«Ήταν ένα περίεργο, πολυτάλαντο ον και όταν οι δημοσιογράφοι έγραφαν ότι ήταν ο νέος Αριστοφάνης, ο Μποστ απαντούσε με χιούμορ «μα ο Αριστοφάνης δεν ζωγράφιζε» και όταν τον παρουσίαζαν ως νέο Θεόφιλο, απαντούσε «μα ο Θεόφιλος δεν έγραφε θεατρικά έργα» και στη συνέχεια σχολίαζε «οι δημοσιογράφοι γράφουν ό,τι θέλουν», είπε ο Κώστας Μποσταντζόγλου, γιος του μεγάλου σκιτσογράφου, ζωγράφου και συγγραφέα Μποστ, στην ημερίδα που διοργανώθηκε στο Μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με την ΠΟΕΣΥ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών), με τίτλο: «Ξαναθυμόμαστε τον Μπόστ».
Η ημερίδα οργανώθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης «CHERCHEZ ΝΑ ΦΑΜ! Ο Μποστ του Τύπου», για τη γελοιογραφική σάτιρα του Μποστ στον ημερήσιο και περιοδικό Tύπο από τα τέλη του 1950 έως το 1980, η οποία μέσα από τα ιδιοφυή σκίτσα του καλλιτέχνη, ανιχνεύει τη σύγχρονη σημασία της σάτιράς του, καθώς και την αισθητική αρτιότητά της, που ξεπερνά το εφήμερο.
«Ήταν ένας αυστηρός, άγαρμπος, βλοσυρός, ξεροκέφαλος, ευθύς, εργασιομανής, τρυφερός, ευαίσθητος, φανατικά έντιμος, βαρύς και ασήκωτος ανατολίτης. Δεν επιδίωξε να γίνει γνωστός, το ότι έγινε το θεώρησε φυσικό μιας και επιβράβευε τους κόπους μιας ζωής, αλλά μη ξέροντας και μη θέλοντας να το διαχειριστεί όλο αυτό το αντιμετώπιζε αμήχανα. Ώρες- ώρες το έβλεπε και σαν δυστύχημα. Ήταν φανατικά σεμνός και απλός, παρεξηγήσιμα χαμηλών τόνων. Θα έλεγε κανείς πως δεν ήξερε την αξία του. Την ήξερε, απλά δεν έδινε σημασία σε εφήμερα πράγματα. Προτιμούσε να είναι ένας οικογενειάρχης όπως όλοι. Να τον αγαπάει ο περίγυρός του, το σόι του και να τον εκτιμούν οι φίλοι του» συμπλήρωσε ο Κώστας Μποσταντζόγλου, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
σχόλια