Απλώνονται οι νότες στο δωμάτιο. Γυροφέρνεις ένα δίσκο κάτω από τη βελόνα σου. Έχω το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σου μπροστά μου, να παίζει μουσική. Βαθιά συντηρητικό, σιωπηλό τον περισσότερο καιρό, ξύλινο σε καφετί αποχρώσεις. Ήξερα πριν από εσένα ότι το ξύλο είναι το αγαπημένο σου υλικό και ότι αγαπάς κάθε χρώμα που θυμίζει γη.
Σε κοίταζα και ήθελα να σου φωνάξω, νιάτα που μυρίζουν ναφθαλίνη αγάπη μου και να σκάσω στα γέλια. Ποιος άντεχε όμως τα μούτρα σου που κρατούσαν από μια εβδομάδα έως ένα αιώνα και τους δικούς μου νευρώνες που δένονταν σε αμέτρητα φιογκάκια, κοινώς κρόσσια; Τόσοι δίσκοι καινούργιοι και παλιοί και δεν είσαι ποτέ εδώ για να ακούσουμε έναν παρέα. Σύναψε δεσμό ο εγωισμός με το θυμό. Η πικρία με τη διάλυση. Ο χρόνος με την αδιαφορία.
Κανένα κοινό θέλω, μόνο το ατομικό και το μοναδικό σημείο επαφής το γκρέμισμα και η απομυθοποίηση. Θέλει ταλέντο να μπορεί να βγάζει ο ένας στον άλλο το τέρας από μέσα του.
Αγαπημένο μου πικάπ όπου και να βρίσκεσαι, θέλω να είσαι καλά. Εγώ και ο διεφθαρμένος μου χαρακτήρας, θα ζούμε πότε ευτυχισμένα, πότε σε ένα βάναυσο κύκλο καθημερινότητας. Θα ονειρεύομαι πως κάπου, κάποτε θα πίνουμε μπύρες, όχι όπως παλιά, δίπλα ο ένας στον άλλο, αλλά απέναντι. Έτσι και αλλιώς το απέναντι ήταν στάση και ιδεολογία σχέσης σε εμάς. Κυρίως, όταν μου γυρνούσες τον πισινό σου. Συγχώρεσα εσένα και τον γυρισμένο σου πισινό. Συγχώρεσα εμένα και τον χοντρό μου πισινό. Ή θα συγχωρούσα και θα προχωρούσα παρακάτω, η θα έσπαγα το πικάπ σε χίλια κομμάτια και συνεπακόλουθα και εμένα. Ξέχασα να σου πω ότι αγόρασα ένα βινύλιο του Μuddy Waters. Μαγειρεύω σε blues ρυθμούς απόψε...