλλά έχουν περάσει από το κακοκτράχηλο μονοπάτι που περπατάω τώρα και θέλουν να με βοηθήσουν. Κάποιοι άνθρωποι που το ταλέντο τους ξεχειλίζει από τα μπατζάκια και δε φοβούνται ότι αν το μοιραστούν μαζί μου θα στερέψει. Δε φοβούνται μήπως και η κριτική τους μου κάτσει βαριά στο στομάχι.
Γιατί σήμερα, ένας από αυτούς τους ανθρώπους μου έστειλε ένα e-mail που μέσα σε τρεις προτάσεις μου έδωσε λύση.
«Ξύσε που και που την επιφάνεια να βγει λίγο πραγματικό σκοτάδι, καθηλωτική ντροπή, αγωνία εκμηδενισμού, ώστε μετά, να ξέρουμε ότι το cool και η χάρη δεν είναι παρά ασκήσεις ισορροπίας πάνω από ένα υπαρξιακό τρόμο που απειλεί να εισβάλει στο ρόδινο προσκήνιο ακάλεστος και να τα κάνει όλα συντρίμμια.»
Αυτά μου είπε και τον ευχαριστώ. Γιατί τώρα ξέρω ότι το κενό φύλλο, δεν είναι παρά η αρχή μιας ιστορίας που έφτασε στον μήνα της και κλωτσάει για να βγει έξω.