H αλήθεια είναι πως τρόμαξα λίγο.
η κούπα τινάχτηκε απ το χέρι μου, και έπεσε στο πάτωμα.
και από εκεί που ήταν κούπα, έγινε μικρά και μεγάλα κομμάτια πορσελάνης λουσμένα με καφέ, πάνω σε ένα πάτωμα γεμάτο ίχνη
από τον φόνο που μόλις είχε διατελεστεί.
ένιωσα το αίμα να πάλλεται μέσα στις φλέβες μου,
άγχος κυρίευε κάθε εκατοστό του σώματος μου.
αν θα προλάβω να καθαρίσω, αν θα πάρω άλλη κούπα, αν είναι δυνατόν θεέ μου , πρωί πρωί να τα κάνω όλα σκατά !
και νομίζω πως έχω συνηθίσει να ξυπνάω με νεύρα διαλυμένα
και με ψυχή βαριά ( και όχι βαθιά όπως στην ομώνυμη ταινία)
αλλά ήταν σπάνιο να ξυπνάω τόσο χαρούμενη όπως εκείνο το πρωί.
ένιωσα κι εγώ όπως η κούπα. τα μικρά πορσελάνινα κομμάτια, γίναν μικροί καθρέφτες:
έβλεπα τις προφανείς μου ομοιότητες με ένα κατεστραμμένο αντικείμενο:
όπως τα κομμάτια του, έτσι και εμείς δεν μπορούμε να ξαναενωθούμε.
και ίσως το πασάλειμμα του πατώματος με τον καφέ, συνηθίζω πλέον να κατεβάζω αρκετούς καφέδες για να παραμείνω ξύπνια.
θυμήθηκα, έτσι όπως κοιτούσα τα κομμάτια, την αγαπημένη μου κούπα, που την είχε σπάσει κάποιος άλλος. και ειλικρινά, δεν μπορούσα να καταλάβω
γιατί να σπάνε άλλοι τις δικές μου κούπες.
ήμουν αρκετά μικρή για να ξέρω πως όταν σου σπάει κάποιος άλλος ένα αντικείμενο,
υπάρχει πιθανότητα αντικατάστασης.
όταν όμως τα σπας μόνος σου, αναγκάζεσαι να καθαρίσεις, και να συμβιβαστείς
είτε με κάτι καινούριο, είτε με κάτι παλιό.
μάζεψα τα κομμάτια χωρίς να κοπώ.
καθάρισα το πάτωμα για να μην κολλάει.
δεν ήπια άλλο καφέ, ως φόρο τιμής στη νεκρή μου κούπα.
από αύριο πάλι, σκέφτηκα. και έκλεισα την πόρτα φεύγοντας.