Eίναι ιδεολόγημα να μιλάμε για το Γκέτο της Αθήνας;

Facebook Twitter
0

Κείμενο: Καλαντζοπούλου Μαρία, Κουτρολίκου Πέννυ, Πολυχρονιάδη Κατερίνα, via Εncounter Athens

Οι όροι με τους οποίους περιγράφονται τα πράγματα και οι καταστάσεις δεν είναι ουδέτεροι. Αντίθετα σηματοδοτούν, χρωματίζουν, ή αναδεικνύουν οπτικές και προσεγγίσεις ή ακόμη και ιδεολογίες. Αλλά ακόμη περισσότερο αποτελούν το ουσιαστικό συστατικό της τέχνης της πολιτικής αλλά και των – προτεινόμενων – πολιτικών… Προωθούν ιδέες, παρουσιάζουν καταστάσεις, νοηματοδοτούν μέσω της ονοματοδοσίας, εγείρουν συναισθήματα και δημιουργούν πεποιθήσεις… ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τους κυρίαρχους ή δημόσιους λόγους… Σε αυτούς, «επιστημονικοί όροι» διαπλέκονται με συμβολικές αναπαραστάσεις, αληθινές ή κατασκευασμένες μνήμες, συναισθήματα ή φόβους και ερμηνεύονται… και όπως κάθε ερμηνεία εμπεριέχουν τοποθετήσεις… ενίοτε και χειραγωγήσεις…

Κυρίαρχος λόγος και πραγματικότητα στην πρώην «διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι»….

Η Αθήνα έχει από τη θέση της αναπόφευκτα στολιστεί με ποικίλους χαρακτηρισμούς στη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της. Η δαιμονοποίηση των συνθηκών ζωής στο κέντρο της Αθήνας, στη μεταπολεμική τουλάχιστον περίοδο, εμφανίζεται στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με τις συζητήσεις περί «υδροκεφαλισμού» (ενώ ταυτόχρονα έχουν ήδη επισημανθεί οι τάσεις πληθυσμιακής σταθεροποίησης), στη συνέχεια ως ασφυκτική πόλη με το «δηλητηριώδες» (τύπος της εποχής) ή «πολιτικό» της (Τρίτσης, 1982) νέφος. Αντίθετα, στη συνέχεια ακολουθεί μια πορεία σχεδόν μονοσήμαντα θετική στον κυρίαρχο λόγο, με εξαίρεση απόψεις σχετικά με το ζήτημα της μετανάστευσης και των νέων μεταναστών, αλλά και σε σχέση με τη δράση συγκεκριμένων πολιτικών ομάδων. Η θετική προσέγγιση υποστηρίζεται κυρίως μέσα από τα «μεγάλα έργα» που εκσυγχρονίζουν  την πόλη στη δεκαετία του 90, μέσα από τον πρακτικό και ιδεολογικό σημαιοστολισμό που συνδέεται με την υποδοχή και διεξαγωγή των ολυμπιακών αγώνων στην περίοδο 2000-2004 και μέσα από την ευδαιμονία του urbanism σε «ανεξερεύνητες» γωνιές της πόλης που κοινωνούν τα free press έντυπα στη μετα-ολυμπιακή περίοδο. Παράλληλα, το αντι-μεταναστευτικό συναίσθημα δείχνει να μειώνεται και η Αθήνα αρχίζει να αγκαλιάζει την πολυπολιτισμικότητα, που εγγυώνται ορισμένες κατηγορίες μεταναστών συμπολιτών μας, και που μοιάζει να είναι το τελευταίο πράγμα που της έλειπε προκειμένου να προσκτηθεί τον τίτλο της διεθνούς μητρόπολης.

Εντούτοις, σύντομα, κάτι αλλάζει. Οι προσδοκίες για αναπτυξιακό boom σε περιοχές του κέντρου, τις οποίες εξέθρεψε το γεγονός των ολυμπιακών αγώνων, δείχνουν να ματαιώνονται, οι μετανάστες – εγγυητές της πολυπολιτισμικότητας χάνουν το προσωρινό τους φωτοστέφανο, ομάδες οργανωμένου εγκλήματος καταλαμβάνουν πιο εντατικά και συστηματικά γωνιές της πόλης και το κέντρο αρχίζει εκ νέου να δαιμονοποιείται, αυτή τη φορά όμως με όρους ψυχολογικούς ή ψυχο-κοινωνικούς. Λέξη – κλειδί: το «γκέτο».

Από το 2007 και μετά, όταν ξαναεμφανίστηκε (για να μείνει αυτή τη φορά) ο προσδιορισμός ghetto για περιοχή του κέντρου της Αθήνας (LIFO, 2007) ξεκίνησε η «μηντιακή» «γκετοποίηση» του ιστορικού κέντρου (ή «ιστορικού γκέτο» για κάποιους (1)) της Αθήνας η οποία σταδιακά «επεκτάθηκε» και χαρακτήρισε πολλές από τις γειτονιές του. Και σε αυτό συνέβαλαν πολλαπλοί παράγοντες…

Αναμφίβολα, πολλές από τις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, μετά από χρόνια διαδικασία εγκατάλειψης και ροών μετακίνησης των παλαιότερων και νεότερων κατοίκων τους (εισροών και εκροών), βρέθηκαν αντιμέτωπες με πολλαπλά προβλήματα, τα οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεναν κρυμμένα «κάτω από το χαλάκι» αφού κανείς δεν είχε ως φαίνεται τη διάθεση να προσπαθήσει να τα αντιμετωπίσει. Οι βασικές παράμετροι υποβάθμισης του αστικού περιβάλλοντος στην κεντρική περιοχή της Αθήνας, με την έλλειψη ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου, τις ασφυκτικές διαστάσεις της ζήτησης για κυκλοφορία και στάθμευση στις κεντρικές περιοχές,  τη ρύπανση παντός είδους, την ελλιπή συντήρηση δημόσιων και ιδιωτικών κτισμάτων, τις ιδιαίτερα μεγάλες πυκνότητες κατοίκησης, τις ελλείψεις σε στοιχειώδεις κοινωνικές υποδομές για την κατοικία, είναι διαστάσεις του προβλήματος που εγκαθίστανται και οργανώνονται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70. Δεν μοιάζουν όμως να στοιχειοθετούν πρόβλημα στον κυρίαρχο λόγο, παρά μόνο αφότου κάποια άλλα ζητήματα εμφανίζονται ή εντατικοποιούνται σε γειτονιές της Αθήνας, όπως νόμιμη και παράνομη πορνεία κάθε είδους σε «σπίτια» και πεζοδρόμια, διακίνηση και χρήση ναρκωτικών στο δημόσιο χώρο, βιαιοπραγίες μεταξύ ομάδων ή συμμοριών, και γενικότερα έγκλημα, οργανωμένο και μη. Στην εικόνα αυτή και στο περιθώριο της σταδιακά εντεινόμενης οικονομικής κρίσης, εμφανίζονται και ολοένα και μεγαλύτερα ποσοστά αστέγων που στοιχειώνουν ως ζωντανά φαντάσματα το urban hype της προηγούμενης περιόδου.

Η αιτιακή συσχέτιση των, χρονικά προϋφιστάμενων, παραμέτρων υποβάθμισης με την εγκατάσταση μικρότερου ή μεγαλύτερου κατά τόπους αριθμού μεταναστών, γίνεται εμπειρικά και εν πολλοίς αυθαίρετα και μοιάζει να τροφοδοτεί την κινδυνολογία με όρους αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Οι συγκεκριμένες γειτονιές μπαίνουν σταδιακά στο στόχαστρο του δημόσιου λόγου και αναδεικνύονται αίφνης ως «επικίνδυνες», ενώ οι μετανάστες κάτοικοί τους ως υπ’ αριθμόν ένα δημόσιος κίνδυνος.  Στη συγκυρία της οικονομικής (και όχι μόνο) κρίσης, η καθημερινότητα αλλά και αυτοί καν οι όροι επιβίωσης των φτωχότερων κοινωνικών ομάδων ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσης γίνονται ραγδαία δυσκολότεροι. Μόνο που στη θέση του ενόχου, από τη σκοπιά του δημόσιου και κυρίαρχου λόγου, τοποθετούνται «οι Άλλοι».

Η (από δεκαετίες) «εγκατάλειψη» του κέντρου από τους κατοίκους του επανέρχεται στο δημόσιο λόγο ως καινοφανές φαινόμενο που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Τοπικά «άβατα» που διαμορφώνουν οι πιάτσες οργανωμένου εγκλήματος σε μη κατοικημένες και υποβαθμισμένες από χρόνια περιοχές, σχετίζονται με τους μετανάστες και συγχωνεύονται ιδεοληπτικά με περιοχές κατοικίας μεταναστών. Τα προϋπάρχοντα προβλήματα υποβάθμισης στις περιοχές κατοικίας ντόπιων και μεταναστών ομογενοποιούνται επιλεκτικά με τα φαινόμενα της εγκληματικότητας, κατ’ εξοχήν κάτω από τον ισοπεδωτικό όρο «γκέτο». Η φαντασιακή / κατασκευασμένη εικόνα και ενίοτε ταυτότητα του κέντρου της Αθήνας αποκτά έτσι στον κυρίαρχο λόγο, μια σειρά από γειτονιές – «γκέτο». Γκέτο το ιστορικό τρίγωνο (Πλατεία Θεάτρου κλπ), γκέτο η Πλατεία Βάθης, γκέτο το Μεταξουργείο, γκέτο η Πλατεία Βικτωρίας, γκέτο η Πλατεία Αττικής, γκέτο η Αχαρνών, γκέτο ο Αγ Παντελεήμονας, γκέτο τα Κάτω Πατήσια, γκέτο η Κυψέλη….

Σικάγο γίναμε… που θα έλεγαν και οι παλιές ελληνικές ταινίες…

Το ιδεολόγημα του αθηναϊκού «γκέτο» under construction: πώς , πότε και από ποιούς;

Στην κατασκευή (της εικόνας, της ιδέας) του γκέτο στο κέντρο της Αθήνας διαφορετικοί παράγοντες συμμετείχαν με πολλαπλούς τρόπους και για τους δικούς τους – εμφανείς ή μη – λόγους. Η χρονική εξέλιξη της ιστορίας δεν είναι πάντα ξεκάθαρη λόγω της αλληλεπίδρασης των παραγόντων. Αλλά ας ξεκινήσουμε να ξεδιαλύνουμε κάπως το κουβάρι…

Μπορούμε, όπως προαναφέρθηκε, να παρατηρήσουμε μια μεγάλη διαφορά στο δημόσιο λόγο για το κέντρο της Αθήνας πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Έτσι, μέχρι τότε, η Αθήνα ανακάλυπτε το «μητροπολιτικό της lifestyle», τα loft, το Γκάζι (και τον Κεραμεικό), την πολυπολιτισμικότητα και την τέχνη της πόλης (πχ ReMap, 2007), ενώ η συζήτηση για τη μετανάστευση επικεντρωνόταν (πέρα από μια μειωμένη αλλά συνεχή Αλβανοφοβία) στο αν θα χαθούν δουλειές (ή αν πιθανώς θα ανατιναχτούμε!) από τους Κινέζους νέους κάτοικους της πόλης.

Από το 2005 και μετά, η συζήτηση αλλάζει (όχι μόνο λόγω του πέρατος των Αγώνων αλλά από μια σειρά παραγόντων: οικονομική ύφεση, ΟΚΑΝΑ στο κέντρο, Δουβλίνο ΙΙ κ.ά.). Μια σύντομη έρευνα στα άρθρα των εφημερίδων και στα τηλεοπτικά show τα χρόνια μετά το 2004 μας δείχνει ότι το «γκέτο» εμφανίζεται σε σχέση με το κέντρο της Αθήνας για πρώτη φορά (τις τελευταίες δεκαετίες) το 2007 στην LIFO. Η χρήση του όρου είναι εμβληματική κατά το ότι αφορά περιοχή – στόχο θεσμικών αναπλάσεων και περιοχή – πόλο εναλλακτικής ή όχι διασκέδασης στα όρια του ήδη αλωθέντος από τη βιομηχανία της διασκέδασης Ψυρρή, αλλά και κατά το ότι ο όρος «γκέτο» δεσπόζει σε τίτλο άρθρου ενός ιδιαίτερα επιδραστικού εκείνη την εποχή (σε επίπεδο lifestyle) εντύπου freepress. Στο άρθρο «Ευριπίδου και πέριξ: το νέο γκέτο της Αθήνας» περιγράφεται ως γκέτο η περιοχή της Πλ. Θεάτρου αφού «πρεζάκια, άστεγοι, πόρνες και αλλοδαποί «πετάχτηκαν» σε μία περιοχή. Κι αφέθηκαν και αυτοί και η περιοχή στην τύχη τους», θεωρώντας ως βασικό πρόβλημα τη μετακίνηση εκεί του ΟΚΑΝΑ (λόγω του οποίου μεταφέρθηκε το εμπόριο ναρκωτικών εκεί) αλλά και την πορνεία, τη συγκέντρωση υπηρεσιών υποστήριξης, καθώς εν μέρει και τον μεγάλο αριθμό κέντρων διασκέδασης που άνοιξαν στου Ψυρρή και πέριξ. Όμως η άποψη αυτή, περί γκέτο, δεν υιοθετήθηκε άμεσα από τα κυρίως ΜΜΕ. Προέκυψαν κάποιες πρώτες αναφορές αλλά ουσιαστικά η εγκαθίδρυση της εικόνας της «γκετοποιημένης Αθήνας» ήρθε από το 2009.

Σε μια άλλη μεριά της πόλης, η Πλατεία του Αγ. Παντελεήμονα δημιουργεί τη δική της, τηλεοπτική  κατ’ αρχήν, ιστορία και κατασκευάζει συναφείς πραγματικότητες (με την Πλ. Θεάτρου) που γρήγορα χαρακτηρίζονται ως «γκέτο». Από το 2008 πολλές τηλεοπτικές εκπομπές κατακλύζονται από «κατοίκους» οι οποίοι φωνάζουν για την «κατάντια της γειτονιάς τους» και για το ότι «έγιναν ξένοι στην περιοχή τους». Αυτές οι «ομάδες κατοίκων» αποκτούν προνομιακή παρουσία στα ΜΜΕ και ο λόγος που αρθρώνουν υπερβαίνει τα καθημερινά προβλήματα (που κυμαίνονται από την καθαριότητα μέχρι την εγκληματικότητα) και στοχοποιεί ουσιαστικά τους μετανάστες που κατοικούν ή βρίσκονται στην περιοχή, συνδέοντάς τους άμεσα με όλα τα «κακά» που ταλαιπωρούν την γειτονιά. Κάποιες από αυτές τις ομάδες τις οποίες οικειοποιείται ή κινητοποιεί η άκρα-δεξιά, οργανώνουν κινητοποιήσεις για να διώξουν τους «ξένους» από την περιοχή «τους» και κλείνουν την παιδική χαρά της πλατείας για να μην συγκεντρώνονται μετανάστες και να μην παίζουν εκεί «μεταναστόπουλα» συγκεκριμένων εθνοτικών προελεύσεων (2). Η συνεχής παρουσία τους στα κυρίαρχα ΜΜΕ νομιμοποιεί το λόγο που εκφράζουν (όπως και το λόγο των συναφών πολιτικών παρατάξεων) και ταυτοποιεί ΤΟ πρόβλημα της περιοχής με την ύπαρξη των μεταναστών – προβάλλοντας δηλαδή ό,τι προβληματικό πάνω σε ένα «Άλλο» (αυτό του μετανάστη, μουσουλμάνου, κλπ) αγνοώντας ηθελημένα τόσο την ουσία των προβλημάτων, όσο και τις αιτίες τους. Παράλληλα, με τη «συγκατάθεση» των ΜΜΕ και με την άνοδο των ποσοστών του ΛΑΟΣ στις εκλογές, νομιμοποιείται ένας ρατσιστικός λόγος που εκφράζει απόψεις αλλά και λύσεις για το μεταναστευτικό και για το κέντρο της Αθήνας, ο οποίος οδηγεί στην εκλογική νομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές (και στην αύξηση επιρροής του ΛΑΟΣ). Το «γκέτο» υιοθετείται πια ως πραγματικότητα της περιοχής η οποία τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά  ενός άλλου «άβατου» αφού ο οποιοσδήποτε Άλλος/Αλλη που κυκλοφορεί στην περιοχή δύναται να υποστεί τις συνέπειες της εδαφοκυριαρχίας των ακραίων δεξιών ομάδων.

Έτσι, διευρύνεται μια δημόσια συζήτηση για «το πρόβλημα του κέντρου» που  λαμβάνει ως δεδομένο τα «γκέτο του κέντρου», θεωρώντας τη μετανάστευση (στην οποία αποδίδονται ανεξαιρέτως τα ζητήματα εγκληματικότητας, ναρκωτικών, υποβάθμισης κλπ) ως βασική αιτία για τα περισσότερα προβλήματα των κεντρικών γειτονιών.

Σ’ αυτήν τη συζήτηση, από το 2009 και μετά, άρχισαν να εισέρχονται και κάποιοι καλλιτέχνες που σχετίζονταν εργασιακά με περιοχές του κέντρου (3) (κυρίως στην περιοχή του Κεραμεικού και του  Μεταξουργείου), καθώς και ορισμένοι επενδυτές γης και επιχειρηματίες οι οποίοι – για διάφορους λόγους – υιοθετούν τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο και ζητούν παρεμβάσεις από την πολιτική εξουσία (ΚΜ πρότυπη γειτονιά, έμποροι, ξενοδόχοι κλπ), σηματοδοτώντας μία αλλαγή από την οπτική του 2007.  Αντίθετα, από τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο λείπουν οι διαφορετικοί λόγοι (ο «επιστημονικός» / ακαδημαϊκός επίσης).

Και από αυτήν τη δημόσια συζήτηση δεν λείπουν και οι πολιτικοί και οι δημόσιες διακηρύξεις «στοχευμένων» παρεμβάσεων για την εξυγίανση του κέντρου. Αρχικά (μετά το 2004), ο λόγος για το κέντρο της Αθήνας μπαίνει στον πολιτικό λόγο μέσω της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας και της ανασφάλειας περιοχών του κέντρου. Ο Δεκέμβρης του 2008 σηματοδοτεί μια ακόμη τομή στον πολιτικό δημόσιο λόγο για το κέντρο, τόσο λόγω της έμφασης στο ζήτημα της ασφάλειας και της αστυνόμευσης, όσο και λόγω της νομιμοποίησης (ή από-νομιμοποίησης) ομάδων κατοίκων.

Έτσι, από το 2009 και μετά, ο λόγος περί εξυγίανσης του κέντρου μπαίνει στην πολιτική ατζέντα – ως λόγος και ως προθέσεις – και χρωματίζει τόσο τις εθνικές (2009) αλλά κυρίως τις δημοτικές εκλογές (2010). Από τότε, το «θέμα του κέντρου της Αθήνας» βρίσκεται συνεχώς και εντατικά στο μηντιακό τοπίο και σε πολιτικές ανακοινώσεις και προγράμματα τα οποία περιγράφουν το υποβαθμισμένο και γκετοποιημένο κέντρο και τις πολιτικές προθέσεις για την «εξυγίανσή» του.

Το «τοπίο» αυτό τροφοδοτείται μεταξύ άλλων και από έρευνες και πορίσματα, από και για λογαριασμό της κεντρικής διοίκησης, πρωτοφανούς συχνότητας και αριθμού. Με δεδομένη την ποικιλία των αποχρώσεων στην προσέγγιση, ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν με χρονολογική σειρά το υπόμνημα της ΜΚΟ SARCHA «Η Αθήνα και το Ιστορικό της Κέντρο. Από την Αστική Διαχείριση στη Νομή της Πόλης» (1/2010), το «Σχέδιο για το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας» (πόρισμα της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος της Βουλής, 3/2010), το «Δράση στην Αθήνα» (Διυπουργική Επιτροπή 4/2010), το «Αθήνα 2014» (ΥΠΕΚΑ 6/2010), οι «Εκτιμήσεις του Συνηγόρου του Πολίτη για το ιστορικό εμπορικό τρίγωνο Αθηνών» (7/2010), η πιλοτική έρευνα της ΜΚΟ SARCHA «Πόλη Κοινός Πόρος» Αθήνα Γεράνι ΠΚΠ 2010 (12/2010), το ερευνητικό πρόγραμμα του ΕΜΠ «Μεταλλασσόμενοι χαρακτήρες και πολιτικές στα κέντρα πόλης Αθήνας και Πειραιά» (ΥΠΕΚΑ/ΟΡΣΑ 2010-11), το «Πρόγραμμα Στρατηγικών Αναπλάσεων σε πυκνοδομημένες περιοχές κατοικίας / μικτών χρήσεων» (ΥΠΕΚΑ/ΟΡΣΑ, 2010-11), καθώς και οι συζητήσεις στα πλαίσια του υπό αναθεώρηση Ρυθμιστικού Σχεδίου για την Αθήνα / Αττική.

Μέχρι και τον Ιούλιο του 2010 (Αθήνα – Αττική 2014, Συνήγορος του Πολίτη), παρ’ όλη τη διάδοση και γενικευμένη αποδοχή του «γκέτο του κέντρου» από τα ΜΜΕ, οι θεσμικοί φορείς εξακολουθούν να μιλάνε για υποβάθμιση και «αποτροπή φαινομένων γκετοποίησης» (ΣτΠ 2010), δίνοντας όμως ιδιαίτερη έμφαση στην ύπαρξη «αλλοδαπών χωρίς χαρτιά» ως βασικό αίτιο της υποβάθμισης και της ανασφάλειας.  Κάποια (ελάχιστα) αποσπάσματα (έκθεση του ΣτΠ για την περιοχή του Εμπορικού Τριγώνου (Γεράνι)), θέτουν και μια κοινωνική διάσταση, όπως αυτά που αναφέρονται στην ύπαρξη ενός «φαύλου κύκλου υποβάθμισης – παραβατικότητας – κοινωνικού αποκλεισμού – περαιτέρω υποβάθμισης – διάχυσης της παραβατικότητας» με έναν νεοφερμένο πληθυσμό που «φέρει σε μεγάλο βαθμό χαρακτηριστικά «νομαδικού, εκ-τοπισμένου» πληθυσμού που βιώνουν ζωή περιορισμένη στα απολύτως στοιχειώδη της ανθρώπινης ύπαρξης» και οι οποίοι «δημιουργούν ένα αόρατο ιστό, μία «δική τους πόλη» εκτός δικαϊκού χώρου και κάθε έννοιας συνεκτικού κοινωνικού και αστικού ιστού», καθώς επίσης και στον κίνδυνο της Ισλαμοφοβίας.

Παρ’ όλα αυτά, από το καλοκαίρι του 2010 και εν μέσω της επισημοποιημένης πια οικονομικής κρίσης, η συζήτηση για τα γκέτο του κέντρου και την εξυγίανσή του συνεχίζεται στα ΜΜΕ πλέον και με τη συμβολή θεσμικών φορέων. Έτσι, εκπρόσωποι υπουργείων, φορέων, πανεπιστημίων αλλά και άλλοι (αρχιτέκτονες, κινήματα, ομάδες πολιτών & συμφερόντων), συμβάλλουν στη συζήτηση για το πρόβλημα του κέντρου, με όρους που δεν διαφοροποιούνται αισθητά από αυτούς που κυριαρχούν στα ΜΜΕ. Εξίσου σημαντικό ρόλο, αυτόν του προνομιακού συνομιλητή, παίζουν και κάποιες ομάδες πολιτών που, υιοθετώντας τον κυρίαρχο λόγο και την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης της γκετοποίησης, εκφράζουν ανάλογα αιτήματα για τις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνται…

Έτσι, η «γκετοποίηση» του κέντρου θεωρείται πλέον ως δεδομένη κατάσταση που περιγράφεται ως «η αδυναμία της αστυνομίας να πάει σε μια περιοχή» (Γ.Γ. Χωροταξίας & Αστικού Περιβάλλοντος ΥΠΕΚΑ (4)) και αφορά εν γένει τις περισσότερες γειτονιές από την Ευριπίδου μέχρι τα Πατήσια και τον Κολωνό (ή Σεπόλια) αδιακρίτως. Στην καλύτερη περίπτωση, η «κρίση του κέντρου» περιγράφεται ως ό,τι εμφανίζει σημάδια «άρχουσας γκετοποίησης» (ΣτΠ, SARCHA) σε συνδυασμό με συνεχόμενη υποβάθμιση (5). Ξανά, η μετανάστευση, και ειδικότερα οι μετανάστες χωρίς χαρτιά (και κατά προτίμηση οι μελαμψότεροι άντρες), εμφανίζονται ως βασική αιτία για την αύξηση της εγκληματικότητας και της ανασφάλειας στις περιοχές.

Συνοψίζοντας, στο βαθμό που οι εκφάνσεις της υποβάθμισης της  ζωής και του αστικού περιβάλλοντος συγχέονται στον κυρίαρχο λόγο, αμήχανα ή εκ προθέσεως, με τα αίτια, έναντι των δύο  πρωταγωνιστών της υποβάθμισης που είναι τα εγκαταλελειμμένα κελύφη και δημόσιος χώρος από τη μια και οι εξαθλιωμένοι – και φερόμενοι ως υπαίτιοι – «κατακτητές» του κέντρου από την άλλη, ως αυτονόητες δράσεις προβάλλουν ο καθαρισμός και η ανάπλαση για τα μεν και ο «καθαρισμός»  – εκδίωξη / αστυνόμευση κλπ και η «ανάπλαση», μέσω υποκατάστασης όμως, για τους δε (με αυτούς ακριβώς τους όρους αναδεικνύεται και το αίτημα της «επανακατοίκησης»).

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ