Το 1989 η Analogue Media Technologies θα δεχόταν στην έδρα της στο Μόντρεαλ, την πρώτη παραγγελία στην ιστορία της: 10 κασέτες. Η εταιρία, που ιδρύθηκε για να βοηθήσει ανερχόμενα συγκροτήματα να προωθήσουν την μουσική τους στο ευρύ κοινό, σύντομα θα κατακλυζόταν από φερέλπιδες μουσικούς που έφερναν υλικό από τις ηχογραφήσεις και το φιλοτεχνημένο artwork, ώστε να δουν το άλμπουμ τους να «γεννιέται».
«Ξεκινήσαμε με το βινύλιο και τις κασέτες και στη συνέχεια, ακολουθώντας τις νέες τάσεις και τη ζήτηση, προχωρήσαμε στα CD, τα DVD και τα Blue-ray» δηλώνει στο BBC, η Ντενίζ Γκόρμαν, συνιδιοκτήτρια της Analogue που πλέον έχει μετονομαστεί σε Duplication.
Παραδόξως, 27 χρόνια μετά την πρώτη παραγγελία και με τα ψηφιακά μέσα να έχουν επικρατήσει σχεδόν ολοκληρωτικά των αναλογικών, η Γκόρμαν παρατηρεί ότι οι κασέτες έχουν ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση: «Ένα ποσοστό 25% των ηχογραφήσεων γίνονται πλέον σε κασέτα».
Αυτό συμβαίνει γιατί από τα αναλογικά μέσα, που παρέχουν πολύ καλύτερη ποιότητα ήχου σε σχέση με τα ψηφιακά, η παραγωγή του βινυλίου κοστίζει και απαιτεί περισσότερο χρόνο να παραχθεί από την κασέτα, που φαίνεται να είναι «η αγαπημένη επιλογή hip-hop, punk, metal και experimental συγκροτημάτων» σημειώνει ο διευθυντής πωλήσεων της Analogue.
«Σε τοπικό επίπεδο, η κασέτα κάνει τη διαφορά. Ειδικά για τις punk μπάντες που έχουν DIY προσανατολισμό, η κασέτα είναι το μέσο που τους αντιπροσωπεύει περισσότερο. Μπορούν να τις διακινήσουν χέρι με χέρι στους θαυμαστές τους. Επίσης, από οικονομικής άποψης είναι πολύ πιο συμφέρουσα σε σχέση με το βινύλιο» τονίζει στο BBC ο Craig Proulx, συνιδιοκτήτης της δισκογραφικής Bruised Tongue.
Πέρα από «ιδανική» πρόταση σε τοπικό επίπεδο όμως, η διεθνής αναβίωση της κασέτας εξαπλώνεται ραγδαία . «Ξαφνικά έχουμε αρχίσει να δεχόμαστε παραγγελίες από όλο τον κόσμο. Από την Αυστραλία έως την Ιαπωνία ολοένα και περισσότερα συγκροτήματα μας ζητάνε να ηχογραφήσουμε σε κασέτα τη μουσική τους. Φυσικά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η καλλιτεχνική κοινότητα είναι εν τέλει κλειστή, οπότε αμέσως κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα τα νέα κάθε μπάντας. Αν κάποιοι αποφασίσουν να κάνουν κάτι καινούργιο, πολύ γρήγορα και οι υπόλοιποι μουσικοί θα υιοθετήσουν τα βήματά τους» συμπληρώνει η Ντενίζ Γκόρμαν.
Το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι πώς οι φαν των συγκροτημάτων ακούνε τις κασέτες τους, μιας και τα κασετόφωνα είναι σχεδόν είδος προς εξαφάνιση. Σε μια σιωπηρή παραδοχή της κυριαρχίας των ψηφιακών μέσων παρά τον αγώνα του για το αντίθετο, ο Craig Proulx διευκρινίζει: «Πολλές μπάντες αναγράφουν στο εσωτερικό της κασέτας έναν κωδικό για ψηφιακό download. Για κάθε 100 κασέτες που πουλάμε, το 70% χρησιμοποιεί τον ψηφιακό κωδικό για να ακούσει τη μουσική. Το υπόλοιπο 30% ή ακούει από κασετόφωνο ή απλά δεν ακούει καν τη μουσική και πετάει την κασέτα στα σκουπίδια».
Μπορεί να μην επιτελούν τον ρόλο που είχαν κάποτε, αλλά αποτελούν ένα ισχυρό εργαλείο μάρκετινγκ στη σημερινή εποχή που διψά για «next best economic things» καταλήγει η Γκόρμαν: «Η κασέτα είναι όμορφο, καλλιτεχνικό μέσο. Είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος να προωθήσεις τη δουλειά σου ως μουσικός. Από την άλλη, πολλοί είναι οι φαν που θέλουν κάτι πιο προσωπικό και εξατομικευμένο από ένα ψηφιακό download του αγαπημένου τους καλλιτέχνη στο iPod τους. Σε αυτούς είναι διάχυτη η αίσθηση ότι "στηρίζω έναν καλλιτέχνη" σημαίνει "αναζητώ την προσωπικότητά του, κάτι απτό που τον αντιπροσωπεύει". Υπό αυτή την έννοια η κασέτα έχει μεγάλο νόημα στη σημερινή εποχή».
σχόλια