Καθισμένη δίπλα στη σόμπα στην εξοχική της παραθαλάσσια κατοικία, η κυρά Βαγγελιώ αναπολούσε τις παλιές καλές εποχές. Τώρα που βγήκε στη σύνταξη είχε τόσο χρόνο ελεύθερο να θυμάται τις ωραίες μέρες της δεκαετίας του ογδόντα, που ήταν νεοδιόριστη δασκάλα. Η συζήτηση με τη φίλη της, συνταξιούχο δασκάλα επίσης, επαναλήφθηκε κι εκείνο το κρύο βράδυ, είπαν τα ίδια λόγια και κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα και πάλι.
«Αυτές οι εποχές πρέπει να ξανάρθουν, αλλά το κατεστημένο δεν θα το αφήσει έτσι εύκολα. Ο Αντρέας ήταν ήρωας και αγαπούσε το λαό. Έδωσε ψωμί στο λαό και ήρθε άνοιξη στην οικονομία μέσα σε λίγες μέρες».
«Έτσι όπως τα λες είναι Βαγγελιώ μου, δε θυμάσαι πως διπλασιάστηκε ο μισθός μας σε μία μέρα από τον Αντρέα; Μόνο οι ιδιωτικοί υπάλληλοι είχαν παράπονο γιατί για πρώτη φορά είδαν τους μισθούς τους να είναι χαμηλότεροι από τους δικούς μας του δημοσίου. Και συνεχώς γινόντουσαν χαμηλότεροι κι έτσι έπρεπε. Γιατί εμείς μόνο αυτή τη δουλειά είχαμε, ενώ αυτοί όλο και κάποια άλλη πηγή εισοδήματος θα είχαν. Συν το ότι δεν πλήρωναν τόσους φόρους όπως εμείς».
«Και τώρα μας λένε ότι έχουμε χρέος και ψέματα. Εμείς δουλεύαμε και παράγαμε πιο πολύ και η δουλειά μας άξιζε ακόμα περισσότερα χρήματα. Εκείνη τη χρυσή δεκαετία έκλεισαν πολλά εργοστάσια και ιδιωτικές εταιρίες που εκμεταλλευόντουσαν το λαό και ο κόσμος άρχισε να βρίσκει την υγειά του στο δημόσιο που παρήγαγε όλο και περισσότερο, αφού προσλάμβανε και περισσότερους υπαλλήλους με καλούς μισθούς».
Ο σύζυγος της κυρά Βαγγελιώς ξερόβηξε για λίγο.
«Έτσι όπως τα λες Βαγγελιώ μου», είπε η φίλη της.
«Ένα θαύμα μας σώζει τώρα», είπε η κυρά Βαγγελιώ κοιτώντας τη φωτιά στη σόμπα που πήγαινε να σβήσει. Για λίγο σκέφτηκε να βάλει τα καλοριφέρ να λειτουργήσουν –με το πετρέλαιο που είχαν να χρησιμοποιήσουν δύο χρόνια- αλλά το κόστος την αποθάρρυνε, κι έβαλε ένα μικρό ξύλο στη σόμπα. «Ένας τεράστιος ηγέτης σαν τον Αντρέα, να έρθει και να δώσει χρήμα και πάλι στο λαό», συνέχισε.
«Ελπίζω Βαγγελιώ μου! Μακάρι, να στείλεις χρήματα και στα παιδάκια σου που ξενιτεύτηκαν και τα δύο».
«Αν ήταν ο Αντρέας δεν θα ξενιτευόντουσαν. Θα παρακαλούσαμε από εδώ, θα παρακαλούσαμε από εκεί, κάπου θα έμπαιναν, κάποια πόρτα θα άνοιγε και για αυτά».
Ο σύζυγος της κυρά Βαγγελιώς, έτρωγε εκείνη την ώρα αμίλητος, καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας. Το βλέμμα του ήταν θολό και καρφωμένο απέναντι. Φαινόταν πολύ συλλογισμένος και απορημένος, μέχρι που ξαφνικά άρχισε να βήχει και χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι, είπε: «Φτάνει πια! Δε βαρεθήκατε; Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, γιατί θα με πνίξεις!».
σχόλια