Όταν σκέφτομαι την πόλη που γεννήθηκα με πιάνει μια αλλόκοτη μανία, κυριεύομαι από τυφλό θυμό. Μια ολόκληρη πόλη υψωμένη πάνω στο βάθρο του τίποτα, χωρίς καμία μα καμία σημασία. Κρύβει επιμελώς την ασχήμια της όταν πέφτει το φως της ημέρας και ανάβουν τα ψεύτικα φώτα της θέλοντας μάταια να αποδείξει ότι είναι όμορφη. Δε λέω το πετυχαίνει. Όχι όμως με μένα και ίσως ούτε με κάποιους άλλους που γνωρίζουν την ασχήμια της από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκαν και κάνουν τα ίδια κόλπα για να την καλύψουν.
Όλοι θέλουν να με δουν. Όλοι θέλουν να μου μιλήσουν. Οι άνθρωποι με δηλητηριάζουν προσπαθώντας δήθεν να μάθουν τι κάνω. Πώς είσαι; Πήγες στην αποψινή παράσταση; Διάβασες αυτό το βιβλίο; Θα κάνεις κάποιο ταξίδι στις διακοπές; Εργάζεσαι; Μπορώ να μιλήσω επί πέντε λεπτά ή πέντε ολόκληρες ώρες, αδιαφορώ, αλλά στο τέλος παραδίνομαι, στραγγίζομαι. Προτιμώ τις μονολεκτικές απαντήσεις. Και μετά τους αφήνω να μου διηγηθούν με πομπώδες ύφος τα δικά τους κατορθώματα, που αν κρατούσαν στα χεριά τους ένα μικρόφωνο δεν θα είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα να μαθευτούν σε όλο το μαγαζί. Και για να πω την αλήθεια, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα με αυτό γιατί θα μπορούσα άνετα να το βιδώσω στο κώλο τους όταν θα σταματούσαν να ξερνούν όλες αυτές τις βλακείες. Αντ’ αυτού όμως, οι φλέβες μου εκρήγνυνται , δε βαστιούνται άλλο και οι φλυαρίες τους δεν είναι παρά πριονίδι και πυρωμένες σπίθες ηλεκτροκόλλησης. Δε μάθανε όμως ότι οι λέξεις σημαίνουν μοναξιά; Το ξέρουν, απλά νομίζουν ότι το ξέρουν μονό αυτοί. Μπορεί και όχι, ίσως να έχουν χάψει το δικό τους ψέμα, το ψέμα που κατοικούν, που μόνο με ένα δυνατό σεισμό θα μπορούσε να σειστεί συθέμελα. Κι εγώ δεν είμαι πρόθυμος να προσφέρω ένα τέτοιο σεισμό γιατί στράγγιξα από τον εγωισμό τους.
Ένας αδύνατος γιατρός στο ίδιο τραπέζι που καθόμαστε μαζί με δυο κοπέλες που μόλις είχα γνωρίσει, μας πληροφορεί, αφού πρώτα άφησε υπομονετικά να περάσουν τα πέντε πρώτα λεπτά της γνωριμίας, ότι πριν από λίγες ημέρες είχε έρθει από την Αμερική από ένα ιατρικό συνέδριο που είχε την τύχη να παρευρεθεί. Ένας άλλος αρχιτέκτονας με χρωματιστά γυαλιά μυωπίας, άρχισε να μας εξιστορεί πώς ένας πλούσιος τον εμπιστεύτηκε προκειμένου να σχεδιάσει το σπίτι που μόλις είχε αγοράσει σε κάποιο νησί. Κάποιος άλλος πιο πρακτικός, νομίζω οικονομολόγος, αρχίζει να μας ρωτάει για την οικονομική μας κατάσταση και πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν γινόντουσαν έτσι όπως αυτός έλεγε. Ένας παλιός συμμαθητής μας πληροφορεί ότι από τότε που άρχισε να κάνει γιόγκα, η ζωή του έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Μια κύρια με πνευματιστικές τάσεις και ενδιαφέροντα, ελπίζει ότι κάποτε θα μπορέσουμε κι εμείς να διαβάσουμε όσα βιβλία έχει και η ιδία διαβάσει, ενώ ένας άλλος με ένα περίεργο φουλάρι αρχίζει να μας απαριθμεί τις χώρες στις οποίες έχει ταξιδέψει. Το περίεργο σε όλο αυτό ήταν ότι κανείς δεν άκουγε τον άλλον παρά μονό τον εαυτό του. Είχαν έρθει όλοι ακάλεστοι στο ίδιο τραπέζι που καθόμουν και δίναν τη δική τους ανελέητη μάχη για αναγνώριση και κοινωνική καταξίωση.
Κι εγώ; Μα τι έχω γίνει λοιπόν; Με ποιο δικαίωμα οι άνθρωποι αυτοί γαντζώθηκαν στο τραπέζι μου και στη ζωή μου, λεηλατώντας τον καιρό μου; Για ποιόν με νομίζουν; Είμαι μήπως ένας σκλάβος τους, υποχρεωμένος να ακούω όλες αυτές τις βλακείες; Με θεωρούν σύντροφό τους, εξομολογητή τους ή κάποιον που θα ενδιαφερθεί για αυτά που λένε; Ή μήπως είμαι καμιά τρόφιμη πορνείου αναγκασμένη να ανοίγω τα πόδια μου για το χατίρι του κάθε καλοντυμένου πελάτη;
Όχι! Είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος κάνει έναν ηρωικό αγώνα στην προσπάθεια του να κάνει τον κόσμο πιο υποφερτό για χάρη του ίδιου του εαυτού του. Αν μερικές φόρες σε στιγμές αδυναμίας ή ανάγκης αφήνω να μου ξεφύγει ένα όνειρο στολισμένο με τη μαγεία των λέξεων προσπάθησε να το δεχτείς ή και να το απορρίψεις ,ούτως ή άλλως λίγο με νοιάζει ό,τι και να επιλέξεις να κάνεις από τα δυο. Μα τω θεώ όμως, σταματά να με ενοχλείς γελοίε γιατρέ, αρχιτέκτονα κι εσύ που διαβάζεις όχι για σένα αλλά για να κάνεις τους άλλους να νιώσουν κατώτεροι από εσένα.
Είμαι ένας άνθρωπος που έχω ανάγκη να μένω μόνος γιατί έτσι νιώθω ελεύθερος και έτσι μπορώ να μετρώ ανενόχλητος τη ντροπή και την απελπισία μου. Σε κανένα σας δεν οφείλω τίποτα ούτε εγώ ούτε και κείνες οι δύστυχες κοπέλες. Τα μεγάλα σας λόγια με δηλητηριάζουν και σκέφτομαι να φύγω. Σερβιτόρε; Τι οφείλω;
σχόλια