Ο ήχος του καλοκαιριού
Εντάξει, για το φαγητό του καλοκαιριού είπαμε αλλά τώρα ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τον ήχο του: το τζιτζίκι.
Το τζιτζίκι, το οποίο στα αγγλικά έχει το λάγνο όνομα cicada, λόγω του μύθου του Αισώπου έχει τη φήμη του γλεντζέ που δεν ενδιαφέρεται για το αύριο και το πληρώνει ακριβά κάθε χειμώνα. Κατά μία έννοια, δεν διαφέρει πολύ από το μέσο Έλληνα. Είναι ο ήχος του ελληνικού καλοκαιριού από κάθε άποψη.
Τα καημένα όμως αδίκως έχουν αυτή τη φήμη. Τα θηλυκά κάνουν άπειρα αβγά τα οποία καταλήγουν μέσα στο έδαφος όπου παραμένουν για πολλούς μήνες, ακόμα και χρόνια, και όταν έρθει η ώρα βγαίνουν στην επιφάνεια της γης, όπου εγκαταλείπουν το παλιό τους περίβλημα και βγαίνουν ανανεωμένα, με φτερά. Βέβαια αν το δείτε αυτό σε φωτογραφία δεν θα σας φανεί καθόλου ρομαντικό!
Μολαταύτα, μάλλον σαν υπομονετικό ζώο μου φαίνεται και όχι σαν τεμπέλικο. Περνά χρόνια στην αφάνεια για να κάνει μία πολύ σύντομη εμφάνιση στη γη, την οποία όμως φροντίζει να μας την κάνει πολύ αισθητή με τον ήχο του. Ο ρομαντισμός συμπληρώνεται καταπληκτικά από το γεγονός ότι το τζιτζίκι είναι κουφό.
Όλα είναι πληρωμένα
Ο «Νικολάκης και το τζιτζίκι» είναι ένα τραγούδι που τραγούδησε το παιδί-θαύμα Νίκος Νομικός πριν από πολλάαα χρόνια σε ηλικία έξι χρονών.
Το τραγούδι μεταξύ άλλων λέει «Είμαι ένα μικρό παιδάκι, που με λένε Νικολάκη, πάντα ζω σαν το τζιτζίκι, όλο μπάλα και ξυλίκι, κι ούτε νοιάζομαι για νοίκι»...Υποτίθεται ότι μιλάει για ένα ανέμελο παιδί αλλά φαντάζομαι και τότε το τραγούδι έκλεινε το μάτι στην ενήλικη Ελλάδα, που ζούσε με το σλόγκαν «όσα πάνε κι όσα ‘ρθούνε και όσα αρπάξει ο…»
Τα χρόνια πέρασαν, οι Έλληνες μυαλό δεν έβαλαν και συνέχισαν το βιολάκι τους μέχρι που φτάσαμε στο καταπληκτικό 2011 που ευχόμαστε να μην φτάσει σε ένα ακόμα καταπληκτικότερο 2012.
Μπλιαξ!
Το τζιτζίκι ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των αρθροπόδων. Αυτό σημαίνει ότι είναι ξαδέρφια με τους αστακούς, τις γαρίδες και τα καβούρια. Ω ναι, πολύ καλά καταλάβατε που το πάω.
Αν το σκεφτείτε, κανένα από αυτά τα λαχταριστά δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστα στο μάτι. Αν το ξανασκεφτείτε, αυτά που είναι ευχάριστα στο μάτι αποφεύγουμε να τα τρώμε. Γιατί δεν τρώμε λοιπόν τα τζιτζίκια;
Η απάντηση είναι: εμείς δεν τα τρώμε, άλλοι τα τρώνε μια χαρά. Ακόμα και ο διάσημος πρόγονός μας, ο Αριστοτέλης, έτρωγε με μανία τζιτζίκια στο στάδιο της νύμφης αλλά δεν ήταν ο μόνος: ήταν λιχουδιά για όλους τους αρχαίους Έλληνες. Επίσης ήταν λιχουδιά για τους Αβοριγίνες της Αυστραλίας και για τους Ινδιάνους και εξακολουθεί νανα είναι στην Ιαπωνία και στην Κίνα.
Ωραία, αλλά τι γεύση έχουν;
Δεν έχω προσωπική εμπειρία αλλά λέγεται ότι η γεύση τους μοιάζει με σπαράγγι (επειδή τρώνε τους χυμούς των δέντρων) ή ότι αν γίνουν ψητά έχουν μία «γήινη» γεύση, το οποίο περιλαμβάνει τεράστια γκάμα γεύσεων.
Το σίγουρο είναι ότι συνίσταται να συλλέγονται την εποχή που βγαίνουν από το στάδιο της νύμφης, αλλά όχι πολύ μετά, και νοστιμότερα είναι τα θηλυκά, επειδή είναι πιο παχουλά κι έχουν αβγά (τα αρσενικά είναι όλο «κρατς» αλλά είναι κούφια). Κατάλληλη ώρα είναι η πρωινή, που είναι πιο χοντρουλά.
Στη συνέχεια, αφού περαστούν από βραστό νερό για να φύγουν τα παράσιτα, μπορούν να γίνουν τηγανιτά, ή στη σχάρα, και ταιριάζουν πολύ με σάλτσες όπως μουστάρδα και μαγιονέζα. Το κεφάλι και τα πόδια καλύτερα να αφαιρούνται, αν και φυσικά τρώγονται επίσης (όσο τρώγεται το κεφάλι και τα πόδια της γαρίδας).
Φυσικά, δεν προτείνω τίποτα στα σοβαρά. Μπορώ να πιστέψω ότι τρώγονται –όλα τρώγονται- αλλά το φαγητό δεν είναι μόνο θέμα του τι είναι θρεπτικό και τι όχι, είναι και θέμα κουλτούρας, συνήθειας και τελετουργίας, και θα χρειαστούν πολλά μνημόνια ακόμα για να αρχίσουμε να βράζουμε τζιτζίκια. Ως τότε, ελπίζω να μην αρχίσετε να βλέπετε τις γαρίδες με άλλα μάτια!
(Υπάρχει βιβλίο συνταγών online ώστε να μαγειρέψετε σωστά τα τζιτζίκια!)
σχόλια